Παράλληλα, ανάλογα με το μέγεθος της ανόδου των ακραίων θα υπάρξουν επιπτώσεις και στην κοινοτική ατζέντα σε μια περίοδο που βρίσκονται σε εκκρεμότητα σημαντικά ζητήματα.
Σύμφωνα με τις τελευταίες συγκεντρωτικές δημοσκοπήσεις, οι δύο μεγάλες πολιτικές «οικογένειες» στην Ευρωβουλή, η Κεντροδεξιά (Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα) και κυρίως οι Σοσιαλιστές θα δουν τις δυνάμεις τους να περιορίζονται σημαντικά σε σχέση με τις ευρωεκλογές του 2014. Στην Κεντροδεξιά (ΕΛΚ) η ψαλίδα της τελευταίας δημοσκόπησης κινείται μεταξύ 160 και 180 εδρών έναντι 221 εδρών το 2014. Στους Σοσιαλιστές δίνουν 135 με 157 έδρες έναντι 191 τις προηγούμενες εκλογές.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι οι δύο μεγαλύτερες πολιτικές ομάδες, που θεωρούνται και οι πιο φιλοευρωπαϊκές, είχαν μέχρι τώρα μαζί μια άνετη πλειοψηφία 412 εδρών επί συνόλου 751. Οι δημοσκοπήσεις, οι οποίες θα πρέπει φυσικά να επιβεβαιωθούν και στην πράξη, δείχνουν ότι στη νέα Ευρωβουλή τα δύο κόμματα δεν θα έχουν πλειοψηφία. Αυτό θα δημιουργήσει πολλαπλές δυσκολίες στην καθημερινή διαχείριση του σημαντικού αυτού θεσμικού οργάνου, το οποίο συμμετέχει ενεργά στη λήψη σχεδόν όλων των κοινοτικών αποφάσεων.
Από την άλλη, οι ίδιες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι ακραίοι ευρωβουλευτές μπορεί να φτάσουν στο 25% του συνόλου της νέας Ευρωβουλής, δηλαδή κοντά στις 180 έδρες. Φυσικά, θεωρείται απίθανο εξαιτίας των ιδεολογικών διαφορών που έχουν μεταξύ τους πως θα μπορέσουν να «στεγαστούν» στην ίδια πολιτική ομάδα.
Ωστόσο, έχουν ήδη συνασπιστεί μεταξύ τους ακραίοι από 11 χώρες υπό την ηγεσία του Ιταλού αντιπροέδρου της κυβέρνησης, Ματέο Σαλβίνι, και οι δημοσκοπήσεις δίνουν στην εν λόγω ομάδα μέχρι 80 έδρες, που σημαίνει ότι από… περιθωριακοί στη σημερινή Ευρωβουλή θα γίνουν η τέταρτη μεγαλύτερη οργανωμένη πολιτική δύναμη στην επόμενη Ευρωβουλή.
Η σημαντική άνοδος των αντιευρωπαϊκών κομμάτων οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην «κληρονομιά» που άφησαν πίσω τους οι δύο μεγάλες κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας, η χρηματοπιστωτική και το προσφυγικό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η Ε.Ε. σε σχέση με το παρελθόν δεν διαθέτει σήμερα ηγέτες ευρωπαϊκού βεληνεκούς με εξαίρεση την Ανγκελα Μέρκελ, η οποία ωστόσο βρίσκεται στη… δύση της καριέρας της.
Η χρηματοπιστωτική κρίση άλλαξε τις προτεραιότητες της Ευρώπης, η οποία για να σώσει τις τράπεζες παραμέλησε άλλες πολιτικές, κυρίως στον κοινωνικό τομέα και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να αυξηθεί η δυσαρέσκεια των πολιτών εις βάρος της Ε.Ε.
Από την άλλη, η προσφυγική κρίση του 2015 με τους εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες και παράτυπους μετανάστες να φτάνουν μέσω του διαδρόμου των Δυτικών Βαλκανίων στον Βορρά της Ενωσης, προκάλεσε σοκ στην κοινή γνώμη και αυτό το εκμεταλλεύθηκαν δεόντως οι λαϊκιστές.
Η εντυπωσιακή άνοδος του Σαλβίνι στην Ιταλία και των ακροδεξιών στη Γερμανία, στην Αυστρία, στην Ολλανδία οφείλεται στο προσφυγικό. Ειδικά στη Γερμανία, στην Ολλανδία και την Αυστρία, τις πλουσιότερες χώρες της ευρωζώνης, η άνοδος των ακροδεξιών οφείλεται αποκλειστικά στο προσφυγικό.
Σε περίπτωση που οι κάλπες επιβεβαιώσουν το παραπάνω τοπίο, τότε σίγουρα θα υπάρξουν σημαντικές όσο και απρόβλεπτες ως προς το εύρος εξελίξεις σε όλα τα επίπεδα στην Ευρώπη. Θα επηρεαστούν πολλά πράγματα από το αποτέλεσμα.
Δεν είναι τυχαίο ότι με πρωτοβουλία του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, οι 27 Ευρωπαίοι ηγέτες θα συναντηθούν στις 28 Μαΐου, δηλαδή δύο μέρες μετά τις ευρωεκλογές, προκειμένου να εξετάσουν το νέο πολιτικό τοπίο, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το 2019 ολοκληρώνεται η θητεία των προέδρων κορυφαίων θεσμικών οργάνων.
Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών θα ληφθεί υπόψη στις συζητήσεις των ηγετών για την επιλογή των νέων προέδρων της Κομισιόν (διάδοχος Γιούνκερ) και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (διάδοχος Τουσκ).
Επίσης, την πρώτη εβδομάδα του Ιουλίου η Ευρωβουλή θα πρέπει να εκλέξει τον νέο πρόεδρο και τους αντιπροέδρους, ενώ μέσα στον Ιούλιο οι ευρωβουλευτές πρέπει να εγκρίνουν ή να απορρίψουν τον νέο πρόεδρο της Κομισιόν που θα προτείνουν οι Ευρωπαίοι ηγέτες. Οι συζητήσεις θα είναι εξαιρετικά δύσκολες και οι αναζητήσεις πλειοψηφιών κάθε άλλο παρά εύκολες.
Η Γερμανία
Οι αυριανές εκλογές αναμένεται να αδυνατίσουν πολιτικά κυβερνήσεις μεγάλων χωρών (σχετικό ρεπορτάζ σελ. 38-39), κυρίως τη γερμανική, όπου οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πολύ μεγάλη φθορά στα κόμματα της εξουσίας δηλαδή τους Χριστιανοδημοκράτες-Χριστιανοκοινωνιστές και τους Σοσιαλδημοκράτες.
Εάν, μάλιστα, η ήττα είναι συντριπτική, τότε το ερώτημα που τίθεται είναι πώς θα μπορέσει να επιβιώσει η κυβέρνηση της Ανγκελα Μέρκελ. Το ενδεχόμενο να τραβήξουν την πρίζα οι Σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι κινούνται σε ιστορικά χαμηλά ποσοστά, είναι πολύ μεγάλο.
Με αποδυναμωμένη την κ. Μέρκελ η αντιμετώπιση των θεμάτων που εκ των πραγμάτων θα μπουν προς συζήτηση από την ανάλυση του αποτελέσματος των ευρωεκλογών, όπως για παράδειγμα το προσφυγικό και η κοινωνική Ευρώπη, θα είναι πολύ δύσκολη.
Ενα άλλο σημαντικό ζήτημα αναμένεται επίσης να επηρεαστεί από τις πολιτικές εξελίξεις. Πρόκειται για το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο, δηλαδή τον καθορισμό του κοινοτικού προϋπολογισμού της περιόδου 2021-2027. Τα χρήματα ξεπερνούν το 1,135 δισ. ευρώ και εδώ το ερώτημα που τίθεται είναι: Πώς μια αδύνατη πολιτικά Γερμανίδα καγκελάριος, υπό την πολιτική πίεση των ακραίων εντός της χώρας, θα μπορέσει να συναινέσει στα ποσά που προτείνει η Κομισιόν; Ποιο θα είναι το «ψαλίδι» στον προϋπολογισμό και ποια θα είναι η επίπτωση στις φτωχότερες χώρες; Τα ερωτήματα αυτά αφορούν και στην Ελλάδα, δεδομένου ότι η χώρα διεκδικεί περίπου 35 δισ. ευρώ, τα οποία θα περικοπούν εάν περιοριστεί το μέγεθος του νέου κοινοτικού πακέτου.
Από την έντυπη έκδοση