Η διαδικασία, που -υπό κανονικές συνθήκες- στόχο έχει την «εκκαθάριση» στους κόλπους του Δημοσίου από υπαλλήλους οι οποίοι συμμετείχαν σε φαινόμενα διαφθοράς ή κακοδιοίκησης, φαίνεται πως όχι μόνο δεν έχει φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, αλλά αντιθέτως καταδεικνύει την παθογένεια του όλου εγχειρήματος.
Αυτό προκύπτει, άλλωστε, από το γεγονός ότι οι διαγραφές υπαλλήλων λόγω ποινικής καταδίκης, πειθαρχικής διαδικασίας και ανάκλησης διορισμού, σύμφωνα με τα στοιχεία του Μητρώου Ανθρωπίνου Δυναμικού Ελληνικού Δημοσίου, επέστρεψαν στα επίπεδα του 2013. Οπως όλα δείχνουν, η προσπάθεια που πραγματοποιήθηκε το 2014, με αποτέλεσμα οι αποχωρήσεις να αφορούν σε 695 επίορκους, έπεσε τελικά στο κενό. Σταδιακά, την πρώτη διετία διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ο αριθμός πήρε την «κατιούσα» πέφτοντας το 2015 στους 342 και το 2016 στους 263, λίγο περισσότερους από τους 218 δημοσίους υπαλλήλους που είχαν διαγραφεί το 2013.
Ποιος είναι, όμως, ο λόγος διαγραφής των επίμαχων δημοσίων υπαλλήλων; Οπως προκύπτει από τα στοιχεία, μόνο για την τελευταία διετία εμφανίζεται πως οι περισσότεροι απολύθηκαν για πειθαρχικούς λόγους, αφενός λόγω ανάκλησης διορισμού και κατά δεύτερον λόγω επιβολής της ποινής οριστικής παύσης, ενώ τρίτη αιτία είναι η αυτοδίκαιη έκπτωση εξαιτίας κάποιας καταδίκης από την ελληνική Ποινική Δικαιοσύνη.
Από τους 695 που έφυγαν το 2014, ο αριθμός πήρε την «κατιούσα» πέφτοντας στους 342 το 2015 και στους 263 το 2016
Κι αυτό είναι η κορυφή του παγόβουνου, αν αναλογιστεί κανείς ότι η πλειοψηφία, 44 στον αριθμό, των συνολικά 51 ενστάσεων που υπέβαλε ο γενικός επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης κατά αποφάσεων μόνο το έτος 2016 αφορούσαν σε «επιεικές ποινές». Αντίστοιχα, μόλις τέσσερις ενστάσεις αφορούσαν σε ανεπαρκή ή εσφαλμένη αιτιολογία στην απόφαση, δύο σε μη ορθή εκτίμηση αποδείξεων και μία σε αναρμόδιο όργανο. Να σημειωθεί ότι το ίδιο έτος κοινοποιήθηκαν στον επιθεωρητή συνολικά 1.821 πειθαρχικές αποφάσεις των δύο βαθμίδων και συγκεκριμένα 1.685 από τα Α’βάθμια Πειθαρχικά και 136 από τα Β’βάθμια.
Κατατοπιστική για το τι πραγματικά συμβαίνει ως προς την «κάθαρση» στο δημόσιο τομέα είναι η ετήσια έκθεση για το 2016 της Γενικής Γραμματείας Καταπολέμησης της Διαφθοράς, η οποία μεταξύ άλλων αναφέρει ότι «η πειθαρχική διαδικασία στο δημόσιο τομέα, παρά τις νομοθετικές ρυθμίσεις των τελευταίων ετών, εξακολουθεί να χρήζει στοχευμένων παρεμβάσεων». Μάλιστα, η παραδοχή του προβλήματος εξειδικεύεται, καθώς καταγράφεται πως θα πρέπει να θεσπιστούν διατάξεις και να εφαρμοστούν διαδικασίες «οι οποίες θα έχουν ως στόχο να καταστεί ταχύτερη και πιο δεσμευτική η πειθαρχική διαδικασία και η άρση των ποικίλων δυσλειτουργιών».
Τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην έρευνα για τη λειτουργία των πειθαρχικών συμβουλίων για τη διετία 2015 – 2016 είναι αποκαλυπτικά σχετικά με τη διαχείριση των εκκρεμών υποθέσεων. Μέσα σε ένα χρόνο μόνο στα δευτεροβάθμια συμβούλια οι περιπτώσεις που έχουν «κολλήσει» και αναμένεται κάποια στιγμή στο μέλλον να συζητηθούν αυξήθηκαν κατά 316%, από 249 το 2015 στις 1.035 την επόμενη χρονιά. Αντίστοιχη είναι και η μείωση στον αριθμό των αποφάσεων που εκδόθηκαν, ο οποίος από 413 το 2015 κατρακύλησε στις 231 ύστερα από ένα έτος.
Η παραδοχή γίνεται και από την ίδια την έκθεση, όπου επισημαίνεται: «Διαπιστώνεται μια σημαντική επιβράδυνση της λειτουργίας των ανωτέρω συμβουλίων δεδομένου ότι η εκδίκαση των εκκρεμών υποθέσεων και η έκδοση συναφών αποφάσεων παρατηρείται μειωμένη για το ίδιο χρονικό διάστημα, ήτοι ο λόγος «αποφάσεις – εκκρεμείς υποθέσεις» προκύπτει μειωμένος κατά ποσοστό περίπου 87%».
Αναφορικά δε με τα πειθαρχικά συμβούλια πρώτου βαθμού, προκύπτει και πάλι αύξηση στον αριθμό των εκκρεμών υποθέσεων κατά 1.131, από 2.185 το 2015 σε 3.316 το 2016. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα στοιχεία, τα πρωτοβάθμια συμβούλια φαίνεται πως κατόρθωσαν μέσα στην ίδια διετία να αυξήσουν τις εκδοθείσες αποφάσεις. «Μολονότι στις 31.12.2016 ο αριθμός των εκκρεμών πειθαρχικών υποθέσεων ενώπιον των πρωτοβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων έχει αυξηθεί (+ 51,76%) σε σχέση με τον αντίστοιχο του έτους 2015, διαπιστώνεται σημαντική επιτάχυνση της λειτουργίας των ανωτέρω συμβουλίων, δεδομένου ότι έχει βελτιωθεί σημαντικά για το ίδιο χρονικό διάστημα η εκδίκαση των εκκρεμών υποθέσεων και η έκδοση των αντίστοιχων αποφάσεων, ήτοι επί του λόγου “αποφάσεις – εκκρεμείς υποθέσεις” παρατηρήθηκε αύξηση της τάξεως του 81% περίπου», σημειώνεται μεταξύ άλλων.
ΑΝΤΩΝΙΑ ΞΥΝΟΥ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής