Η Liberation η οποία στάθηκε απέναντί του επικριτική από την πρώτη στιγμή και γράφει, χαρακτηριστικά, σε νέο της άρθρο με τίτλο «Το ένα πραξικόπημα έκρυβε ένα άλλο»:
«Ομάδες ισλαμιστών χτυπούν ή αποκεφαλίζουν στρατιώτες ενώ οι Γκρίζοι Λύκοι προστρέχουν στο πλευρό της εξουσίας. Πογκρόμ έχει εξαπολυθεί όχι μόνο εναντίον του στρατού -που θα μπορούσε να φανεί φυσιολογικό-, αλλά επίσης εναντίον της δικαιοσύνης, της αστυνομίας, των πανεπιστημίων. Απαγορεύεται στους δημοσίους υπαλλήλους να βγουν από το έδαφος της Τουρκίας. Υπονοούμενα ότι μπορεί να επανέλθει η θανατική ποινή. Ολα αυτά δείχνουν ότι η Τουρκία βυθίζεται στην αυθαιρεσία και δείχνουν με ποιό τρόπο ο Ερντογάν θέλει να επωφεληθεί από αυτή την ευκαιρία -«Δώρο του θεού» είχε αποκαλέσει το αποτυχημένο πραξικόπημα.
Μα τι συμβαίνει επιτέλους;
Ο Ερντογάν είχε αρχίσει ήδη την καταπίεση τον Ιούνιο του 2013 όταν θέλησε να πνίξει το κίνημα «Occupy Gezi». Τότε, ολόκληρες κοινωνικές ομάδες είχαν ξαφνικά επαναστατήσει εναντίον του καθεστώτος του ΑΚΡ και κατηγορούσαν τον Ερντογάν για την βίαια και αυταρχική ισλαμοποίηση της Τουρκίας. Η μάσκα του ηγέτη είχε πέσει: διαλύοντας βίαια το κίνημα διαμαρτυρίας του Γκεζί, ο Ερντογάν αποκάλυπτε σε όλον τον πλανήτη την πραγματική φύση της διακυβέρνησής του.
Από τότε ως σήμερα συνεχίζεται η ίδια κάθοδος στον Άδη: πογκρόμ εναντίον της δικαιοσύνης και της αστυνομίας, φίμωση των ΜΜΕ, ρήξη με το ΡΚΚ για να ξεχαστεί η εκλογική ήττα του Ιουνίου 2015…Τυπικά παρέμενε δημοκρατία, αλλά καθημερινά η Τουρκία απομακρυνόταν από τους κανόνες του Κράτους δικαίου.
Από τον Ιούνιο του 2013 ο Ερντογάν είχε αποφασίσει, προκειμένου να διατηρήσει την εξουσία, να λυγίσει τους αντιπάλους του δια της βίας. Είχε ξεκινήσει ένα είδος εμφυλίου πολέμου του Κράτους εναντίον της κοινωνίας, εναντίον του τμήματος της κοινωνίας που αρνείται τον αυταρχισμό.
Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, διαπιστώνει κανείς ότι ολοκληρώνεται η διάλυση του Κράτους δικαίου. Αν ως χθες ο Ερντογάν ήταν πανταχού παρών, στο εξής έχει κάθε εξουσία για να επιβάλλει την τάξη που επιθυμεί.
Η αντιπολίτευση, η οποία έκρινε απαραίτητο να στηρίξει την κυβέρνηση Ερντογάν σε σχέση με τους πραξικοπηματίες, σίγουρα θα κατηγορηθεί για προδοσία αν αύριο θελήσει να βάλει εμπόδια στο πογκρόμ που έχει εξαπολυθεί.
Αυτή η περιπέτεια έχει και την ιδεολογική της πλευρά. Από την στιγμή που ο Ερντογάν ανέλαβε την εξουσία είχε τεθεί το ερώτημα των προθέσεών του. Χρησιμοποιούσε το Ισλάμ για να εκσυγχρονίσει την Τουρκία ή ήθελε να ισλαμοποιήσει την Τουρκία δίνοντας μια ευκαιρία και στους «μοντέρνους»; Και σε αυτό το ερώτημα, η μάσκα έπεσε.
Χριστουγεννιάτικα μηνύματα σε διαφορετικό ύφος από Μπάιντεν και Τραμπ
Το καθεστώς Ερντογάν απορρίπτει ανοιχτά την δημοκρατική κληρονομιά του Μουσταφά Κεμάλ και προκαλεί κρύο ιδρώτα στην Δύση με την αμφιλεγόμενη στάση του απέναντι στο ISIS. Κι όσο περνούν τα χρόνια, η σκλήρυνση του Ερντογάν γίνεται και πιο εμφανής, σε σημείο που διέκοψε τη σχέση του με έναν σημαντικό σύμμαχό του, τον ιεροκηρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν και ξεκίνησε το κυνήγι των γκιουλενιστών, το οποίο, με το αποτυχημένο πραξικόπημα, συνεχίζεται και επεκτείνεται.
Αντίθετα με το επίσημο storytelling, οι μάχες της νύχτας της 15ης Ιουλίου δεν έφεραν αντιμέτωπο τον «λαό» με τους «πραξικοπηματίες», αλλά τους οπαδούς του Ερντογάν με τους στρατιωτικούς που τους εμφάνισαν ως οπαδούς του Γκιουλέν. Αλήθεια ή ψέμματα; Δεν έχει σημασία, από τη στιγμή που η εξουσία μπορεί να περηφανεύεται ότι νίκησε τον βασικό της αντίπαλο, αυτόν που τολμούσε ακόμη να σηκώνει κεφάλι μετά την συντριβή του Occupy Gezi. Αν ο αποδιοπομπαίος τράγος Γκιουλέν συντριβεί, τότε ο ιδεολογικός θρίαμβος του Ερνγογάν θα είναι ολοκληρωτικός. Και θα έχει ως συνέπεια την πλήρη ιδεολογική κάθαρση του Κράτους, η οποία ξεκίνησε λίγες ώρες μετά την έναρξη του αποτυχημένου πραξικοπήματος.
Κι αυτό το πραξικόπημα συνεχίζει να μας θέτει ερωτήματα: Περίεργο πραξικόπημα, χωρίς πραγματικούς ηγέτες, χωρίς σαφή στρατηγική, χωρίς θέληση να φτάσει στα άκρα. Τεθωρακισμένα κατέλαβαν τις γέφυρες, τους δρόμους, αλλά κανείς δεν θέλησε να συλλάβει τον πρόεδρο Ερντογάν ή τα μέλη της κυβέρνησης. Τα κανάλια αφέθηκαν ελεύθερα να φωνάζουν βοήθεια. Το ίντερνετ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λειτουργούσαν στην εντέλεια. Ο Ερντογάν φώναζε σε αντίσταση μέσω FaceTime. Οι οπαδοί του Ερντογάν ανέβαιναν στα τανκς και κανείς δεν τους πυροβολούσε. Κι όλα αυτά σε μια χώρα που είναι εξπέρ στα πραξικοπήματα: 1960, 1971, 1980, 1997.
Το μόνο που μπορεί να πει κανείς είναι ότι οι πραξικοπηματίες κινήθηκαν σαν ερασιτέχνες. Πώς ήταν δυνατόν να το έχουν σχεδιάσει έτσι;
Πρώτη υπόθεση: μια ομάδα ερασιτεχνών, με αρκετή μυστικότητα, επιτίθεται εναντίον της εξουσίας χωρίς να θέλει πραγματικά να αποκόψει την κεφαλή. Παράλογο. Είναι αδύνατο σε ένα αστυνομοκρατούμενο κράτος όπως η Τουρκία.
Δεύτερη υπόθεση: δεν επρόκειτο για πραξικόπημα, όλα ήταν ενορχηστρωμένα από τον ίδιο τον Ερντογάν. Πιθανόν, αφού ο Πρόεδρος έχει την τέχνη των ελιγμών. Αλλά και απίθανο, γιατί το πραξικόπημα δεν ήταν ένα απλό σόου: είχε πάνω από 300 νεκρούς, εκ των οποίων οι 100 ήταν πραξικοπηματίες.
Μένει μια τελευταία υπόθεση: η εξουσία ήταν ενήμερη για το πραξικόπημα και τους άφησε να το κάνουν ώστε να τους χρησιμοποιήσει αργότερα για να μπορέσει να ελέγξει απόλυτα το Κράτος.
Είτε ο Ερντογάν δεν γνώριζε τίποτα, είτε τα προέβλεψε όλα , είτε χρησιμοποίησε το πραξικόπημα, το αποτέλεσμα δεν αλλάζει: ήδη πάνω από 50.000 στρατιωτικοί, αστυνομικοί, δικαστικοί, πρυτάνεις πανεπιστημίων, στελέχη του υπουργείου Παιδείας και Εσωτερικών έχουν συλληφθεί ή απολυθεί.
Ένα πογκρόμ τέτοιου μεγέθους σημαίνει ότι προϋπήρχαν έτοιμες λίστες, από καιρό, καθώς και ο σχεδιασμός του πογκρόμ. Το Κράτος-ΑΚΡ είχε μπει, από την εποχή του Gezi, στο δρόμο του απολυταρχικού αυταρχισμού.
Επομένως, αυτό που παρακολουθήσαμε στις 15 Ιουλίου δεν ήταν τόσο ένα αποτυχημένο πραξικόπημα αλλά η επιτυχία ενός άλλου πραξικοπήματος, που είχε ξεκινήσει εδώ και χρόνια, όταν το καθεστώς Ερντογάν άρχισε να καταστέλλει συστηματικά τις θεμελιώδεις αρχές του δημοκρατικού Συντάγματος».