Σύμφωνα με τα πρώτα δεδομένα, η τραγωδία στη Δυτική Αττική οφείλεται στο τρίπτυχο: α) ακραία βροχόπτωση, β) μεγάλη κλίση της υδρολογικής λεκάνης, γ) «αδύναμα» τεχνικά έργα που δεν κατάφεραν να συγκρατήσουν την ορμή του νερού.
Εντεκα μέρες μετά, ακόμα αναζητούνται τα φυσικά αίτια του μεγέθους της καταστροφής, με τον καθηγητή Γεωλογίας και Διαχείρισης καταστροφών, Ευθύμιο Λέκκα, να αναφέρει στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής ότι τέτοιου είδους καταστροφές συναντώνται κάθε 50 χρόνια και πώς εξαρχής δεν αξιολογήθηκε σωστά ο κίνδυνος που ενέχει η περιοχή και τα τεκμήρια ασφάλειας αποδείχθηκαν μηδαμινά. Μάλιστα, σημειώνει ότι άλλες 280 περιοχές κινδυνεύουν να αντιμετωπίσουν παρόμοια φαινόμενα.
Η έκδοση επιστημονικής έκθεσης του μεταπτυχιακού προγράμματος «Στρατηγικές Διαχείρισης Περιβάλλοντος Καταστροφών και Κρίσεων», με εκδότες τους Ευθύμιο Λέκκα, Νικόλαο Βούλγαρη και Στυλιανό Λόζιο, αποτυπώνει τη διαδρομή της καταστροφής και τις πρώτες συνέπειές της στη Μάνδρα και τη Νέα Πέραμο. Αυτοκίνητα που εντός ολίγων δευτερολέπτων τα καταπίνουν οι λάσπες και στενά ρέματα που το πλάτος τους υπερπολλαπλασιάστηκε λόγω της υπερχείλισης αποδεικνύουν την ορμητικότητα του πλημμυρικού φαινομένου και επεξηγούν τις εικόνες με τα συντρίμμια που άφησε πίσω του.
Στις φωτογραφίες που παρουσιάζει ο Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής αποτυπώνεται η διαδρομή του νερού που ακολούθησε τα δύο ρέματα, Σούρες και Αγ. Αικατερίνης, αλλά και το πώς η πλημμυρική απορροή εξαπλώνεται σε ένα τεράστιο πλάτος ζώνης καταπνίγοντας τον οικισμό. Μάλιστα, όπως σημειώνουν οι ερευνητές, η καταστροφικότητα του φυσικού φαινομένου παρατηρείται πολλές φορές μετά από μικρούς σεισμούς. Τα αίτια αυτής της τάξης καταστροφής βρίσκονται σε τρεις παραμέτρους: η ακραία βροχόπτωση, η μεγάλη κλίση της υδρολογικής λεκάνης, που δημιούργησε μεγάλη ενέργεια στη ροή του νερού, αλλά και τα «αδύναμα» τεχνικά έργα, που δεν κατάφεραν να συγκρατήσουν την ορμή του νερού.
«Η διάχυση που βλέπουμε στις εικόνες έχει να κάνει με τη γεωλογία της περιοχής», σημειώνει ο κ. Διακάκης και συνεχίζει: «Πέραν της ανθρώπινης παρέμβασης, τα ρέματα είναι “φτιαγμένα” από τη φύση τους για να διαχέονται με αυτόν τον τρόπο». Βέβαια, πέραν αυτού, ο ρυμοτομικός ιστός της περιοχής είναι φτιαγμένος με τέτοιον τρόπο ώστε να «μπλοκάρει» την αποστράγγιση και να μην επιτρέπει την ομαλή ροή του ρεύματος προς τη θάλασσα, ενώ τα τεχνικά έργα δεν κατάφεραν να διακόψουν την ορμητική απορροή της πλημμύρας.
Οπως σημειώνεται στην έκθεση «η καταιγίδα που προκάλεσε την ξαφνική πλημμύρα που έπληξε τη Δυτική Αττική χαρακτηρίστηκε από σύντομη διάρκεια και έντονα τοπικά επιλεκτική ένταση κατακρημνισμάτων. «Σίγουρα πρόκειται για ένα ακραίο φαινόμενο από πλευράς μετεωρολογίας, όμως δεν είναι κάτι που δεν έχουμε ξανασυναντήσει», αναφέρει ο κ. Διακάκης και υπογραμμίζει: «Η περιοχή της Μάνδρας πλημμυρίζει ανά 7 με 10 χρόνια από το ’60 και μετά».
Ο αριθμός των νεκρών, βέβαια, είναι αξιοσημείωτος σε σχέση με προηγούμενα παρόμοια γεγονότα. Αυτό, άλλωστε, αναζητούν και οι ερευνητές που βρέθηκαν στην περιοχή και συνεχίζουν τις μετρήσεις, ώστε να εξαχθούν τα πρώτα συμπεράσματα των φυσικών χαρακτηριστικών της πλημμύρας. Γιατί χάθηκαν τόσοι άνθρωποι και ποια ήταν η διαφορά σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, ώστε η φετινή βροχόπτωση να φέρει τέτοια καταστροφικότητα στην περιοχή.
Εβρεξε το 40% της ετήσιας βροχόπτωσης μέσα σε 7 ώρες!
Από τις 12.30 το βράδυ μέχρι και τις 7.30 το πρωί της 15ης Νοεμβρίου η περιοχή ανάντη της Μάνδρας δέχθηκε 150 mm βροχόπτωσης. Δηλαδή μέσα σε 7 ώρες δέχτηκε μια ποσότητα που αντιστοιχεί περίπου στο 40% της ετήσιας βροχόπτωσης της περιοχής. Η φωτογραφία που δείχνει ένα αυτοκίνητο εντός 12 δευτερολέπτων να βυθίζεται από το λασπωμένο νερό είναι ενδεικτική. «Πρόκειται για το φαινόμενο flash flood, δηλαδή ξαφνική καταιγίδα», εξηγεί ο κ. Διακάκης. Αλλωστε, όπως αναφέρεται και στην έκθεση, τόσο η σύντομη διάρκεια όσο και η ένταση κατακρημνισμάτων αποτελούν τυπικά χαρακτηριστικά των καταιγίδων που προκαλούν ξαφνικές πλημμύρες στη Μεσόγειο.
ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΛΕΚΚΑΣ: Αυτές οι καταστροφές συμβαίνουν κάθε 50 χρόνια
«Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι όλος ο πολεοδομικός ιστός αναπτύχθηκε πάνω σε μια περιοχή που δεν είχε τα τεκμήρια ασφάλειας που θα έπρεπε να έχει, με αποτέλεσμα να μην αξιολογηθεί σωστά ο κίνδυνος», δηλώνει στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής ο καθηγητής Γεωλογίας και Διαχείρισης καταστροφών, Ευθύμιος Λέκκας. Ο καθηγητής αναφέρει ότι τα αντιπλημμυρικά έργα μπορούν να περιορίσουν τους κινδύνους, δεν είναι σίγουρο όμως ότι μπορούν να τους αποτρέψουν.
«Τέτοιας έντασης καταστροφές έχουν μια περίοδο επαναφοράς των 50 χρόνων», σημειώνει ο κ. Λέκκας για τη Μάνδρα, ενώ υπογραμμίζει ότι περίπου 280 περιοχές στην Ελλάδα είναι πιθανόν να αντιμετωπίσουν παρόμοιας έκτασης καταστροφές.
Τα τελευταία πέντε χρόνια η ομάδα που έχει αναπτυχθεί γύρω από το μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Στρατηγικές Διαχείρισης Περιβάλλοντος Καταστροφών και Κρίσεων» του Πανεπιστημίου Αθηνών έχει αποκτήσει πολύ καλά αντανακλαστικά όσον αφορά στις φυσικές καταστροφές, ευρισκόμενη σε εγχώριο αλλά και σε διεθνές επίπεδο στην πρώτη γραμμή όπου έχει προκύψει κάποιο ακραίο καιρικό φαινόμενο. Υπάρχει όμως διασύνδεση των αρμόδιων φορέων με την ερευνητική δραστηριότητα που έχει κάνει άλματα στο εν λόγω πεδίο;
Σύμφωνα με τον κ. Λέκκα, η έρευνα και το Δημόσιο είναι σαν να βρίσκονται σε «παράλληλους κόσμους». Η γραφειοκρατία αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο, παρά το γεγονός ότι κάθε ερευνητική δραστηριότητα καταλήγει σε συμπεράσματα και προτάσεις. «Παρά την τεχνογνωσία που έχουμε αποκτήσει, η οποία διοχετεύεται στο μεταπτυχιακό, το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι καθυστερούν πολύ οι ενέργειες. Υπάρχει πάντα επικοινωνία με τους αρμόδιους φορείς, όμως πάντα συναντάμε εμπόδια. Βρίσκουμε κάτι σήμερα, όμως για να υλοποιηθεί περνάνε τουλάχιστον 2 χρόνια», αναφέρει ο κ. Λέκκας.
Οι συντελεστές της μελέτης
Επιστημονική συνεισφορά για την έκδοση «Πλημμύρες στη Δυτική Αττική (Μάνδρα, Νέα Πέραμος) 15 Νοεμβρίου 2017: Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος, Τομέας Δυναμικής, Τεκτονικής, Εφαρμοσμένης Γεωλογίας: Δρ Ευθύμιος Λέκκας, δρ Μιχάλης Διακάκης, Msc υπ. δρ Εμμανουήλ Ανδρεδάκης, Msc Κατερίνα-Ναυσικά Κατσετσιάδου, δρ Φοίβη Σπέη, Msc Αργύρης Γεωργακόπουλος.
Ειδικοί Συνεργάτες: Δρ Ευθύμιος Νικολόπουλος (University of Connecticut), MSc, υπ. δρ Γεώργιος Δεληγιαννάκης (Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών).