Οι αστυνομικοί μετά από ενδελεχείς έρευνες έφτασαν στα ίχνη της συμμορίας. Σύμφωνα με πληροφορίες, αρχηγικό μέλος ήταν ένας 27χρονος, ο οποίος είχε συλληφθεί και στην πρώτη γενιά της μαφίας των Ρομά, αλλά είχε αφεθεί ελεύθερος με περιοριστικούς όρους. Συνολικά συνελήφθησαν 7 Ρομά για 31 κλοπές σε σπίτια και 2 ληστείες σε βάρος ενοίκων κατοικιών.
Οι δράστες, αφού επέλεγαν τα σπίτια-στόχους, στη συνέχεια πήγαιναν στην είσοδο και χτυπούσαν τα κουδούνια. Στην περίπτωση που απαντούσε κάποιος που δεν ήταν του χεριού τους, έλεγαν ότι είχαν χάσει τον σκύλο τους ή είχαν μπερδευτεί στον δρόμο και έφευγαν.
Στην επιχείρηση της αστυνομίας συνελήφθησαν 7 ρομά, οι οποίοι χτυπούσαν κυρίως στις περιοχές των Θρακομακεδόνων, στα Λιόσια και το Μενίδι. Μέχρι στιγμής έχουν εξιχνιαστεί 31 κλοπές και δύο ληστείες. Αξιοπερίεργο είναι ότι η σπείρα χρησιμοποιούσε συγκεκριμένα τεχνάσματα. Χτυπούσε επίμονα τα κουδούνια των σπιτιών για να δει αν λείπουν, ενώ αν ήταν κάποιος μέσα στο σπίτι, τα μέλη της σπείρας έλεγαν ότι «έχασαν τον σκύλο τους και τον έψαχναν».
Η σπείρα δεν δίσταζε να ακινητοποιήσει με απειλή όπλου ηλικιωμένους ή ανήλικους και τα μέλη της έσπαγαν πόρτες μπαλκονόπορτες και απενεργοποιούσαν συναγερμούς.
Κατασχέθηκαν 20.000 ευρώ, 21 χρυσές λίρες, φύλλα χρυσού, 27 ρολόγια, πλήθος χρυσαφικών και κοσμημάτων.
Αναλυτικότερα σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΑΣ
Σε βάρος τους σχηματίστηκε δικογραφία για διακεκριμένες κλοπές και ληστείες κατά συναυτουργία και κατά εξακολούθηση, τετελεσμένες και σε απόπειρα, παράβαση της νομοθεσίας για τα όπλα και για την πρόληψη και καταστολή νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Στο πλαίσιο των ερευνών διακριβώθηκε ότι οι συλληφθέντες, οι οποίοι διαβιούσαν πολυτελώς, είχαν συγκροτήσει εγκληματική ομάδα δομημένη με διακριτούς ρόλους και διαρκή δράση, τουλάχιστον προ εξαμήνου, με σκοπό την παράνομη κερδοσκοπία, διαπράττοντας ληστείες και κλοπές, σε βάρος ενοίκων μονοκατοικιών, αρχικά στην περιοχή των Μεσογείων και κατόπιν της Βορειοανατολικής Αττικής.
Πώς δρούσαν
Αναφορικά με τον τρόπο δράσης της οργάνωσης, προέκυψε ότι τα «επιχειρησιακά» μέλη της, (ηλικίας 26, 26, 27, 31 και 31 ετών), είχαν φυσική παρουσία κατά τη διάπραξη των αξιόποινων πράξεων, τροποποιώντας τη σύνθεση της ομάδας, ενώ οι λοιποί συνεργοί είχαν υποστηρικτικό ρόλο φροντίζοντας για την κάλυψη των «επιχειρησιακών» οχημάτων, την παραλαβή και την περαιτέρω διάθεση των κλοπιμαίων.
Αναλυτικότερα, τα μέλη της οργάνωσης έχοντας ως ορμητήριο περιοχές της Δυτικής Αττικής, δρούσαν πρωινές και απογευματινές ώρες και επέλεγαν πολυτελείς μονοκατοικίες σε περιοχές κυρίως της Βορειοανατολικής και Δυτικής Αττικής, ως στόχους, χρησιμοποιώντας τα παρακάτω τεχνάσματα:
Αρχικά, χτυπούσαν επίμονα το κουδούνι των οικιών για να βεβαιώσουν την απουσία των ενοίκων τους και σε περίπτωση που κάποιος απαντούσε, επικαλούνταν κάποια δικαιολογία, σε περίπτωση που κάποιος από τους ενοίκους, δεν απαντούσε έγκαιρα δεν δίσταζαν να τους ακινητοποιούν με την απειλή όπλου, εφόσον ήταν ανήλικοι ή ηλικιωμένοι, προξενούσαν σημαντικές φθορές σε πόρτες, μπαλκονόπορτες και παράθυρα, ενώ σε περίπτωση που υπήρχε συναγερμός φρόντιζαν για την απενεργοποίησή του.
Επιπλέον, για την παρεμπόδιση του έργου των ανακριτικών Αρχών, τα μέλη της οργάνωσης κατά την παράνομη δράση τους φορούσαν κουκούλες, προκειμένου να καλύπτουν τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους, ενώ για τις μετακινήσεις τους διέθεταν και χρησιμοποιούσαν «επιχειρησιακά» οχήματα μεγάλης ιπποδύναμης, με κλεμμένες πινακίδες από τυχαία οχήματα, που ήταν σταθμευμένα κοντά στον τόπο διαμονής τους ή στην περιοχή που δρούσαν.
Σε έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στις οικίες των συλληφθέντων, συνολικά βρέθηκαν και κατασχέθηκαν:
το χρηματικό ποσό των (19.860) ευρώ,
(2) Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητα,
(21) χρυσές λίρες και (2) φύλλα χρυσού βάρους πέντε γραμμαρίων το καθένα,
(27) ρολόγια, πλήθος χρυσαφικών και κοσμημάτων,
(2) κυνηγητικά όπλα,
πληθώρα καρτών sim και διάφορα έγγραφα.
Οι συλληφθέντες με τη δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος τους οδηγήθηκαν στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]