Ακολουθώντας έναν εξίσου ευφάνταστο τρόπο με την υπόθεση των «χρυσών βιζών», με «τυράκι» οι Κινέζοι εμπλεκόμενοι να παρακάμψουν τους τραπεζικούς περιορισμούς της χώρας τους, οι δύο εγκληματικές οργανώσεις υπερπηδούσαν τα εμπόδια μεταφοράς των χρημάτων από την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα.
Μάλιστα, στο διαβιβαστικό της Αστυνομίας, η μέθοδος περιγράφεται ως «ένα μοναδικής σύλληψης τέχνασμα», καθώς βασιζόταν στη χρησιμοποίηση Κινέζων εμπόρων ρούχων που δραστηριοποιούνταν στη χώρα μας. Ετσι, οι κατηγορούμενοι φέρονται να εξαφάνιζαν τα εμπόδια, ενώ για τους Κινέζους χονδρέμπορους «έσπαγαν» τα capital controls. Οπως αναφέρεται, «τα χρήματα μετατρέπονταν στο σύνολό τους στην Τουρκία σε κινεζικό νόμισμα.
Με τα χρήματα αυτά οι Κινέζοι που δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά στην Ελλάδα ως χονδρέμποροι ρούχων αγόραζαν στο εξωτερικό μέσω άγνωστων συνεργών τους είδη ένδυσης, τα οποία εισάγονταν στην Ελλάδα και μέσω μεταφορικής παραδίδονταν σε αυτούς. Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας, κατηγορούμενος είτε μετέβαινε στα καταστήματα και παραλάμβανε τα χρήματα που αντιστοιχούσαν στις προαναφερόμενες αγορές είτε του τα παρέδιδαν οι ίδιοι στο κατάστημα που διατηρούσε στην Αθήνα».
Το διαβιβαστικό της Αστυνομίας γύρω από τα έργα και τις ημέρες των συνολικά 85 εμπλεκόμενων στην υπόθεση αναφέρεται στον πολυτελή βίο τους, γεμάτο διασκέδαση και διακοπές. Αλλά αυτά ήταν μόνο το «κερασάκι» στην υπόθεση, αφού ο ημερήσιος τζίρος, όπως καταγράφεται, φαίνεται πως ξεπερνούσε τις 400.000 ευρώ. Ακριβά αυτοκίνητα, βίλες στη Μύκονο, ξενοδοχεία στο κέντρο της Αθήνας, ανακαινίσεις σκαφών, ακόμα και αγορές μετοχών εταιριών. Τα μέλη των εγκληματικών οργανώσεων που σχετίζονταν με τη λαθρεμπορία χρυσού φέρονται να είχαν χιλιάδες ευρώ εύκαιρα για να διαθέσουν σε μια πολυτελή ζωή.
«Οι δραστηριότητές τους βασίζονταν στην εκμετάλλευση των δυνατοτήτων αλλά και των αδυναμιών του οικονομικού και νομικού συστήματος και αποσκοπούσε στην επαύξηση της περιουσίας τους σε βάρος του κράτους και των πολιτών, όντας ενδεδυμένες με “νομιμοφανή μανδύα”», αναφέρεται στο ίδιο έγγραφο, ενώ τονίζεται πως «από την έρευνα δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι οι κατηγορούμενοι περιήλθαν με τον καιρό σε κατάσταση πλήρους ανομίας και ένεκα της ανεμπόδιστης και συνεχούς παράνομης δράσης τους, ενεργώντας ως “νόμιμοι” επιχειρηματίες του είδους, απαξίωσαν πλήρως στη συνείδησή τους αστυνομικές, οικονομικές και δικαστικές αρχές».
Από τους συνολικά 85 εμπλεκόμενους, όλοι βαρύνονται με κακουργηματικές πράξεις, καθώς εμφανίζονται ως μέλη εγκληματικών οργανώσεων, πλην ενός ατόμου στο οποίο έχει αποδοθεί μόνο το πλημμέλημα της αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος. Από αυτούς, 60 έχουν καταστεί κατηγορούμενοι, καθώς οι υπόλοιποι 25 διαφεύγουν της σύλληψής τους και αναζητούνται. Παράλληλα, οι αστυνομικές αρχές συνεχίζουν την έρευνα ως προς τα άγνωστα πρόσωπα που εμφανίζονται στη δικογραφία αλλά ακόμη δεν έχουν ταυτοποιηθεί.
Σύμφωνα με τη δικογραφία, οι δύο οργανώσεις λειτουργούσαν αυτοτελώς, πλην όμως η μία γνώριζε τη δράση της άλλης, ενώ τα αρχηγικά μέλη τους φέρονται να είχαν συμφωνήσει ως προς την τιμή αγοράς του χρυσού με σκοπό την απαλοιφή του μεταξύ τους ανταγωνισμού και εν τέλει την αύξηση του κέρδους τους. Ανάμεσα στα αρχηγικά στελέχη συγκαταλέγεται και ο γνωστός από τις τηλεοπτικές εμφανίσεις του Ριχάρδος, ο οποίος μέσω του συνηγόρου του Αλ. Κούγια δηλώνει αθώος. Ωστόσο, κατά τις Αρχές, τα καταστήματά του «έκρυβαν την πρώτη εγκληματική οργάνωση, που εμφανίζεται να αριθμεί 36 μέλη και να έχει ημερήσιο κύκλο δράσης τις 250.000 ευρώ.
Ολόκληρο το ρεπορτάζ στην έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]