Η ανακοίνωση της ενοχής του Πολ Μάναφορτ από το σώμα των ενόρκων για φοροδιαφυγή και τραπεζική απάτη και η ενοχή του Μάικλ Κόεν, που συνέπεσαν ταυτόχρονα σχεδόν την Τρίτη, δεν έθεσαν τέλος στην προεδρική σταυροφορία κατά του Μιούλερ ο οποίος ερευνά για μία πιθανή συμπαιγνία μεταξύ της προεκλογικής ομάδας του δισεκατομμυριούχου και της Ρωσίας στη διάρκεια των προεδρικών εκλογών του 2016.
Αφότου διορίσθηκε ο ειδικός εισαγγελέας, πριν από 15 μήνες, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν έχει σταματήσει να αποκαλεί τη δικαστική έρευνα που διενεργεί «κυνήγι μαγισσών» – ακόμα και το πρωί της Τετάρτης – σε μια προσπάθεια να αποτρέψει κάθε πρωτοβουλία που θα μπορούσε να πάρει τον δρόμο της δικαιοσύνης.
Για τους ειδικούς, κάθε νίκη που κερδίζει μετρά για τον Μιούλερ και όσο περισσότερο γεμίζει το «κυνηγετικό του καλάθι», τόσο περισσότερο θα διεκδικήσει τη νομιμότητά του και θα εξασφαλίσει την συνεργασία των μαρτύρων.
Με τις διαφαινόμενες κρίσιμες κοινοβουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου, ο αμερικανός πρόεδρος προσπαθεί πάση θυσία να πείσει τους ψηφοφόρους ότι η έρευνα είναι πολιτικά προκατειλημμένη προκειμένου να προστατεύσει την πλειοψηφία του στο Κογκρέσο.
Η πρώτη αντίδραση του για την έκβαση των δύο υποθέσεων το βράδι της Τρίτης ήταν να τονίσει το γεγονός ότι, σύμφωνα με τον ίδιο, η έρευνα του Ειδικού Εισαγγελέα ήταν αβάσιμη: «Δεν συμμετέχω … Αυτό δεν έχει καμία σχέση με μία ρωσική αθέμιτη σύμπραξη. Συνεχίζεται το κυνήγι μαγισσών».
Εκτός από τη διερεύνηση πιθανής συμπαιγνίας με τη Μόσχα, ο Μιούλερ επιδιώκει επίσης να προσδιορίσει εάν ο πρόεδρος των ΗΠΑ έχει παρεμποδίσει τη δικαιοσύνη με σκοπό να αποπροσανατολίσει το έργο του. Ο Πολ Μάναφορτ ήταν ο πρώτος που δικάσθηκε ως αποτέλεσμα των ερευνών του Μιούλερ, αλλά για γεγονότα που δεν συνδέονται με την προεκλογική καμπάνια του 2016. Το ίδιο ισχύει και για τον Μάικλ Κόεν, ο οποίος παραδέχτηκε την ενοχή του για φορολογική και τραπεζική απάτη καθώς και για παραβίαση των νόμων περί χρηματοδότησης των προεκλογικών εκστρατειών. Η έρευνα του Μιούλερ έφερε στο φως αποκαλύψεις, οι οποίες όμως δεν συνδέονται με τη Ρωσία. Εκτός από το γεγονός φυσικά, ότι ο κ. Κόεν ενέπλεξε τον αμερικανό πρόεδρο ομολογώντας οτι πριν από τις εκλογές του 2016 είχε πληρώσει δύο γυναίκες, προκειμένου να μην «βγάλουν στο φως» τις υποτιθέμενες σχέσεις τους με τον Ντόναλντ Τραμπ … «κατόπιν αιτήματος του υποψηφίου προέδρου».
Γεγονός παραμένει ότι το αποτέλεσμα αυτών των δύο υποθέσεων καταδεικνύει ότι ο ειδικός εισαγγελέας δεν καταδικάζει -αντιθέτως από οτι ισχυρίζονται οι διάδικοι του εδώ και μήνες.
Telegraph: Η Άσμα αλ Άσαντ νοσηλεύεται με λευχαιμία σε κρίσιμη κατάσταση
« Η καταδίκη του Μάναφορτ δείχνει ότι η έρευνα του Μιούλερ απέχει πολύ από το να είναι ένα «κυνήγι μαγισσών» εκτιμά ο βουλευτής των Δημοκρατικών Ανταμ Σιφ.
Αυτές οι περιπτώσεις δείχνουν επίσης ότι το πρώην αφεντικό της ομοσπονδιακής αστυνομίας (FBI), ένας σιωπηλός άνδρας 74 χρόνων, εργάζεται γρήγορα και αποτελεσματικά. Από τον διορισμό του τον Μάιο του 2017, ο κ. Μιούλερ δεν έκανε κανένα δημόσιο σχόλιο σχετικά με την πρόοδο των ερευνών του, ούτε απάντησε στις καθημερινές σχεδόν επιθέσεις του αμερικανού προέδρου. Αντιθέτως απηύθυνε κατηγορίες σε 33 άτομα, μεταξύ των οποίων 25 Ρώσοι, και σε τρεις εταιρείες.
Τηρουμένων των αναλογιών, χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια στον ειδικό Εισαγγελέα Κένεθ Σταρ έως ότου απαγγείλει κατηγορίες κατά του προέδρου Μπιλ Κλίντον τη δεκαετία του 1990.
Η ετυμηγορία εναντίον του Πολ Μάναφορ σηματοδοτεί ένα ορόσημο για τον Ρόμπερ Μιούλερ, εκτιμά ο Μάικλ Τζέρμαν πρώην πράκτορας του FBI ο οποίος σήμερα εργάζεται στο Κέντρο Δικαιοσύνης Brennan.
Αυτό δεν εμποδίζει φυσικά τον Λευκό Οίκο να δηλώνει ότι ο ειδικός εισαγγελέας καθυστερεί.
«Έχουμε καταστήσει σαφές ότι όχι μόνο εμείς, αλλά και ο αμερικανικός λαός, θέλουμε αυτό να ολοκληρωθεί», δήλωσε την περασμένη εβδομάδα η Σάρα Σάντερς εκπρόσωπος της εκτελεστικής εξουσίας.
Ο πρώην ομοσπονδιακός εισαγγελέας Ρενάτο Μαριότι αποκάλυψε την συνεχή απειλή του Ντόναλντ Τραμπ να θέσει ο ίδιος τέλος σε αυτήν την έρευνα, με κίνδυνο να προκληθεί μία συνταγματική κρίση.
Σύμφωνα με τον Μαριότι, «σίγουρα θα πρέπει ο Μιούλερ να ανησυχεί για το εάν θα μπορέσει να ολοκληρώσει τις έρευνές του».