Επισήμανε, χαρακτηριστικά, ότι όταν διάβασε για πρώτη φορά τη δικογραφία, την έκλεισε και την ξαναδιάβασε μετά από 15 μέρες, καθώς δυσκολεύτηκε να πιστέψει ότι υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να κάνουν τέτοιες πράξεις. «Πέρασα πρώτα τη δοκιμασία του ανθρώπου και του πατέρα, μετά είδα τα πράγματα ψυχρά σαν εισαγγελικός λειτουργός», είπε, ξεκαθαρίζοντας ότι κανένας εισαγγελέας δεν χαίρεται όταν προτείνει καταδίκες και επιβάλλει βαριές ποινές.
Συνεχίζοντας σημείωσε ότι «κεντρικό πρόσωπο αυτής της υπόθεσης είναι ένα μικρό κοριτσάκι, το οποίο, αντί να βρίσκεται στη θαλπωρή της πατρικής και μητρικής στοργής, είδε το κακό πρόσωπο από πολύ νωρίς. Είδε τους γονείς χώρια, με αντιπαλότητες μεταξύ τους και, παρά την προσπάθεια να προσφέρουν όλα όσα επιθυμεί ένα παιδί, κάποια στιγμή αφαιρέθηκε η ζωή του πολύ νωρίς».
Τόνισε πως πρέπει να βρεθεί η αλήθεια και να «κρίνουμε κατά συνείδηση», λέγοντας ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία υπαίτιος του θανάτου της μικρής Αννυ ήταν η συμπεριφορά και η πράξη που τέλεσε ο πατέρας. «Οχι μόνο με τα στοιχεία, αλλά και η λογική εκεί μας οδηγεί. Δεν στέκει με τη λογική ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου ότι είδε το παιδί μελανιασμένο και έκρινε σαν γιατρός ότι το παιδί είναι νεκρό. Δεν αποκλείω να το σκότωσε και με το ίδιο μαχαίρι να το τεμάχισε, εκεί οδηγούν τα αποδεικτικά στοιχεία. Οι τοίχοι και τα πατώματα είχαν αίμα. Εκεί έγινε η δολοφονία και ο τεμαχισμός της Αννυ. Οι άλλοι ισχυρισμοί είναι υπερασπιστικοί και δεν με πείθουν. Αφού λοιπόν τη σκότωσε, ήθελε να εξαφανίσει τα ίχνη του και έκρινε ότι πρέπει να τεμαχίσει την κόρη του και να τη βάλει σε σακούλες. Υπήρχε λόγος να εξαφανίσει το πτώμα αν δεν ήταν υπαίτιος του θανάτου της; Δεν υπήρχε», εξηγώντας ότι φοβήθηκε πως θα βρεθούν στοιχεία και έκρινε σκόπιμο να προβεί στον τεμαχισμό.
Οσον αφορά τη μητέρα, υποστήριξε ότι δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της θανατηφόρου έκθεσης ανηλίκου σε κίνδυνο. «Δεν προέκυψε ότι γνώριζε ότι έθετε το παιδί της σε κίνδυνο αφήνοντάς το στον πατέρα του. Δεν υπάρχει καμία συνάφεια μεταξύ του κατηγορουμένου και της μητέρας και πρέπει να κηρυχθεί αθώα».
Οσον αφορά τον συγκατηγορούμενο του πατέρα της Αννυ, ανέφερε πως δεν θα υπήρχε υποψία ότι τελέστηκε έγκλημα αν δεν έλεγε όσα του είχε εκμυστηρευτεί ο πατέρας της Αννυ. «Δεν θα υπήρχε κανείς από εμάς εδώ σήμερα. Θα ήταν ένα κορίτσι που εξαφανίστηκε όπως τόσα παιδιά. Εκεί μας οδηγεί η ηθική απόδειξη και η λογική. Δεν μένει καμία αμφιβολία ότι ο πατέρας σκότωσε και τεμάχισε το παιδί».
Σύμφωνα με τον εισαγγελέα, ο συγκατηγορούμενος ενοχοποιείται από τον πατέρα της Αννυ. «Δεν υπάρχουν αποδείξεις για τη συμμετοχή του στο έγκλημα. Φρονώ, όμως, ότι συμμετείχε στον τεμαχισμό. Ως προς αυτό πρέπει να κηρυχθεί ένοχος και αθώος από την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση».
Στη συνέχεια ακολούθησε η αγόρευση του συνηγόρου υπεράσπισης του πατέρα της μικρής Αννυ, ο οποίος υποστήριξε πως δεν προκύπτει από τα αποδεικτικά στοιχεία ότι το παιδί σκοτώθηκε από μαχαίρι, όπως ανέφερε ο εισαγγελέας. Εξήγησε πως η δικογραφία είναι φτωχή στα ευρήματα όσον αφορά το ότι ο πατέρας σκότωσε το παιδί και δεν υπάρχει κίνητρο που να δικαιολογεί αυτή την πράξη. Οπως ανέφερε, ο άνθρωπος που τους προμήθευε τα ναρκωτικά κατέθεσε ότι όταν έκαναν χρήση η Αννυ ήταν εκεί και υπήρχαν ναρκωτικά στο τραπέζι στα οποία είχε πρόσβαση, επισημαίνοντας ότι βρέθηκε εμετός του παιδιού στην κουβέρτα που δεν εξετάστηκε.
Υποστήριξε πως ο κατηγορούμενος βρήκε το παιδί νεκρό και προέβη στον τεμαχισμό για να αποφύγει τις ευθύνες που θα ακολουθούσαν, καθώς, όπως υποστήριξε, το παιδί ζούσε σε μια τοξική οικογένεια όπου υπήρχε ανευθυνότητα όσο ήταν ζωντανό, πόσω μάλλον νεκρό. Ωστόσο, ο τεμαχισμός δεν επιβεβαιώνει το κίνητρο, σύμφωνα με τον ίδιο.
Ο συνήγορος, απευθυνόμενος προς την έδρα του δικαστηρίου, είπε: «Δεν είπα να τον αθωώσετε, να τον δικάσετε, αλλά με ποια στοιχεία όσον αφορά την ανθρωποκτονία; Πρέπει να καταδικαστεί με αποδείξεις. Η μνήμη του παιδιού απαιτεί να τιμωρηθεί για αυτό που έκανε. Δεν στοιχειοθετείται ανθρωποκτονία από πρόθεση, γιατί προϋποθέτει δόλο και ενεργητική πράξη».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου