Οπως αναφέρει σε ανακοίνωσή της, θα υποβάλει νέα πρόταση για το ΠΔΠ της παραπάνω περιόδου, ώστε να εγγυηθεί τη συνοχή και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών. Αλλωστε, η αρχική πρόταση δεν είχε εγκριθεί εξαιτίας των διαφωνιών στη διαπραγμάτευση.
Η απόφαση της Κομισιόν συνδέεται με την εντολή που έλαβε την περασμένη Πέμπτη από τους Ευρωπαίους ηγέτες να προετοιμάσει ένα σχέδιο ανάκαμψης για την επόμενη μέρα.
Στα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής οι 27 ηγέτες τονίζουν ότι θα πρέπει να προετοιμαστεί η στρατηγική για την επιστροφή σε μια ομαλή λειτουργία των οικονομιών και σε βιώσιμη ανάπτυξη και αυτό απαιτεί ολοκληρωμένο σχέδιο αποκατάστασης και επενδύσεις που δεν θα έχουν προηγούμενο. Στο πλαίσιο αυτό κάλεσαν τους προέδρους της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, σε συνεννόηση με τα άλλα θεσμικά όργανα, ιδίως την ΕΚΤ, να αρχίσουν να επεξεργάζονται έναν χάρτη πορείας, συνοδευόμενο από σχέδιο δράσης.
Η Κομισιόν έκρινε σκόπιμο πριν ξεκινήσει την προετοιμασία του σχεδίου δράσης να προχωρήσει σε αναπροσαρμογή του ΠΔΠ στα νέα δεδομένα, ωστόσο προς το παρόν οι Βρυξέλλες αποφεύγουν να αναφέρουν περισσότερα. Για παράδειγμα, η Κομισιόν δεν ξεκαθαρίζει εάν στην νέα πρόταση θα εισηγείται την αύξηση των πόρων του προϋπολογισμού ή απλώς θα κάνει μια αναδιανομή τους, ώστε να αυξηθούν οι δαπάνες του τομέα της συνοχής.
Υπενθυμίζεται ότι η πρόταση της Επιτροπής για το ΠΔΠ της παραπάνω περιόδου, που τώρα θα τροποποιηθεί, δεν είχε εγκριθεί εξαιτίας των αντιρρήσεων των πλούσιων χωρών- μελών του κοινοτικού Βορρά (Γερμανία, Ολλανδία, Φινλανδία, Αυστρία), που ζητούσαν μείωση του προτεινόμενου ποσού, που ανέρχεται σε 1,134 τρισ. ευρώ (σε σταθερές τιμές 2018).
Με βάση την εν λόγω πρόταση, μόνο από τις δύο κοινές πολιτικές, δηλαδή τη γεωργική και της συνοχής, στη χώρα μας αναλογούν 35,5 δισ. ευρώ για την περίοδο 2021-2027 (σε τιμές 2018), εκ των οποίων περίπου 19,229 δισ. ευρώ αφορούν τη συνοχή και 16,239 δισ. ευρώ τη γεωργία (προγράμματα ανάπτυξης υπαίθρου, εισοδηματικές ενισχύσεις στους παραγωγούς). Οι άλλες δύο προτεραιότητες είναι οι κοινοτικές χρηματοδοτήσεις για τους πρόσφυγες, όπου η Ελλάδα διεκδικεί ένα μεγάλο πόσο, όπως επίσης και για τις λεγόμενες περιφέρειες μετάβασης της πράσινης συμφωνίας, δηλαδή τη Δυτική Μακεδονία και τη Μεγαλόπολη. Οι εν λόγω περιφέρειες θα λάβουν μαζικές κοινοτικές χρηματοδοτήσεις λόγω της απολιγνιτοποίησης. Συνολικά, η Ελλάδα διεκδικεί πάνω από 37 δισ. ευρώ για την επταετία 2021-2027.
Εν τω μεταξύ, συνεχίζονται οι αντιδράσεις για την αδυναμία των ηγετών να καταλήξουν σε μια συμφωνία προς την κατεύθυνση της από κοινού αντιμετώπισης των επιπτώσεων του κορονοϊού στην οικονομία.
Υπενθυμίζεται ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες, μετά από μια θυελλώδη συνεδρίαση, στην οποία κυριάρχησαν οι επικρίσεις των τριών μεγάλων χωρών του Νότου (Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία) προς τη Γερμανία και την Ολλανδία για έλλειψη αλληλεγγύης, ζήτησαν από το Εurogroup να φέρει μέσα σε δύο βδομάδες συγκεκριμένες προτάσεις για την απάντηση της Ε.Ε. στην κρίση του κορονοϊού και στις επιπτώσεις στην οικονομία.
Ιδιαίτερα σημαντική θεωρείται η πολιτική παρέμβαση του 94χρονου Ζακ Ντελόρ, επί μια δεκαετία (1985-1995) προέδρου της Κομισιόν, ο οποίος, εγκαταλείποντας μια σιωπή ετών, προειδοποίησε ευθέως τους σημερινούς ηγέτες ότι η έλλειψη αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών κάνει την Ε.Ε. να διατρέχει έναν θανάσιμο κίνδυνο.
Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στη συνέχεια είναι ότι τόσο η Γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ όσο και ο Ολλανδός πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε βρίσκονται υπό πίεση για εξεύρεση συμφωνίας ακόμη και μέσα στις ίδιες τις χώρες τους.
Στην Ολλανδία, ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας Κλάας Κνοτ βγήκε δημόσια και ζήτησε από τον πρωθυπουργό Μαρκ Ρούτε, με έμμεσο αλλά σαφέστατο τρόπο, να αλλάξει στάση. «Οταν το σπίτι καίγεται, όλες οι προσπάθειες επικεντρώνονται στην κατάσβεση της φωτιάς», δήλωσε ο κ. Κνοτ, στέλνοντας με τον τρόπο αυτό το μήνυμα στην κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό ότι δεν είναι ώρα για διαφωνίες με τους Ευρωπαίους. Πρόκειται για μια ασυνήθιστη κίνηση του κεντρικού τραπεζίτη, η οποία είναι βέβαιο πως έχει ιδιαίτερη πολιτική βαρύτητα.
Αιχμηρός προς την κυβέρνηση Μέρκελ και προφανώς στο κόμμα του, που συμμετέχει σε αυτήν, ήταν και ο πρώην επικεφαλής του SPD και υπουργός Εξωτερικών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ για μη παροχή βοήθειας από το Βερολίνο στην Ιταλία και την Ισπανία. Ο κ. Γκάμπριελ μίλησε για πλήρη αποτυχία της Ε.Ε. να αντιμετωπίσει τη μεγαλύτερη κρίση από την ίδρυσή της, ενώ για τη στάση της κυβέρνησης της χώρας του διερωτήθηκε εάν θα ήταν τόσο τρομερό αντί για 156 δισ. ευρώ νέου δημόσιου χρέους να έχει εγγράψει στον γερμανικό προϋπολογισμό 166 δισ. ευρώ και στη συνέχεια να έχει δώσει τα 10 δισεκατομμύρια στους Ιταλούς και τους Ισπανούς ως πρώτη βοήθεια. «Οι χώρες αυτές πιθανόν θα μας ευγνωμονούσαν για 100 χρόνια εάν το είχαμε κάνει, τώρα θα θυμούνται ότι δεν τους βοήθησαν οι εταίροι και γείτονες αλλά οι Κινέζοι», τόνισε.
Υπενθυμίζεται ότι το Βερολίνο και η Χάγη, μεταξύ άλλων, απέρριψαν και την πρόταση των 9 Ευρωπαίων ηγετών για την κοινή έκδοση ενός ευρωομολόγου για τη χρηματοδότηση της ανάκαμψης της οικονομίας.
Από την πλευρά του, ο Ιταλός πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντε έχει καταστήσει σαφές ότι δεν είναι αρκετή για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος που προκαλείται από τον κορονοϊό η δέσμευση των 400 δισ. ευρώ του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, ώστε να χρησιμοποιηθούν εάν κριθεί αναγκαίο από τις χώρες της ευρωζώνης. Η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία θεωρούν ότι η κοινή απάντηση των χωρών της ευρωζώνης στην κρίση πρέπει να είναι πολύ πιο ισχυρή από αυτήν που προτείνουν η Γερμανία και η Ολλανδία, δηλαδή την αξιοποίηση των πόρων του ESM.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου