Οταν ο Τόμας Μπρους, 7ος κόμης του Ελγιν, παντρεύεται το 1799, αποφασίζει να κάνει γαμήλιο δώρο στη σύζυγό του ένα νέο σπίτι. Ο ίδιος, ως λάτρης της αρχαιοελληνικής τέχνης, το σχεδιάζει σε κλασικό ύφος ακολουθώντας την ιδέα του αρχιτέκτονα Τόμας Χάρισον να διακοσμηθεί με αρχαιοελληνικά αντίγραφα.
Οταν ο Ελγιν αναλαμβάνει στα τέλη του 1799 τη θέση του πρεσβευτή της Βρετανίας στην Κωνσταντινούπολη, στέλνει στην Αθήνα ομάδα αρχιτεκτονικού σχεδιασμού ώστε να πάρουν εκμαγεία αρχαιοτήτων για τη διακόσμηση του σπιτιού του. Στην πορεία όμως ανακαλύπτει ότι είναι ευκολότερο απ’ όσο φανταζόταν να επιχειρήσει κάτι αδιανόητο: αντί εκμαγείων να αποσπάσει με τη βία τα πρωτότυπα αριστουργήματα αρχαιοελληνικής τέχνης. Τα μόνα που χρειάζεται είναι χρήματα για τη δωροδοκία Οθωμανών αξιωματούχων και περίσσιο θράσος. Ο Ελγιν διαθέτει και τα δύο και έτσι το καλοκαίρι του 1801 ξεκινά το βέβηλο έργο. Την ίδια εποχή ο αυθάδης λόρδος κρατά στα χέρια του ένα μυστηριώδες φιρμάνι του Καϊμεκάν Πασά, Τούρκου αξιωματούχου που αντικαθιστά το μέγα βεζίρη στην Κωνσταντινούπολη, που ο ίδιος ο Ελγιν λέει ότι του δίνει την άδεια να κάνει στον ιερό ναό του Παρθενώνα τις «εργασίες» που χρειάζεται. Στην πραγματικότητα το πρωτότυπο αυτό έγγραφο δεν έχει βρεθεί μέχρι σήμερα, αφού το μόνο που υπάρχει είναι μια μετάφραση στα ιταλικά που γίνεται από το γραμματέα της βρετανικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, όπου από εκεί μεταφράζεται στα αγγλικά από έναν ιερέα.
Ομως, ακόμα και αυτό το άτυπο συμβουλευτικό χαρτί δεν αναφέρει πουθενά ότι μπορεί να αποσπάσουν οποιοδήποτε πρωτότυπο κομμάτι του μνημείου. Δίνει άδεια στο συνεργείο μόνο για το στήσιμο ικριωμάτων γύρω από το «Ναό των Ειδώλων» -όπως αποκαλούν τον Παρθενώνα οι Οθωμανοί- καταμέτρησης των κτιρίων και ανασκαφών για την ανεύρεση επιγραφών: «Και θα κατασκευάζουν εκμαγεία των προαναφερθέντων κοσμημάτων και γλυπτών σε κονίαμα ή γύψο. Και θα καταμετρούν τα λείψανα των άλλων ερειπωμένων οικοδομημάτων που βρίσκονται εκεί. Και θα σκάβουν, όταν το κρίνουν απαραίτητο, τα θεμέλια για να ανακαλύψουν επιγραφές που μπορεί να έχουν καλυφθεί από σκουπίδια».
Στην πραγματικότητα όμως η λεηλασία του ιερού χώρου γίνεται με τον πιο άγριο τρόπο. Ανειδίκευτοι εργάτες, με πριόνια, σφυριά και βαριοπούλες, βανδαλίζουν το μνημείο αποσπώντας με το χειρότερο δυνατό τρόπο τα αριστουργηματικά γλυπτά, κάποια εκ των οποίων πέφτουν κάτω και σκορπούν, ενώ δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στατικότητας στο μνημείο. Ο Ιταλός ζωγράφος-συνεργάτης του Ελγιν, που βρίσκεται μπροστά στην αποκαθήλωση των Γλυπτών, δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνείας για τις προτεραιότητες των βέβηλων: όλα γίνονται με τον πιο συμφέροντα και οικονομικό τρόπο.
Εν συνεχεία τα κλεμμένα μεταφέρονται με ξύλινο καρότσι προσωρινά στην οικία του Βρετανού πρόξενου στην περιοχή της Πλάκας. Εκεί, αποθηκεύονται πρόχειρα σε κιβώτια, εν συνεχεία μεταφέρονται στο λιμάνι του Πειραιά και από εκεί φυγαδεύονται με πλοία στην Αγγλία, με το πρώτο εξ αυτών μάλιστα να ναυαγεί έξω από τα Κύθηρα και η ανέλκυση των αρχαιοτήτων να κρατά δύο χρόνια. Μεταξύ 1801 και 1810 που διαρκεί η λεηλασία των αρχαιολογικών θησαυρών της χώρας, ο Ελγιν αποσπά από τον Παρθενώνα 96 γλυπτά, από το ναό της Απτέρου Νίκης 4, από το Ερέχθειο 18, ενώ από άλλα σημεία του χώρου 138 κεφαλές, υδρίες, επιτύμβιες στήλες και άλλα. Παράλληλα, με τον ίδιο τρόπο, αρπάζει αρχαιότητες από πολλές περιοχές της υπόδουλης χώρας, ενώ επιχειρεί, αλλά τελικά δεν καταφέρνει, να λεηλατήσει τους αρχαιολογικούς χώρους των Μυκηνών και της αρχαίας Ολυμπίας.
Ο αρχαιοκάπηλος Ελγιν επιστρέφοντας στην Αγγλία το 1807 έχει στα χέρια του έναν αρχαιολογικό θησαυρό, αλλά η σύζυγός του τον έχει εγκαταλείψει, ενώ είναι οικονομικά κατεστραμμένος. Περιφέρει τα κλοπιμαία του σε διάφορους χώρους στο Λονδίνο, το περιβάλλον των οποίων περιγράφεται επαρκώς από έναν επισκέπτη τους το 1807: «Μπήκαμε σε έναν υγρό, βρόμικο χώρο, όπου κείτονταν τα μάρμαρα σε απόσταση τέτοια που όχι μόνο μπορούσαμε να τα δούμε, αλλά και να τα πιάσουμε. Επέστρεψα σπίτι από τα Ελγίνεια Μάρμαρα μελαγχολικός. Σχεδόν εύχομαι να τα είχαν οι Γάλλοι. Δεν αξίζουμε τέτοια έργα τέχνης. Κείτονται εκεί καλυμμένα από σκόνη και μούσκεμα από την υγρασία».
Υστερα από πολλές ατελέσφορες προσπάθειες, ο Ελγιν καταφέρνει να πουλήσει τη λεία του στο βρετανικό κράτος για 35.000 λίρες, ποσό πολύ χαμηλότερο από όσο ζητούσε. Στην ειδική Εξεταστική Επιτροπή, που συστάθηκε από τη βρετανική κυβέρνηση για την αγορά, ακούγονται και οι πρώτες κουβέντες περί επιστροφής των κλεμμένων στον τόπο τους. Ο λόρδος Μπάιρον μάλιστα γράψει και το ποίημα: «Η κατάρα της Αθηνάς» αναφερόμενος στο ναυάγιο έξω από τα Κύθηρα, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ακόμα και τα κύματα αρνήθηκαν να γίνουν συνένοχοι της ιεροσυλίας του».
Εκτοτε, οι φωνές διαμαρτυρίας για την ιερόσυλη ληστεία, αλλά και την εκ των υστέρων νομιμοποίησή της από το αγγλικό κράτος δεν σταματούν ποτέ. Μεμονωμένα πρόσωπα, άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών σε Ελλάδα και εξωτερικό, φορείς, κυβερνήσεις και κόμματα από τις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα ζητούν την αποκατάσταση της αδικίας, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Εναντι αυτών, οι δικαιολογίες και οι υπεκφυγές που χρησιμοποιεί κατά καιρούς το βρετανικό κράτος είναι περισσότερες των κλοπιμαίων. Αρχικά επικαλείται ότι η χώρα είναι υπό τουρκικό ζυγό, εν συνεχεία ότι δεν είναι ασφαλής περιοχή, ότι υπάρχει πολιτική αστάθεια, εμφύλιος πόλεμος, δικτατορία, μόλυνση της ατμόσφαιρας, δεν υπάρχει αξιοπρεπής χώρος να εκτεθούν και όταν αυτές καταρρίπτονται από την πραγματικότητα, τότε επιστρέφει στο λιτό και κυνικό «Οχι»…
Τα οργισμένα κείμενα του Κωνσταντίνου Καβάφη
Τον Μάρτιο του 1890 ο λόγιος Φρειδερίκος Χάρισον δημοσιεύει στο περιοδικό «19ος αιώνας» ένα άρθρο με τίτλο «Απόδοτε τα Ελγίνεια Μάρμαρα», στο οποίο ουσιαστικά ζητά από τη βρετανική κυβέρνηση να επιστρέψει τα κλαπέντα εκεί που ανήκουν. Στο άρθρο αυτό απαντά ο ίδιος ο εκδότης του περιοδικού με το κείμενο «Ο αστεϊσμός περί των Ελγινείων Μαρμάρων», στο οποίο ο Τζέιμς Νόουλς λέει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι γράφοντας αυτά ο Χάρισον αστειευόταν. Στο δημόσιο αυτό «διάλογο» παρεμβαίνει ο μεγάλος μας ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης με δύο οργισμένα κείμενά του που δημοσιεύονται αρχικά σε περιοδικό της Αλεξάνδρειας τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1891 και εν συνεχεία αναδημοσιεύονται στην αθηναϊκή εφημερίδα «Εθνική». Αξίζει να διαβάσουμε πώς «απαντά» στον Νόουλς ο οργισμένος ποιητής για το θέμα: «Δεν φαίνεται να δίδη πολλήν σπουδαιότητα εις τα δικαιώματα άτινα έχει των μαρμάρων “ο αναμεμιγμένος μικρός πληθυσμός όστις σήμερον κατοικεί επί των ερειπίων της Αρχαίας Ελλάδος” και υποθέτω ευρίσκει τα δικαιώματα του λόρδου Ελγιν και εαυτού μεγαλείτερα. Παρατηρεί ότι, αν ηκολουθείτο η συμβουλή του κ. Χάρισσον και απεδίδοντο αι περί ου ο λόγος αρχαιότητες εις την Ελλάδα, τις οίδεν εάν καμμία εκ των ολιγοβιών κυβερνήσεών της δεν θα τας επώλει αντί εκατομμυρίου λ.στ. εις την Γερμανίαν, ή αντί δύο εις την Αμερικήν ή χειρότερα, εάν δεν θα τας επώλει λιανικώς, εις ένα έκαστον ολίγας. Ταύτα είναι ύβρις αδικαιολόγητος και εμφαίνουσα πολλήν ελαφρότητα εις την οποίαν η αρμόζουσα απάντησις θα ήτο – Είμεθα Κύριοι να διαθέσωμεν ως θέλομεν τα ημέτερα. Αλλ’ ας διαφωτισθή η άγνοια του ανδρός και ας μάθη ότι μέχρι τούδε αι ελληνικαί κυβερνήσεις, ολιγόβιοι ή μακρόβιοι, επεδείξαντο πολλήν ευλάβειαν και φροντίδα προς τα αρχαία μνημεία, ότι διάφορα μουσεία συνεστάθηκαν εν Ελλάδι, ων η διοίκησις είναι αξιόλογος και ότι εν Αθήναις τα Ελγίνεια μάρμαρα θα τυχώσει της αυτής πίστης διαφυλάξεως και περιποιήσεως οίας και εν Αγγλία. Είναι δε νόστιμος ο κ. Νώουλς όταν μας αφίνει να ίδωμεν και την χρημαιτικήν άποψιν της υποθέσεως. Εις εν μέρος του άρθρου του λέγει, ότι η σημερινή αξία των μαρμάρων υπολογίζεται εις εκατομμύρια, και εις άλλο πάλιν μέρος ομολογεί, ότι διά να τα αποκτήση ο λόρδος Ελγιν εξώδευσε 14.000 λ. Τι καλή δουλειά!».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]