Από τα χαράματα πλήθος κόσμου πήγαινε στην κεντρική αγορά προκειμένου να τσεκάρει τιμές και να αποφασίσει τι θα αγοράσει για το τραπέζι της Καθαράς Δευτέρας.
Καλαμαριά, θράψαλα, χταπόδια, σουπιές, γαρίδες και όστρακα είχαν την τιμητική τους. Οι πάγκοι των ψαράδων ήταν γεμάτοι με τις θαλασσινές λιχουδιές που τρώμε στην Ελλάδα παραδοσιακά τα Κούλουμα.
Ποια καταστήματα είναι ανοιχτά
Ανοιχτά θα είναι και τα ιχθυοπωλεία, οι φούρνοι και τα μίνι μάρκετ, ενώ λειτουργούν και οι λαϊκές αγορές.
Δημήτρης Σούρας: Πέθανε ο γνωστός ψυχίατρος - Συγκλονίζει το αποχαιρετιστήριο μήνυμά του
Αυξημένο το κόστος του τραπεζιού της Καθαράς Δευτέρας 2019
Σε ό,τι αφορά τις τιμές σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε η γενική γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή, σε σχέση με το προηγούμενο έτος εκτιμάται ότι θα υπάρξει αύξηση κατά 7,79% στο κόστος του καλαθιού με είδη που καταναλώνονται τη Σαρακοστή.
Όπως σημειώνεται σε σχετική ανακοίνωση της γενικής γραμματείας, η προαναφερόμενη αύξηση οφείλεται κυρίως στην αύξηση των τιμών των οπωρολαχανικών (ενδεικτικά αναφέρεται ότι το ξερό κρεμμύδι παρουσιάζει αύξηση 98,25%, η πατάτα 48,61%, οι τομάτες 20,56 %, το λάχανο 50%). Οι κατεψυγμένες γαρίδες παρουσιάζουν επίσης μία αύξηση της τάξης του 17%. Στο είδος αυτό όμως, υπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση των τιμών (μεγέθη, προέλευση κλπ) και οι καταναλωτές έχουν δυνατότητα φθηνότερης επιλογής. Στα ίδια επίπεδα κυμαίνεται η τιμή του χαλβά.
Συνοπτικά το μέσο κόστος του καλαθιού υπολογίζεται ότι ανέρχεται σε 60,40 ευρώ, ενώ η αξία αυτή κυμαίνεται μεταξύ 31,49 ευρώ και 107,40 ευρώ.
Η έρευνα διεξήχθη στο πλαίσιο των τακτικών τιμοληψιών του τμήματος Παρατηρητηρίου Τιμών την περίοδο από 25/2/2019 έως 6/3/2019 και επικεντρώθηκε σε συγκεκριμένα βασικά προϊόντα. Οι τιμοληψίες διενεργήθηκαν σε καταστήματα πώλησης τροφίμων (κεντρικές αγορές λιανικής, σούπερ μάρκετ και λαϊκές αγορές) της Περιφέρειας Αττικής.
Σημειώνεται ότι οι τιμές της λαγάνας, σύμφωνα με το σωματείο των αρτοποιών «Ο Προφήτης Ηλίας», θα πωλείται ακριβότερα σε ποσοστό από 10% έως και 50% σε σχέση με πέρυσι, λόγω των αυξήσεων στο κόστος παραγωγής και την αδυναμία των βιοτεχνών να απορροφήσουν το σύνολο της αύξησης.