Πάντως μέχρι αργά το βράδυ παρατηρούνταν ένας εκλογικός βηματισμός «χελώνας» στις κρίσιμες Πολιτείες της Πενσιλβάνια-Τζόρτζια, Νεβάδα, Βόρεια Καρολίνα και Αλάσκα, αν και στην τελευταία Πολιτεία η νίκη των Ρεπουμπλικάνων διαχρονικά ήταν και είναι δεδομένη.
Πρώτο. Είναι πραγματικά έκπληξη το ότι οι τελευταίες εκλογές χαρακτηρίζονται από πολύ μεγάλη και ιστορική συμμετοχή και παρουσία στις κάλπες. Παρά το σχεδόν 50,5% που σε πανομοσπονδιακό επίπεδο έχει λάβει ο Μπάιντεν, και σε διαφορά 3,6 εκατ. ψήφων από τον Τραμπ, δεν έχει κατοχυρωθεί απόλυτα η επικράτησή του. Εχει ψηφιστεί από 72 και πλέον εκατ. ανθρώπους. Ούτε ο Ομπάμα ούτε ο Κλίντον προσέγγισαν τέτοιους αριθμούς.
Δεύτερο. Παρά την επικράτηση του Μπάιντεν σε αρκετές Πολιτείες, στη Γερουσία οι Δημοκρατικοί δεν ανέτρεψαν το σε βάρος τους 53-47 σε αριθμό γερουσιαστών. Οπως εμφανίζονται τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα οι Δημοκρατικοί κερδίζουν μόνο μία έδρα παραπάνω και λογικά βαίνουμε στο 52-48. Η μη επικράτηση των Δημοκρατικών στη Γερουσία θα προκαλεί εντάσεις και προβλήματα σε πολλές προεδρικές και κυβερνητικές επιλογές του Μπάιντεν (ειδικά από τον τωρινό πρόεδρο του Σώματος, παλαίμαχο γερουσιαστή της Πολιτείας του Κεντάκι, Μιτς ΜακΚόνελ).
Τρίτο. Ο Τραμπ στη Φλόριντα αυτή τη φορά «διείσδυσε» συγκριτικά με το 2016 πιο πολύ στους ισπανόφωνους ψηφοφόρους, κάτι που δεν αναμενόταν. Από την άλλη πλευρά, ο Μπάιντεν κατάφερε και κέρδισε ψήφους σε συντηρητικές κομητείες των Πολιτειών Ουισκόνσιν και Μίσιγκαν. Δεν κατάφερε όμως να κερδίσει πολύ κόσμο στη λεγόμενη «σκουριασμένη ζώνη» (δηλαδή στη Rust Belt) π.χ. στο Οχάιο (δηλαδή σε περιοχές που υπήρξε αποβιομηχανοποίηση επί χρόνια). Χαρακτηριστικά στο Οχάιο ο Τραμπ νίκησε και πήρε και τους 18 εκλέκτορες. Σημειώνω επίσης ότι συγκριτικά με το 2016 ο Τραμπ έλαβε σχεδόν 5 εκατ. παραπάνω ψήφους.
Τηλεφώνημα Σολτς - Πούτιν για την Ουκρανία: Τι είπαν καγκελαρία και Κρεμλίνο
Τέταρτο. Η κρίσιμη Πολιτεία της Νεβάδα (με 6 εκλέκτορες) είναι η μόνη από τις δυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ που δεν κέρδισε άνετα ο Μπάιντεν, κάτι που συνέβη στην Καλιφόρνια, στο Ορεγκον (Σάλεμ) και στην Ουάσιγκτον (Σιάτλ). Αλλωστε οι συγκεκριμένες Πολιτείες κατά βάση ψηφίζουν το Δημοκρατικό Κόμμα. Η Καλιφόρνια ψήφισε Ρεπουμπλικάνους επί προεδρίας του αείμνηστου Ρόναλντ Ρίγκαν. Αντίθετα, ο Μπάιντεν με επιτυχημένη καμπάνια επικράτησε στην Αριζόνα, που επί 28 χρόνια ήταν ένα από τα προπύργιο των Ρεπουμπλικάνων, αφού από εκεί προερχόταν ο αείμνηστος γερουσιαστής και υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ το 2008 Τζον ΜακΚέιν.
Πέμπτο. Σε αστικές περιοχές επικράτησαν οι Δημοκρατικοί και ο Μπάιντεν, ενώ στις ημιαστικές και αγροτικές σε μεγάλο βαθμό ο Τραμπ. Δυστυχώς οι ΗΠΑ είναι διαιρεμένες σε πολλά θέματα. Ολα αυτά τα χρόνια σε πολλές Πολιτείες έχουν γίνει δημοψηφίσματα για επιμέρους σοβαρά θέματα (π.χ. για περιορισμένη χρήση μαριχουάνας, για την περίπτωση των εκτρώσεων, για την ανεξάρτητη και εκλεκτική παρουσία της UBER κ.ά.). Από πολλούς αναλυτές αυτές οι ειδικές περιπτώσεις και τα αποτελέσματα των δημοψηφισμάτων δεν έχουν αξιολογηθεί, και ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους πολλοί ξαφνιάστηκαν με αυτά που έβγαλαν οι κάλπες.
Εκτο. Σε αυτές τις εκλογές δεν συζήτησαν ζητήματα εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Κυριάρχησε ο αντι-τραμπισμός, τα οικονομικά-απολαβές της τετραετίας και σε ένα βαθμό η Covid-19. Δεν εξετάστηκαν μείζονα ζητήματα διμερών σχέσεων με τη Ρωσία, την Κίνα, το Ιράν, τη Βόρεια Κορέα, ο ισλαμικός εξτρεμισμός, οι ανερχόμενες δυνάμεις του πλανήτη, τα πυρηνικά οπλοστάσια κ.λπ.
Εβδομο. Τέλος, η προσφυγή Τραμπ στην αμερικανική Δικαιοσύνη είναι πάρα πολύ δύσκολη περίπτωση και με πολύ αβέβαιο αποτέλεσμα. Μπορεί ο Τραμπ να «οχύρωσε» με Ρεπουμπλικανούς δικαστές το Ανώτατο Δικαστήριο, σε συνδυασμό και με μερικούς δικαστές από την εποχή του πατέρα και υιού Μπους (Σάμουιελ Αλτο, Τζον Ρόμπερτς, Κλάρενς Τόμας) και με τη νεο-διορισθείσα Εμι Κόρεϊ-Μπάρετ να υπερτερούν δικαστών που διόρισαν οι Δημοκρατικοί (Σόνια Σοτομαγιόρ, Ελεν Κάγκαν, Μπρετ Κάβανο), αλλά οι υποθέσεις όταν φθάνουν εκεί αντιμετωπίζουν χίλια μύρια προβλήματα, ενώ πάντα πιέζει και ο χρόνος των δικαστικών αποφάσεων μέχρι την ορκωμοσία του νέου προέδρου στις 20 Ιανουαρίου.
*Ο Δρ Αθανάσιος Ε. Δρούγος είναι Διεθνολόγος-Γεωστρατηγικός Αναλυτής
Από την έντυπη έκδοση