Όταν έγινε σαφές ότι η Βρετανία είχε ψηφίσει υπέρ της αποχώρησης της από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα τηλεφώνησε στον Ντέιβιντ Κάμερον για να του εκφράσει τη συμπάθειά του. Αμέσως μετά όμως, κάλεσε την Άνγκελα Μέρκελ, την ηγέτη δηλαδή που πραγματικά υπολογίζει σε περιόδους κρίσης.
Το γιατί δεν αποτελεί μυστικό. Για χρόνια τώρα, η Γερμανία, και όχι το Ηνωμένο Βασίλειο, βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής και του ενδιαφέροντος του Ομπάμα όσο αφορά στην ευρωπαϊκή πολιτική. Και αυτός είναι ο κύριος λόγος που η επιρροή της Ουάσιγκτον στην Ευρώπη θα επιβιώσει του Brexit.
Η μακροχρόνια «ειδική σχέση» μεταξύ ΗΠΑ και Βρετανίας έδινε στην Ουάσιγκτον έναν έμπιστο σύμμαχο στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων στις Βρυξέλλες, όπως είχε τονίσει άλλωστε και ο ίδιος ο Ομπάμα τον περασμένο Απρίλιο, κατά τη διάρκεια παρέμβασής του στο Λονδίνο για το επικείμενο δημοψήφισμα.
«Για όλα τα μεγάλα θέματα τα τελευταία χρόνια, το πρώτο τηλεφώνημα από την Ουάσινγκτον δεν είναι προς το Λονδίνο, αλλά προς το Βερολίνο», λέει ο Ντέιμον Γούιλσον, πρώην διευθυντής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας επί Τζορτζ Μπους και νυν αντιπρόεδρος του Συμβουλίου του Ατλαντικού.
«Αυτή η μετάβαση έχει ήδη λάβει χώρα εδώ και αρκετό καιρό και επιταχύνθηκε περαιτέρω από την «μεγάλη ύφεση» των τελευταίων χρόνων, λόγω και της αυξανόμενης κυριαρχίας της γερμανικής οικονομικής και πολιτικής εξουσίας στην Ευρώπη».
Πριν από μια δεκαετία, η Μέρκελ ήταν ένας από τους πρώτους Ευρωπαίους ηγέτες που προωθούσαν τις συνομιλίες μεταξύ ΕΕ-ΗΠΑ για την Διατλαντική Εμπορική Συμφωνία.
Το 2014, η Μέρκελ ήταν εκείνη που κατάφερε να συνασπίσει τις υπόλοιπες διστακτικές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να στρατευθούν πίσω από ένα κοινό πρόγραμμα κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας από τις ΗΠΑ-ΕΕ, οι οποίες και πήραν παράταση μόλις την περασμένη εβδομάδα. Η Μέρκελ είναι επίσης η ηγέτης της Ευρώπης όταν η συζήτηση αφορά την αντιμετώπιση της ελληνικής οικονομικής κρίση ή των εκατομμυρίων μεταναστών που φτάνουν στην Ευρώπη.
Έτσι, αντί για να αποδυναμώσει την αμερικανική επιρροή στην Ευρώπη, το Brexit είναι πολύ πιο πιθανόν να εντείνει ακόμη περισσότερο την εξάρτηση των ΗΠΑ από τη Γερμανία. Αυτό θα ισχύει ιδιαίτερα στους τομείς της διατλαντικής συνεργασίας για τις κυρώσεις έναντι της Ρωσίας, για τις συνεχιζόμενες προκλήσεις που αντιμετωπίζει στο οικονομικό πεδίο η ευρωζώνη και για το μεταναστευτικό κύμα προς την Ευρώπη.
Οι αμήχανες μετα-Brexit δυναμικές θα γίνουν ακόμη περισσότερο εμφανείς την επόμενη εβδομάδα, όταν ο Ομπάμα θα επισκεφθεί τη Βαρσοβία για να συμμετάσχει στη σύνοδο του ΝΑΤΟ και θα έχει επαφές εκεί με την Μέρκελ, τον Κάμερον και άλλους ηγέτες χωρών-μελών του ΝΑΤΟ. Η συνάντηση αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία, τώρα που οι ΗΠΑ και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις πρέπει να εξετάσουν τις πολιτικές, οικονομικές και γεωστρατηγικές συνέπειες της εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ. Ο Ομπάμα θα συναντηθεί επίσης με τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ και τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ.
«Δεν είναι πλέον εκεί»
Για πολλά χρόνια, η στενή σχέση ΗΠΑ-ΗΒ για την ασφάλεια, την ανταλλαγή πληροφοριών και το εμπόριο έδινε στις ΗΠΑ μια σίγουρη και σαφή επιρροή στις Βρυξέλλες. Πράγματι, η Γαλλία άσκησε βέτο στην ένταξη του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα δύο φορές στη δεκαετία του 1960 υπό τον φόβο ότι το Λονδίνο θα λειτουργεί απλά και μόνο ως «δούρειος ίππος» της Ουάσιγκτον.
Η Βρετανία θα παραμείνει ασφαλώς ένα βασικό μέλος του ΝΑΤΟ, καθώς οι στρατιωτικοί δεσμοί είναι εκτεταμένοι. Οι δύο χώρες είναι αχώριστοι εταίροι ειδικά όταν αφορά στη Συρία και στο Ιράκ. Οι Βρετανοί παραμένουν επίσης οι καλύτεροι σύμμαχοι των Αμερικανών σχετικά με το εμπόριο και την απελευθέρωση της αγοράς και η απουσία τους από το ευρωπαϊκό τραπέζι των διαπραγματεύσεων θα γίνει αισθητή στην Ουάσιγκτον.
Επιπλέον, οι κυρώσεις της ΕΕ στην Ρωσία «θα ήταν πιο αδύναμες εάν ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου δεν είχε υποστηρίξει τόσο ένθερμα εντός της ΕΕ την ανάγκη για μια δυναμική απάντηση στην ρωσική κατάληψη της χερσονήσου της Κριμαίας» σύμφωνα με μια έκθεση της Βουλής των Κοινοτήτων τον Απρίλιο, σχετικά με τις επιπτώσεις ενός πιθανού τότε brexit στην εξωτερική πολιτική. Το Λονδίνο άλλωστε εξακολουθεί να έχει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο να παίξει στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Εντούτοις, ήταν η Γερμανία αυτή που έπαιξε στην πραγματικότητα τον καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας – και ήταν απαραίτητη για τη σφυρηλάτηση ενός εύθραυστου, αλλά ενωμένου, ευρωπαϊκού μετώπου.
«Οι Βρετανοί είχαν φωνή, διέθεταν βέτο και τις περισσότερες φορές υποστήριζαν αυτό που οι ΗΠΑ θα υποστήριζαν αν ήταν εκεί… αυτο θα λείψει τώρα πια», δήλωσε ο Φίλιπ Γκόρντον, ο οποίος υπηρέτησε ως βοηθός Γραμματέας των ΗΠΑ για την Ευρώπη μεταξύ 2009 και 2013 και που είναι πλέον στέλεχος στο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων της χώρας. Ωστόσο, «νομίζω ότι έχουμε σταδιακά στραφεί όλο και περισσότερο προς τους Γερμανούς, και σε πολλά ζητήματα αυτοί διατηρούν το προβάδισμα έναντι των Βρετανών», πρόσθεσε.
Η Γερμανία παίζει επίσης έναν σημαντικό στρατιωτικό ρόλο για τις ΗΠΑ. Όταν υπάρχει πχ η ανάγκη να μεταφερθεί ένας τραυματισμένος Αμερικανός στρατιώτης εκτός Ιράκ ή Αφγανιστάν, τα πολεμικά αεροσκάφη των ΗΠΑ χρησιμοποιούν μια από τις 179 στρατιωτικές βάσεις που διαθέτει η υπερδύναμη στο γερμανικό έδαφος. Παρόλο που το μέγεθος της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στην Γερμανία έχει μειωθεί σημαντικά μετά και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, 40.000 Αμερικανοί στρατιώτες εξακολουθούν να σταθμεύουν στη χώρα.
Η Γερμανία έχει δει τα τελευταία χρόνια την επιρροή της να αυξάνεται στα πάντα, από την Ουκρανία έως την ελληνική οικονομική κρίση, και παρά τις τεταμένες σχέσεις με τον Ομπάμα που προέκυψαν από τις αποκαλύψεις ότι οι ΗΠΑ την παρακολουθούσαν μέσω της NSA, η Μέρκελ έχει μετατραπεί σε ενός είδους «ισότιμο ομόλογο», από την φορολογική πολιτική μέχρι την χρηματοπιστωτική κρίση, υποστήριξε ένας ανώτερος αξιωματούχος της κυβέρνησης Ομπάμα.
«Μειούμενη επιρροή»
Εν τω μεταξύ, η εσωτερική πολιτική σκηνή του Η.Β. οδήγησε την Βρετανία προς μια διαφορετική πορεία. Η Βρετανία έχει όντως δει την επιρροή της να μειώνεται σημαντικά στην ΕΕ τα τελευταία χρόνια, υποστηρίζουν ειδικοί αναλυτές της εξωτερικής πολιτικής – υπονομεύοντας την πεποίθηση ότι το Λονδίνο εκπροσωπεί την Ουάσιγκτον στις υποθέσεις των Βρυξελλών.
«Οι Βρετανοί έχουν εδώ και καιρό μια περιορισμένη ατζέντα στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και δεν θεωρούνται πλέον η κινητήριος δύναμη στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής πολιτικής», υποστηρίζει ο Γουίλσον.
Το 2009, ο Ντέιβιντ Κάμερον, για να ανακόψει την μετακίνηση δυσαρεστημένων ψηφοφόρων των Τόρις προς το UKIP, απέσυρε το κόμμα του από την κεντροδεξιά συμμαχία του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, στην οποία περιλαμβάνονται και οι Χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ και που παραμένει μια βαθιά φιλοευρωπαϊκή δύναμη.
Επιπλέον, η συζήτηση για το Brexit απέσπασε την προσοχή του Ηνωμένου Βασιλείου από τα ευρύτερα ευρωπαϊκά θέματα. Κι ενώ η ΕΕ ασχολείτο με το πως θα ανακόψει τη ροή των μεταναστών και πως θα διαχειρισθεί το πρόβλημα της μετεγκατάστασης τους εντός της Ευρώπης τον περασμένο Φεβρουάριο, ο Κάμερον ανάγκαζε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να συνεδριάζει τον ίδιο μήνα για να επαναδιαπραγματευτεί τη σχέση της χώρας του με την ΕΕ.
Με μειωμένη, λόγω brexit, την επιρροή του στην Ευρώπη, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να κατέληξε να έχει και μειωμένη επιρροή ως σύμμαχος των ΗΠΑ. Όταν ο Κάμερον κάλεσε τον Ομπάμα στο Λονδίνο τον Απρίλιο και του ζήτησε να τον ενισχύσει στην εκστρατεία του κατά του Brexit, ο Αμερικανός πρόεδρος υποστήριξε δημοσίως τη σημασία που έχει η ένταξη του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ για τις Ηνωμένες Πολιτείες. «Έχουμε εμπιστοσύνη ότι η συμμετοχή του Ηνωμένου Βασιλείου βοηθά στο να επιλυθούν τα όποια προβλήματα με τον σωστότερο τρόπο», δήλωσε ο Ομπάμα.
Ωστόσο, όπως υποστηρίζει ο Νταν Χάμιλτον, διευθυντής του Κέντρου για τις Διατλαντικές Σχέσεις του Πανεπιστημίου «Johns Hopkins» στην Ουάσιγκτον και πρώην αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, «η ιδέα ότι το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν ο “σπιούνος” των ΗΠΑ στο Συμβούλιο της ΕΕ αποτελούσε ένα είδος δυσφήμισης και για τις δύο χώρες».
«Η επιφυλακτικότητα του Ηνωμένου Βασιλείου προς την ΕΕ για τόσα πολλά χρόνια μείωσε σταδιακά και την επιρροή τους στην Ένωση», ισχυρίζεται ο Χάμιλτον και προσθέτει, «Όλο και περισσότερο, οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ έχουν διαπιστώσει ότι εάν θέλουν να γίνει κάτι στην Ευρώπη πρέπει να συνεργαστούν με τη δύναμη που ξέρει πώς να δουλεύει μέσα στην ΕΕ και αυτή», τονίζει,«δεν είναι άλλη από την Γερμανία!»