Είναι προφανές ότι στον ήδη γνωστό, και ακραία βίαιο, πρωταγωνιστή, δηλαδή το Ισλαμικό Κράτος και τους φανατικούς του «μάρτυρες», προστίθεται ένας άλλος πρωταγωνιστής, που έχει όνομα και επώνυμο. Είναι η τρέλα, η μετάβαση σε μια καθαρά ψυχωσική πράξη. Αυτή είναι η ψυχοπαθολογία των ανθρώπων που διέπραξαν τις τελευταίες επιθέσεις.
Για μια ακόμη φορά η Δύση βρίσκεται αντιμέτωπη με το πρόβλημα της κοινωνικής περιθωριοποίησης που χαρακτηρίζει αυτούς τους δράστες. Και με δεδομένο το νεαρό της ηλικίας αυτών των δολοφόνων, αναδεικνύεται μια νέα, σοβαρή απειλή: πώς να ξαναδώσουμε νόημα στη ζωή των παιδιών μας, πώς να τους ξαναδώσουμε μέλλον, ελπίδα, εμπιστοσύνη, δουλειά;
Η ανάδυση αυτής της πλευράς στη μάχη κατά της τρομοκρατίας δεν πρέπει βέβαια να μετατρέψει το φαινόμενο του Ισλαμικού Κράτους σε ένα ψυχοπαθολογικό φαινόμενο. Δεν υπάρχει αμφιβολία όμως ότι το επεκτείνει σε πιο επισφαλείς πτυχές της κοινωνικής μας ζωής.
Η κήρυξη πολέμου του Ισλαμικού Κράτους κατά της Δύσης έχει δημιουργήσει μια σοβαρή παρενέργεια: η ακραία πράξη του τρομοκράτη γίνεται μεταδοτική, μετατρέπεται σε μοντέλο, αποκτά μιμητές ακόμη και μεταξύ εκείνων που δεν ανήκουν σε αυτή την πολιτικοθρησκευτική ταυτότητα. Είναι νέοι, απελπισμένοι και ψυχωσικοί. Και όπως έλεγε ο θεωρητικός της ψυχανάλυσης Ουίλφρεντ Μπίον, ο ψυχωσικός «στερείται νου και στερείται σκέψης».
Γνωρίζουμε καλά τη μαζική ψυχολογία που βρίσκεται πίσω από αυτό το φαινόμενο: όταν κάτι που θεωρούνταν ως τώρα απίθανο – η βίαιη αφαίρεση της ζωής αγνώστων ανθρώπων που το μόνο έγκλημά τους είναι ότι ήταν πιο ευτυχισμένοι από εμάς – γίνεται όχι μόνο πιθανό, αλλά αποκτά και ιδεολογικό περιεχόμενο, τότε προσφέρει σε νέους εύθραυστους, χωρίς προοπτικές, αλλά καθαρά ψυχωσικούς, την ευκαιρία να δώσουν νόημα στη ζωή τους.
Μια πράξη που προκαλεί τρόμο μπορεί έτσι να επιτρέψει σε μια ανώνυμη ζωή να αποκτήσει όνομα και μια θέση στην ιστορία. Με τον τρόπο αυτό, άνθρωποι που έχουν τεθεί στο περιθώριο της κοινωνίας και αισθάνονται αποτυχημένοι και ανίκανοι δίνουν επιτέλους ένα νόημα στη ζωή τους – ακόμη και αφαιρώντας την. Νιώθοντας θύματα ενός συστήματος που τους απορρίπτει, κτυπούν αυτό ακριβώς το σύστημα για να το εκδικηθούν. Αυτό συνέβη με τον νεαρό δράστη του Μονάχου, ο οποίος υποστήριξε ότι είχε υπάρξει θύμα bullying.
Το Ισλαμικό Κράτος προσφέρει έτσι την ευκαιρία της ψυχωσικής έκρηξης μιας ριζοσπαστικής βίας που είναι προ-θρησκευτική και προ-ιδεολογική. Οι αρχηγοί του εκμεταλλεύονται πολιτικά αυτή την έκρηξη, προσεταιριζόμενοι νέους που δεν ανήκουν σε κανέναν εκτός από το δικό τους παραλήρημα. Με τον τρόπο αυτό, οι τρομοκράτες ενισχύουν, πάντα με την ακούσια συνδρομή των μέσων ενημέρωσης, τη στρατιωτική τους εικόνα και την ισχύ τους. Γι’αυτό πρέπει να διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας και τη διαύγειά μας, κάνοντας διάκριση ανάμεσα στις καθαρά τρομοκρατικές πράξεις και στις ψυχωσικές ενέργειες. Σε αντίθετη περίπτωση, θα παίξουμε το παιχνίδι του Ισλαμικού Κράτους που θέλει να καταστρέψει τη ζωή μας και τον πολιτισμό μας.
Δεν πρέπει τέλος να ξεχνάμε το μεγάλο θέμα της νεότητας. Αυτό που έχουμε να αντιμετωπίσουμε δεν είναι μόνο η στρατιωτική και πολιτική πλευρά της σύγκρουσης με τους τρομοκράτες και τον στρατό τους. Είναι και η απελπισμένη κραυγή από τις νέες γενιές, που πρέπει να την ακούσουμε και να την ερμηνεύσουμε. Το να δώσουμε νόημα, περιεχόμενο και προοπτική στη ζωή των παιδιών μας αποτελεί το πραγματικό αντίδοτο σε κάθε μορφή βίας.
Το μοιραίο μίγμα της οικονομικής κρίσης, της τρομοκρατίας και της ψυχοπαθολογίας μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την ενίσχυση της ευρωπαϊκής μας ταυτότητας.
Μάσιμο Ρεκαλκάτι – Ιταλός ψυχαναλυτής, συγγραφέας και πανεπιστημιακός/ ΑΠΕ/ La Repubblica