Η ανασκαφή εξελίσσεται από το 2007 στη νότια πτέρυγα ενός τεράστιου συγκροτήματος, η οποία, σύμφωνα με το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου, συμπεριλαμβάνει ένα σύμπλεγμα από δύο ναούς, συνολικού μήκους περίπου 100 μέτρων, εκατέρωθεν περίστυλου αιθρίου, με χώρους εγκατάστασης στα νότια και στα ανατολικά που δεν έχουν ακόμα διερευνηθεί.
Κατά τη φετινή ανασκαφή, η οποία είναι επικεντρωμένη στην αποκάλυψη του δεύτερου ναού, που βρίσκεται στα ανατολικά, ολοκληρώθηκε ο καθαρισμός του νοτίου και κεντρικού κλίτους, και τμήματος του βορείου, ενώ άρχισε ήδη να αποκαλύπτεται και η κεντρική εξέδρα του Ιερού Βήματος, ο άμβωνας, σε χαμηλότερη στάθμη, και μία τονισμένη Εισόδευση προκαθαγιασμένων Τιμίων Δώρων.
Ο ναός αυτός ανήκει στον τύπο της ημιεγγεγραμμένης σταυρόσχημης βασιλικής με εξάστυλο πρόπυλο στα δυτικά και έχει συνολικό μήκος 46.47 μ. και πλάτος 20 μ.
Επιβεβαιώνει έτσι αρχικές εκτιμήσεις για τον ρόλο του πρώτου ναού ως χώρου τέλεσης των σχετικών προεισοδικών ακολουθιών, και διασύνδεσης με τα αρχαία Λειτουργικά Τυπικά των Ιεροσολύμων και της Αλεξάνδρειας (αγίου Ιακώβου και αγίου Μάρκου κυρίως).
Σημαντικότατη επίσης είναι η ψηλάφηση της παρουσίας του μεγάλου αυτοκράτορα Ηρακλείου (610-641), που είχε συνδεθεί πολλαπλά με το Νησί, αλλά και με τον πατριάρχη Ιωάννη προσωπικά, μέσα από μία προτομή του σε τραπεζοφόρο στον τύπο του Μεγάλου Αλεξάνδρου που βρέθηκε στον χώρο της ανασκαφής.
Ένας μνημειακός τόπος ταφής και λατρείας, κατά το πρότυπο του Αγ. Μηνά Αιγύπτου
Άσμα αλ Άσαντ: Η σύζυγος του Μπασάρ Αλ Άσαντ καταθέτει αίτηση διαζυγίου
Η ιδιαιτερότητα του όλου συγκροτήματος (για το οποίο έχει γράψει και άλλες φορές το ΑΠΕ-ΜΠΕ) στην αρχιτεκτονική του διάταξη, καθώς και ο διακοσμητικός του πλούτος, επιβεβαιώνουν, σύμφωνα με την αρχαιολόγο δρα Ελένη Προκοπίου, ότι «πρόκειται για κορυφαίο μνημείο της χριστιανοσύνης, των χρόνων του αυτοκράτορα Ηρακλείου (αρχές 7ου αι.), στο οποίο αντανακλώνται ποικιλότροπα οι απόηχοι της ιστορίας των περσικών επιδρομών στις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, και της φιλοξενίας που ο προσφυγοποιημένος κλήρος και λαός έτυχε από τον Αμαθούσιο Ποιμενάρχη του θρόνου της Αλεξανδρείας, Ιωάννη Ελεήμονα, κατά την αναγκαστική του επιστροφή στην Κύπρο γύρω στο 616-617 και πριν από την κοίμησή του στις 11 Νοεμβρίου του 619».
Ο Δημήτρης Τριανταφυλλόπουλος, τέως καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «πρόκειται για ένα μνημειακό μαρτύριο, τόπο ταφής και λατρείας ιερών προσώπων, κατά το πρότυπο του Αγ. Μηνά Αιγύπτου, προσφιλούς ασφαλώς προσκυνήματος του κυπρίου πατριάρχη.
Σύμφωνα με τον καθηγητή, «η ανασκαφή αποδεικνύει πολλά σημαντικά γεγονότα: τις στενές σχέσεις με την Αίγυπτο, την εύνοια του αυτοκρατορικού θρόνου της Κωνσταντινούπολης προς τη Μεγαλόνησο, την πολλαπλή σημασία ενός πεφωτισμένου ιεράρχη, που πασχίζει να σώσει το ποίμνιό του από τους Πέρσες, τα λατρευτικά ζητήματα της εποχής αυτής, την ακμαία πολιτιστική κατάσταση της Κύπρου στο πρώιμο Βυζάντιο, την τοπογραφία της ευρύτερης περιοχής κλπ».
Όταν αποπερατωθεί η ανασκαφή και γίνουν οι απαραίτητες εργασίες συντήρησης, «θα αποτελέσει επιφανές μνημείο της Κύπρου!» επεσήμανε.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]