Του Παναγιώτη Τσαπόγα*
Προκαλείται:
• από την αδυναμία του παγκρέατος να παράγει ινσουλίνη (όπως είναι η περίπτωση του διαβήτη τύπου 1) ή από την αδυναμία του οργανισμού να χρησιμοποιήσει σωστά την ινσουλίνη (αντίσταση στην ινσουλίνη στους μύες και το λίπος στην περίπτωση του διαβήτη τύπου 2)
• από υπερβολική παραγωγή γλυκόζης από τις αποθήκες γλυκόζης του ήπατος. Η ινσουλίνη είναι ορμόνη που, μεταξύ άλλων, διευκολύνει τη γλυκόζη να μπει στα κύτταρά μας και να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή ενέργειας.
Ανάλογα με τον τύπο του διαβήτη χρησιμοποιούνται διαφορετικά φάρμακα για να ελαττώσουν τη γλυκόζη στο αίμα. Στον τύπο 1, η μόνη θεραπεία είναι οι ενέσεις ινσουλίνης. Στον τύπο 2 χρησιμοποιούνται χάπια ή/και άλλες ενέσεις ή/και ινσουλίνη.
Για πολλά χρόνια χρησιμοποιούσαμε δυο ομάδες φαρμάκων για τη θεραπεία του διαβήτη τύπου 2 (εκτός από την ινσουλίνη):
• τις σουλφονυλουρίες, που αυξάνουν πολύ την παραγωγή ινσουλίνης από το πάγκρεας
• τα διγουανίδια, με κύριο εκπρόσωπο τη μετφορμίνη, που δρα στο ήπαρ και ελαττώνει την παραγωγή γλυκόζης από αυτό.
Ήδη από τον εικοστό αιώνα χρησιμοποιούνται τρεις ακόμα ομάδες φαρμάκων:
• οι γλινίδες που αυξάνουν για λίγες ώρες την παραγωγή ινσουλίνης
• οι γλιταζόνες που ελαττώνουν την αντίσταση στην ινσουλίνη και
• οι αναστολείς του εντερικού ενζύμου γλυκοσιδάση με κύριο εκπρόσωπο την ακαρβόζη, που εμποδίζουν την πέψη και την απορρόφηση ορισμένων σακχάρων στο έντερο.
Τα τελευταία δέκα χρόνια τρεις ακόμα κατηγορίες αντιδιαβητικών φαρμάκων έχουν προστεθεί:
• Οι γλιπτίνες που αυξάνουν την παραγωγή ινσουλίνης από το πάγκρεας ανάλογα με τη συγκέντρωση γλυκόζης στο αίμα και ελαττώνουν την παραγωγή γλυκόζης από το ήπαρ
• Οι αγωνιστές του υποδοχέα της εντερικής ορμόνης GLP-1 που χορηγούνται με ένεση και δρουν όπως η προηγούμενη ομάδα, αλλά επί πλέον μπορούν να ελαττώσουν το σωματικό βάρος
• Οι γλιφλοζίνες και προκαλούν αυξημένη αποβολή γλυκόζης στα ούρα και ελαττώνουν επίσης το σωματικό βάρος και την αρτηριακή πίεση
Τα τελευταία χρόνια, στα διεθνή διαβητολογικά συνέδρια ανακοινώνονται μεγάλες κλινικές μελέτες, που περιλαμβάνουν χιλιάδες ασθενών στους οποίους έχει δοθεί (μαζί με άλλη αντιδιαβητική αγωγή) κάποιο από τα καινούργια αυτά φάρμακα ή εικονικό φάρμακο επί πολλά χρόνια. Οι μελέτες αυτές αφορούν την δράση των φαρμάκων αυτών, τόσο στη ρύθμιση του διαβήτη όσο και στην επίδρασή τους στην καρδιά και τα αγγεία. Τα περισσότερα φάρμακα έχουν ουδέτερη δράση στις καρδιαγγειακές επιπλοκές. Φαίνεται όμως ότι, τα φάρμακα της τελευταίας ομάδας (οι γλιφλοζίνες), όπως και η λιραγλουτίδη (φάρμακο της προτελευταίας ομάδας), ασκούν επιπλέον ευεργετικές δράσεις στην καρδιά και ελαττώνουν ορισμένες καρδιαγγειακές επιπλοκές.
Η επιστημονική κοινότητα έχει εντυπωσιαστεί από τα αποτελέσματα των μελετών αυτών και πλέον προκύπτουν νέες οδηγίες για τη ρύθμιση του διαβήτη αλλά και για την πρόληψη των καρδιαγγειακών επιπλοκών. Οι εξελίξεις αυτές, που αποτυπώνονται και σε μελέτες που δείχνουν παράταση της ζωής των ατόμων με διαβήτη, αλλά και βελτίωση της ποιότητάς της όσο περνούν τα χρόνια, προκαλούν αισιοδοξία τόσο στους ερευνητές όσο και στους κλινικούς γιατρούς.
*Ο Παναγιώτης Τσαπόγας είναι Αναπληρωτής Διευθυντής του Γ΄ Παθολογικού Τμήματος, Ειδικού Διαβητολόγου, Κέντρο Μεταβολισμού & Διαβήτη, Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center