Σύμφωνα με τα στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης, 1.487 ασυνόδευτα παιδιά περιμένουν να στεγαστούν σε κατάλληλους χώρους.
Περισσότερα από το 20% των ασυνόδευτων ανηλίκων κρατούνται σε κλειστές εγκαταστάσεις στη Λέσβο, τη Χίο, τη Σάμο, την Κω και τη Λέρο. Επίσης, από τη διαδικασία της προκαταγραφής προέκυψε ότι 1.225 ασυνόδευτα παιδιά ζουν στους καταυλισμούς της ενδοχώρας.
«Οι συνθήκες στους καταυλισμούς αυτούς δεν είναι αξιοπρεπείς, ενώ επίσης επικρατεί μεγάλος συνωστισμός», παρατηρεί η έκθεση και συνεχίζει: «Αρκετά ασυνόδευτα παιδιά ζουν απροστάτευτα μαζί με ενήλικο πληθυσμό, εκτεθειμένα σε κινδύνους κακοποίησης, εκμετάλλευσης και σε κυκλώματα διακίνησης, ενώ έχουν καταγραφεί απειλές και προσβολές σεξουαλικής φύσης σε μερικούς από τους καταυλισμούς».
Κλήρωση Τζόκερ (24/12): Αυτοί είναι οι τυχεροί αριθμοί που κερδίζουν
Τον Μάιο του 2016 οι «Γιατροί Χωρίς Σύνορα», σε συνεργασία με τις οργανώσεις Praksis και «Save the Children», και σε συνεννόηση με τις Αρχές, παρείχαν στέγαση και υποστήριξη σε 79 ανήλικους για τρεις μήνες στο κέντρο προσωρινής παραμονής των «Γιατρών Χωρίς Σύνορα» στον Μανταμάδο της Λέσβου ως μια εναλλακτική της εκτεταμένης κράτησής τους στο hot spot της Μόριας.
Ανάμεσα στα παιδιά αυτά ήταν και ένα αγόρι από τη Συρία που παρά το ιδιαίτερα βεβαρημένο ιατρικό ιστορικό του είχε κρατηθεί στη Μόρια πριν μεταφερθεί στον Μανταμάδο. Εξαιτίας της ευαλωτότητάς του και της ανάγκης για εξειδικευμένες ιατρικές εξετάσεις, το παιδί μεταφέρθηκε εσπευσμένα σε κέντρο φιλοξενίας ασυνόδευτων ανηλίκων της Praksis στην Αθήνα, αναμένοντας την οικογενειακή του επανένωση στη Γερμανία.
Ωστόσο, όπως περιγράφεται στην έκθεση, ενώ η Praksis κατάφερε να κλείσει επείγον ραντεβού μέσα σε μία ημέρα με την Υπηρεσία Ασύλου για την καταγραφή του αιτήματος ασύλου του, το ραντεβού εξέτασης του αιτήματος ορίστηκε έπειτα από έξι μήνες.
Οι τρεις οργανώσεις εκφράζουν την ανησυχία τους για τα αποτελέσματα της κράτησης και της αβεβαιότητας στη φυσική κατάσταση και την ψυχική υγεία αυτών των παιδιών και καλούν τις Αρχές να παρέχουν επαρκείς συνθήκες υποδοχής και να βελτιώσουν το ρυθμό της καταγραφής, μετεγκατάστασης και επανένωσης με τις οικογένειές τους επιτρέποντάς τους την πρόσβαση σε ένα ασφαλές και καλύτερο μέλλον.