Η 70χρονη Βάσω Χερουβίμ, η 49χρονη Ελένη Χερουβίμ και η 4χρονη Μυρτώ θα οδηγηθούν στις 12 το μεσημέρι στην τελευταία τους κατοικία στους Αγίους Αναργύρους. Η κηδεία του δολοφόνου και αυτόχειρα Χρήστου Ζαπαντιώτη θα γίνει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, ένα χωριό έξω από το Αγρίνιο.
Εντωμεταξύ όλοι ψάχνουν τα αίτια της απίστευτης αυτής τραγωδίας. Πώς ο συγκεκριμένος άνθρωπος που συνάδελφοι και φίλοι τον περιγράφουν ως έναν φυσιολογικό και φυσιολογικό άτομο έφθασε στο σημείο να δολοφονεί τρία άτομα, την σύζυγό του, την πεθερά του και την τεσσάρων ετών κόρη του που έδειχνε να υπεραγαπά και να νοιάζεται. Συνάδελφοί του έλεγαν χαρακτηριστικά ότι τηλεφωνούσε διαρκώς στο σπίτι του για να δει πώς είναι.
Πάντως, την ίδια ώρα, και μετά την απίστευτη αυτή τραγωδία, φαίνεται ότι ανοίγουν στόματα στη γειτονιά και δειλά δειλά μιλούν για καβγάδες και φασαρίες που άκουγαν από το διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου της διπλοκατοικίας στους Αγίους Αναργύρους. Για μια σχέση που δεν ήταν ρόδινη παρά την εικόνα που φρόντιζαν να καλλιεργούν έξω.
Σύμφωνα με πληροφορίες στην οικογένεια υπήρχαν μεγάλες τριβές μεταξύ του 47χρονου αστυνομικού και της 70χρονης πεθεράς του.
Η 70χρονη φαίνεται να μην ενέκρινε τη σχέση της κόρης της, ιατρού ρευματολόγου (σ.σ. ιατρός ήταν και η ίδια), με τον 47χρονο, έναν αρχιφύλακα. Μάλιστα ο ίδιος φέρεται να εκμυστηρευόταν σε κοντινά του πρόσωπα ότι τον υποτιμούσε και τον έθιγε.
Το θέμα του σπιτιού το τελευταίο διάστημα φαίνεται ότι είχε κάνει ακόμη χειρότερη τη μεταξύ τους σχέση. Ο 47χρονος επιθυμούσε η πεθερά του να φύγει από το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου όπου ζούσε για να φτιάξει εκεί ιατρείο η κόρη της για να είναι κοντά στην κόρη τους. Εξ’ αυτού του λόγου δημιουργούνταν εντάσεις ενώ τελευταία πρέπει να είχε μπει στη συζήτηση και η απειλή του διαζυγίου κάτι που εξόργιζε τον 47χρονο.
Οπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους οι Αρχές, ο καβγάς πρέπει να ξεκίνησε στη μία τη νύχτα την περασμένη Κυριακή. Τον καβγά μεταξύ του ζευγαριού φαίνεται πως άκουσε η μητέρα της 49χρονης γιατρού και αμέσως ανέβηκε από το πρώτο όροφο όπου και διαμένει, στο διαμέρισμα τις κόρης της προκειμένου να δει τι συμβαίνει. Μάλιστα εκτιμάται πως την πόρτα του διαμερίσματος άνοιξε η ίδια η 49χρονη, σε μια προσπάθεια να αποφύγει την επίθεση του άνδρα της.
Ο 47χρονος στη συνέχεια πήρε το υπηρεσιακό του όπλο και το έστρεψε κατά της πεθεράς του και της συζύγου του, αφού πρώτα έριξε στον αέρα. Όπως διαπιστώθηκε από την ιατροδικαστή, η 49χρονη σύζυγος του αστυνομικού είχε πυροβοληθεί τρεις φορές στο στήθος, σχεδόν εξ επαφής, ενώ η μητέρα της είχε δεχθεί δυο πυροβολισμούς, στο στήθος και το κεφάλι.
Οι δύο γυναίκες βρέθηκαν νεκρές κοντά στην μπαλκονόπορτα του σαλονιού, σε απόσταση λιγότερη τους ενός μέτρου μεταξύ τους.Από την στάση των πτωμάτων οι αστυνομικοί εκτιμούν πως οι δυο γυναίκες προσπάθησαν να βγουν στο μπαλκόνι, προκειμένου να ζητήσουν βοήθεια.
Καιρός: Χειμώνας μέχρι και την Κυριακή - Που θα χιονίσει στην Αττική - Πώς θα κινηθεί η κακοκαιρία
Στη συνέχεια, ο αστυνομικός κατευθύνθηκε προς την κρεβατοκάμαρα του ζευγαριού, καθώς η μικρούλα είχε ξυπνήσει από τους πυροβολισμούς και είχε βάλει τα κλάματα. Αφού ηρέμησε και κοίμησε ξανά το παιδί, το πυροβόλησε στον κρόταφο. Σκέπασε τη σορό της μικρής με ένα σεντόνι και ύστερα από μιάμιση ώρα γονάτισε στο κρεβάτι του και έβαλε τέλος στη ζωή του.
Την ίδια στιγμή σε εγρήγορση βρίσκονται στην ΕΛ.ΑΣ. μετά το τραγικό περιστατικό. Όπως γράφει σήμερα Ελεύθερος Τύπος οι αστυνομικοί φοβούνται και για νέα παρόμοια περιστατικά.
Οι… δόκτορες Τζέκιλ και κύριοι Χάιντ της Ελληνικής Αστυνομίας. Οι υποδειγματικοί επαγγελματίες που μεταλλάσσονται βίαια και δολοφονικά στο οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον.
Το ποσοστό τους εξαιρετικά μικρό στους κόλπους του αστυνομικού σώματος, συνταρακτικό όμως για την κοινή γνώμη όταν εκδηλώνεται. Τραγωδίες σαν αυτή που επεφύλασσε ο 47χρονος αρχιφύλακας Χρήστος Ζαπαντιώτης μπορεί να παραμένουν και «χωρίς διάγνωση».
Από τους περίπου 55.000 αστυνομικούς, από το 2009, με τον νόμο 3169, όταν συστάθηκε η υπηρεσία καταλληλότητας οπλοφορίας, έχουν εξεταστεί μόλις 27.000 αστυνομικοί, δηλαδή οι υπόλοιποι 28.000 δεν έχουν περάσει ψυχομετρικά τεστ. Από αυτούς που εξετάστηκαν, οι περίπου 350 αφοπλίστηκαν, δηλαδή ένα ποσοστό 1,56%, με το εκτιμώμενο ποσοστό στο σύνολο του αστυνομικού προσωπικού να κυμαίνεται στο 3%.
Οι υγειονομικές υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας διαθέτουν 48 άτομα ειδικούς επιστήμονες, ωστόσο οι 11 από αυτούς συμμετέχουν στις ειδικές επιτροπές από τις οποίες εξετάζονται οι αστυνομικοί, νούμερο εξαιρετικά χαμηλό για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των εξετάσεων και του επανελέγχου κάθε 5 χρόνια! Ο 47χρονος αρχιφύλακας είχε μπει στην ΕΛ.ΑΣ. το 1992 και πέρασε ψυχομετρικά τεστ… 19 χρόνια αργότερα, αν και με το «βιογραφικό» του πολύ δύσκολα θα μπορούσε να διαγνωστεί, αν υπήρχε, η οποιαδήποτε δολοφονική προδιάθεση.
Ο… δόκτωρ Τζέκιλ
Αναφορικά με την περίπτωση του 47χρονου αρχιφύλακα, ο Μανώλης Κουφάκης, αστυνομικός διευθυντής Υγειονομικού, στέλεχος στο Ψυχιατρικό-Ψυχολογικό Τμήμα ΕΛ.ΑΣ., επιστημονικός υπεύθυνος της τηλεφωνικής γραμμής ψυχολογικής στήριξης της αστυνομίας, μιλώντας στον «Ελεύθερο Τύπο», δηλώνει χαρακτηριστικά: «Η μεγαλύτερη διαχείριση είναι η κρίση στην οικογένειά μας και στο σπίτι μας.
Εκεί μπορώ να πω ότι μεταλλασσόμαστε όλοι. Είναι πολύ δύσκολο να διαχειριστούμε την καθημερινότητά μας. Ανετα μπορεί κάποιος να είναι δόκτωρ Τζέκιλ και κύριος Χάιντ. Το περιστατικό που συζητάμε δεν είναι εξαίρεση, εύχομαι να μη βγω αληθινός, αλλά θα το ζήσουμε και στο μέλλον».
«Ο συγκεκριμένος άνθρωπος ήταν υπεράνω πάσης υποψίας. Πρώτον υπηρετούσε σε μία πολύ καλή υπηρεσία της Ελληνικής Αστυνομίας στο πλευρό ενός πρώην πρωθυπουργού, με άλλες παραστάσεις, με άλλη καθημερινότητα και θα έλεγα και όχι δύσκολο αστυνομικό έργο. Φανταστείτε ότι ο κ. Σημίτης είπε για τον συγκεκριμένο ότι ήταν υπόδειγμα, εξαίρετος, διαμάντι.
Ακόμη και την προηγούμενη εβδομάδα, αν έφθανε με ένα εισηγητικό άριστο από τους προϊσταμένους του, από τον πρώην πρωθυπουργό ως πολύ καλός και εξαίρετος στη δουλειά του χωρίς τίποτα στον φάκελό του, δεν θα υπήρχε κίνητρο και λόγος από την εξέτασή του 10-20 λεπτά να έχω διαφορετική γνώμη. Η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν προβλέπεται, μπορεί να έχει παραμέτρους, μπορεί να έχει κάποια στοιχεία, αλλά δεν μπορούμε να είμαστε κάθετοι στην επόμενη κίνηση του κάθε ανθρώπου, να προβλέψουμε τι θα κάνει επακριβώς», συμπληρώνει εμφατικά ο κ. Κουφάκης.
Το ταμπού
«Για να απευθυνθεί κάποιος σε ειδικό ψυχικής υγείας παραμένει ακόμη ταμπού στην Ελλάδα. Πολλές φορές κάνουμε το εξής μεγάλο λάθος, δεν θέλουμε το πρόβλημα να βγει έξω από το σπίτι μας. Αυτό είναι το τραγικό. Πρέπει ουσιαστικά να μιλήσουμε, όταν μιλήσουμε, μόνο κερδίζουμε, για τον απλούστατο λόγο ότι κάποιος έχει περισσότερη εμπειρία, έχει δει περισσότερα περιστατικά, έχει ζήσει καταστάσεις και θα βοηθήσει και εμάς και την οικογένειά μας και όχι να φθάνουμε σε καταστάσεις σας αυτές τις τελευταίες. Απαραίτητη προϋπόθεση παραμένει η βοήθεια των προϊσταμένων, του ατομικού δελτίου του κάθε αστυνομικού, δηλαδή τι χρόνια υπηρεσίας έχει, οικογενειακή κατάσταση, αν έχει ποινές, αν έχει καμία επίπληξη κατά την υπηρεσία, αν έχει δημιουργήσει προβλήματα σε ιδιώτες, αν έχει εμπλακεί σε οτιδήποτε, είναι ένα σημαντικό εργαλείο για εμάς να ξεκινήσουμε την παρέμβαση», επισημαίνει ο αστυνομικός διευθυντής.
Η έλλειψη επιστημονικού προσωπικού επιχειρήθηκε να καλυφθεί με την τηλεφωνική γραμμή ψυχολογικής υποστήριξης, η οποία είχε αναπάντεχα θετικά αποτελέσματα το πρώτο 9μηνο λειτουργίας της. Οι ένστολοι μπορούν να σώσουν την ψυχή τους και τους γύρω τους, όπως λέει ο κ. Κουφάκης, επικοινωνώντας στο 210 3410900 και υπερτονίζει: «Η ζωή είναι μια βόλτα και η σιωπή δεν λύνει προβλήματα»…
Το «ψυχογράφημα» της ΕΛ.ΑΣ. σε αριθμούς
55.000 άτομα το σύνολο του προσωπικού
27.000 αστυνομικοί εξετάστηκαν από το 2009
28.000 ένοπλοι δίχως ψυχομετρικά
369 (1,56%) αφοπλίστηκαν
48 ειδικοί επιστήμονες, με μόλις 11 να συμμετέχουν στις επιτροπές εξετάσεων και «αφοπλισμού»
606 κλήσεις έγιναν από τον Μάρτιο έως τον Νοέμβριο 2017 στη Γραμμή Ψυχολογικής Στήριξης
228 ήταν οι άνδρες και 308 γυναίκες που κάλεσαν, ενώ συνολικά ήταν 208 εν ενεργεία αστυνομικοί, 12 συνταξιούχοι, 159 μέλη (π.χ. πολιτικό προσωπικό) και 227 άλλες περιπτώσεις
70 ήταν οι αναπάντητες κλήσεις που για τους επιστήμονες της ΕΛ.ΑΣ. έχουν τη σημασία τους
180 κάλεσαν για να ζητήσουν ενημέρωση, 106 ψυχολογική υποστήριξη, 201 συμβουλευτική και 119 ζήτησαν άλλους τρόπους βοήθειας