Τώρα, η γαλλογερμανική συνεργασία θα μπορούσε όχι μόνο να δώσει προτεραιότητα σε μαχητικά αεροσκάφη της επόμενη γενιάς, αλλά και να ενισχύσει την αμυντική ολοκλήρωση της Ενωσης.
Τον Ιούλιο, οι δύο χώρες συμφώνησαν να προχωρήσουν στην ανάπτυξη ενός νέου αεροσκάφους, το οποίο τελικώς θα αντικαταστήσει τους υπάρχοντες στόλους μαχητικών.
Η απόφαση, την οποία ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν χαρακτήρισε ως «μεγάλη επανάσταση», έχει παράλληλα ευρείες συνέπειες στις παγκόσμιες πωλήσεις μαχητικών. Ωστόσο, θα χρειαστεί κάτι παραπάνω πέρα από το κοινό σχέδιο για τα μαχητικά, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι γαλλογερμανικές φιλοδοξίες για μεγαλύτερη ευρωπαϊκή αμυντική ολοκλήρωση.
Δεδομένου του πολύ μεγάλου κόστους για την ανάπτυξη της επόμενης γενιάς μαχητικών (με την απαιτούμενη ικανότητα να μη γίνονται αντιληπτά, να διαθέτουν την τελευταία λέξη της τεχνολογίας στα ηλεκτρονικά συστήματα και εξαιρετικά προηγμένο κινητήρα) δεν είναι ξεκάθαρο ότι οποιαδήποτε χώρα της Δυτικής Ευρώπης μπορεί πλέον να σηκώσει μόνη της το οικονομικό βάρος.
Ο συνδυασμός των πόρων και των σχεδιαστικών προσπαθειών βελτιώνει τις πιθανότητες για την ανάπτυξη αεροσκαφών επόμενης γενιάς από την Ευρώπη. Αυτό με τη σειρά του θα επιτρέψει στην Ευρώπη να ανταγωνιστεί τα μαχητικά των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Κίνας. Τότε, οι ευρωπαϊκές χώρες θα μπορούσαν όχι μόνο να αποφύγουν να εισάγουν ξένα -κυρίως αμερικανικά- μαχητικά αεροσκάφη, αλλά και να ανταγωνίζονται στην παγκόσμια αμυντική αγορά με την εξαγωγή των σχεδιασμών τους.
Το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία, η Ιταλία και η Ισπανία συνεργάστηκαν στο προηγούμενο ευρωπαϊκό πρότζεκτ, το Eurofighter Typhoon. Η Γαλλία επρόκειτο να συμμετάσχει, αλλά παραιτήθηκε λόγω των διαφορών ως προς τις προδιαγραφές του σχεδιασμού και το μερίδιο που της αναλογούσε ως προς την εργασία που έπρεπε να γίνει. Αντ’ αυτού, το Παρίσι δημιούργησε το δικό του μαχητικό, το Rafale. Οσον αφορά στην αντικατάσταση του Typhoon και του Rafale, οι ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να αποφασίσουν για άλλη μία φορά ποιος ακριβώς θα συμμετάσχει στο πρότζεκτ.
Χριστουγεννιάτικα μηνύματα σε διαφορετικό ύφος από Μπάιντεν και Τραμπ
Και το συγκεκριμένο ερώτημα έρχεται να συνδεθεί με το ευρύτερο ζήτημα της ευρωπαϊκής άμυνας. Με το Ηνωμένο Βασίλειο να εγκαταλείπει την Ευρωπαϊκή Ενωση, η Γαλλία και η Γερμανία είναι αποφασισμένες να επιταχύνουν τα σχέδιά τους για μεγαλύτερη αμυντική ολοκλήρωση. Ενώ το Λονδίνο με ευχαρίστηση συμμετείχε σε κοινά αμυντικά πρότζεκτ με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, το Ηνωμένο Βασίλειο παραδοσιακά αποτελεί σημαντικό εμπόδιο στην ευρωπαϊκή αμυντική ολοκλήρωση, προτιμώντας να επικεντρώνεται αποκλειστικά στο ΝΑΤΟ.
Ετσι, η αναπάντεχη ανακοίνωση από τη Γαλλία και τη Γερμανία ήταν ακόμη περισσότερο σημαντική για τον αποκλεισμό από το Ηνωμένο Βασίλειο. Είναι, ωστόσο, πολύ νωρίς για να αποκλειστεί η βρετανική συμμετοχή. Στην πραγματικότητα, το Ηνωμένο Βασίλειο πιθανότατα θα παίξει ένα ρόλο σε δευτερεύον επίπεδο, όπως με το αμερικανικό F-35. Ωστόσο, η συμμετοχή στις τελευταίες φάσεις του προγράμματος μαχητικών είναι πολύ διαφορετική από τη συμμετοχή στα στάδια του σχεδιασμού, όταν έχουν τεθεί οι λειτουργικές απαιτήσεις, οι προδιαγραφές σχεδιασμού και το μεγάλο μέρος του μεριδίου εργασίας που αναλογεί.
Καθώς το Λονδίνο εξετάζει τις συνέπειες ενός γαλλογερμανικού προγράμματος μαχητικών στις προοπτικές της αμυντικής βιομηχανίας του, Παρίσι και Βερολίνο προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τους σημαντικούς περιορισμούς που παραμένουν μπροστά στην αυστηρότερη ευρωπαϊκή αμυντική ολοκλήρωση.
Υπάρχουν βεβαίως πλεονεκτήματα για το στενό συντονισμό, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας βιομηχανιών κλίμακας, τον περιορισμό των απολύσεων, της βελτίωσης της διαλειτουργικότητας, τον εξορθολογισμό της συντήρησης και τη μείωση του κόστους. Παρ’ όλα αυτά, ο δρόμος είναι γεμάτος εμπόδια και το πρόγραμμα με τα μαχητικά δεν είναι αρκετό για να τα απομακρύνει.
Οπως υπογραμμίστηκε κατά την αποχώρηση της Γαλλίας από το πρόγραμμα Eurofighter, οι διαφωνίες σχετικά με το μερίδιο εργασίας που αναλογούσε και την αρχή για το σχεδιασμό έχουν ταλαιπωρήσει πολύ τα κοινά αμυντικά σχέδια της Ε.Ε.
Η Πολωνία πρόσφατα υποστήριξε ότι οι δυτικοευρωπαϊκές δυνάμεις πρέπει να δουν το θέμα, όπως το ίδιο έγινε και με άλλα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, ως ισότιμοι συμμετέχοντες στη βιομηχανία και όχι ως κράτη-πελάτες, εάν η από κοινού απόκτηση πρόκειται να είναι επιτυχής. Οπως προκύπτει από τη διαμάχη μεταξύ Γαλλίας και Ιταλίας σχετικά με την πώληση του πτωχεύσαντος ναυπηγείου STX, οι οικονομικοί προβληματισμοί σχετικά με τις θέσεις εργασίας και τις ιδιόκτητες τεχνολογίες μπορούν επίσης να δημιουργήσουν σημαντικά εμπόδια στη μεγαλύτερη συνεργασία, ακόμη και όταν η συνεργασία αυτή καθοδηγείται από μεγαλύτερα στρατηγικά ενδιαφέροντα. Και σε αυτή την περίπτωση, είναι η επιθυμία της Γαλλίας και της Ιταλίας να δημιουργηθεί ένα ναυτικό ισοδύναμο της Airbus.
Ωστόσο, τα μεγαλύτερα εμπόδια είναι οι απόλυτα διαφορετικές αμυντικές προτεραιότητες από περιοχή σε περιοχή, ακόμη και από χώρα σε χώρα στην Ευρώπη.
Το ζήτημα, για παράδειγμα, δεν είναι μόνο αν μια χώρα δίνει μεγαλύτερη προτεραιότητα στα τανκς απ’ ό,τι στα πλοία ή τα αεροσκάφη. Είναι επίσης πόσα χρήματα και προσπάθεια πρέπει να επενδυθούν στην άμυνα. Στο τέλος, τα εθνικά συμφέροντα οδηγούν στη λήψη αποφάσεων στην Ευρώπη και τα συμφέροντα αυτά μπορεί να διαφοροποιούνται. Για τη σημαντική αυτή συνεργασία της, η Ε.Ε. παραμένει μια συλλογή κρατών και όχι ένα ενιαίο έθνος. Στον τομέα της άμυνας θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να δημιουργηθεί μια απρόσκοπτη διαδικασία λήψης αποφάσεων, χωρίς να υπάρχει ενιαία πολιτική εξουσία.
Η STRATFOR είναι αμερικανική εταιρεία αναλύσεων σε θέματα διεθνούς στρατηγικής
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής