Η Φερένα Μπάλσεν, στον πατέρα της οποίας ανήκει η κατασκευάστρια των φημισμένων ομώνυμων μπισκότων, δήλωσε στην εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας Bild πως η εταιρεία «δεν έκανε τίποτα κακό» όταν είχαν οδηγηθεί να εργαστούν σε αυτή καταναγκαστικά 200 άνθρωποι.
Επρόκειτο κυρίως για γυναίκες από την Ουκρανία και την Πολωνία, χώρα που τελούσαν υπό τη στρατιωτική κατοχή των Ναζί. Οι Πολωνές φόραγαν μπλούζες με διακριτικό «P», οι σοβιετικές μπλούζες που έγραφαν «Ost». Οι συνθήκες υπό τις οποίες ζούσαν, σύμφωνα με ειδικούς, ήταν ουσιαστικά παρόμοιες με αυτές που επικρατούν σε φυλακή.
«Αυτό έγινε πολύ πριν από τη δική μου εποχή (…) και πληρώναμε τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες ακριβώς όσα και τους γερμανούς εργαζόμενους και τους μεταχειριζόμασταν καλά», είπε η 26χρονη Μπάλσεν, ένα από τα τέσσερα παιδιά του ιδιοκτήτη της εταιρείας Βέρνερ Μπάλσεν, πριν προσθέσει ότι δεν υπάρχει τίποτε που να μπορεί να της «προσάψει» οποιοσδήποτε για τις πρακτικές της καθώς ήταν διαδεδομένες επί τρίτου Ράιχ.
Οι δηλώσεις της προκάλεσε έντονες αντιδράσεις τόσο από πολιτικούς, όσο και από πολλούς χρήστες ιστότοπων κοινωνικής δικτύωσης. Ορισμένοι από τους τελευταίους κάλεσαν σε μποϊκοτάζ στα μπισκότα Bahlsen.
«Όταν κληρονομείς μια τόσο μεγάλη περιουσία, κληρονομείς επίσης ευθύνες και δεν θα πρέπει να αναδίδεις ψυχρότητα», έκρινε ο Λαρς Κλίνγκμπαϊλ, γενικός γραμματέας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (SPD), μιλώντας στη Bild.
Σε ανακοίνωσή της η εταιρεία, η οποία παράγει επίσης τα μπισκότα βουτύρου Leibniz και έχει ετήσιο τζίρο που ξεπερνά τα 500 εκατομμύρια ευρώ, διαβεβαίωσε ότι έχει επίγνωση της ηθικής ευθύνης που συνεπάγεται το γεγονός πως ήταν μια από τις δεκάδες γερμανικές επιχειρήσεις που χρησιμοποίησε ανθρώπους που εργάζονταν καταναγκαστικά επί ναζιστικής δικτατορίας.
Η εταιρεία έχει «επίγνωση των μεγάλων δεινών και της αδικίας που βίωσαν οι άνθρωποι που εργάζονταν καταναγκαστικά και πολλοί άλλοι εκείνη την εποχή και αναγνωρίζει την ιστορική και την ηθική της ευθύνη», αναφέρεται στην ανακοίνωση που δόθηκε στη δημοσιότητα από τη διεύθυνση επικοινωνίας και δημοσίων σχέσεών της μετά τη δημοσίευση των δηλώσεων που έκανε η Φερένα Μπάλσεν.
Η Bahlsen ανέφερε ακόμη ότι κατέβαλε ποσό ύψους 1,5 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων (750.000 ευρώ) σε ίδρυμα που δημιούργησαν γερμανικές εταιρείες για να προσφέρει αποζημιώσεις στα 20 εκατομμύρια ανθρώπους που είχαν εξαναγκαστεί από τους ναζί να εργάζονται παρά τη θέλησή τους σε γερμανικές βιομηχανίες.
Σφοδρή χιονόπτωση πλήττει τη Σερβία - Χωρίς ρεύμα 10.000 καταναλωτές
Οι προσπάθειες ανθρώπων που είχαν εξαναγκαστεί να εργαστούν στην Bahlsen να εξασφαλίσουν αποζημιώσεις από την εταιρεία δεν καρποφόρησαν: τα γερμανικά δικαστήρια απέρριψαν τις αγωγές τους επικαλούμενα το ότι είχε παρέλθει το αξιόποινο των πράξεων.
Πολλοί Γερμανοί εξέφρασαν την οργή τους μέσω ιστότοπων κοινωνικής δικτύωσης.
Τα μπισκότα Bahlsen «είναι πλέον επισήμως το σνακ του AfD», σχολίασε ειρωνικά κάποιος στο Twitter, αναφερόμενος στο ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία. «Το πακέτο των Bahlsen είναι μάλλον μπλε», πρόσθεσε, αναφερόμενος στο χρώμα τόσο του πακέτου των μπισκότων, όσο και του λάβαρου του AfD. Άλλοι κάλεσαν να αρχίσει μποϊκοτάζ σε όλα τα προϊόντα της εταιρείας.
Η Φερένα Μπάλσεν έχει δεχθεί επικρίσεις και στο παρελθόν διότι καυχιέται για την περιουσία της και μοιάζει να ενστερνίζεται τον άκρατο καταναλωτισμό. «Είμαι μια καπιταλίστρια. Μου ανήκει το ένα τέταρτο της Bahlsen και είμαι πολύ ευτυχής γι’ αυτό. Θέλω να βγάλω χρήματα, μερίσματα και να αγοράσω ένα γιοτ και άλλα πράγματα!», είπε πει σε εκδήλωση στο Αμβούργο αυτόν τον μήνα.
Από την πλευρά του, το Κέντρο Τεκμηρίωσης για την Καταναγκαστική Εργασία κατήγγειλε πως η οικογένεια Μπάλσεν, μολονότι «δεν είναι η μόνη», συμβάλλει «το ζήτημα της καταναγκαστικής εργασίας την περίοδο του ναζισμού να παραμένει λευκή σελίδα στη συλλογική μνήμη».
Το εβδομαδιαίο περιοδικό Der Spiegel επέκρινε επίσης τις δηλώσεις της νεαρής κληρονόμου, κρίνοντας πως δείχνουν πως μέρος της νεολαίας έχει «πλήρη άγνοια της ιστορίας» της χώρας, 74 χρόνια μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ