Στο μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του ’80 και τα πρώτα χρόνια εκείνης του ’90 το κορυφαίο μπασκετικό γεγονός στο ελληνικό χώρο ήταν τα ντέρμπι Αρη – ΠΑΟΚ, που συνήθως έκριναν τους τίτλους. Ντέρμπι που γίνονταν σε ηλεκτρισμένη αλλά εκπληκτική ατμόσφαιρα παρουσία των οπαδών και των δύο ομάδων στην κοινή έδρα τους, το Αλεξάνδρειο.
Η κόντρα Αρη – ΠΑΟΚ άρχισε να απασχολεί ολόκληρη την μπασκετική Ελλάδα από το 1982, όταν άρχισε να ενδυναμώνεται ο «Δικέφαλος του Βορρά» με τους Παναγιώτη Φασούλα, Μάνθο Κατσούλη και τον προερχόμενο από τους «κίτρινους» Βαγγέλη Αλεξανδρή και να παίζει και εκείνος πρωταγωνιστικό ρόλο μετά τον Αρη, που είχε πάρει το πρώτο πρωτάθλημα Α’ Εθνικής το 1979 και λίγους μήνες αργότερα απέκτησε τον Νίκο Γκάλη.
Η αντιπαλότητα των δύο μεγάλων ομάδων της Θεσσαλονίκης ωφέλησε συνολικά το ελληνικό μπάσκετ: Η μισή Εθνική του 1987 ήταν παίκτες του Αρη (Νίκος Γκάλης, Παναγιώτης Γιαννάκης, Μιχάλης Ρωμανίδης, Νίκος Φιλίππου) και του ΠΑΟΚ (Παναγιώτης Φασούλας, Νίκος Σταυρόπουλος). Χάρη στις τηλεοπτικές μεταδόσεις συνήθως σε περιγραφή του αείμνηστου Φίλιππου Συρίγου των ντέρμπι Αρη – ΠΑΟΚ το μπάσκετ κέρδιζε νέους φιλάθλους.
Ακόμη, η κόντρα Αρη – ΠΑΟΚ έδωσε κίνητρο στις ομάδες της Αθήνας να αμφισβητήσουν τα πρωτεία της Θεσσαλονίκης. Οι «κίτρινοι» από το 1983 έως το 1991 κατέκτησαν οκτώ πρωταθλήματα Ελλάδας, πέντε Κύπελλα Ελλάδας, ενώ το 1993 πανηγύρισαν για το πρώτο ευρωπαϊκό τρόπαιό τους (Ευρωπαϊκό Κύπελλο). Ο «Δικέφαλος του Βορρά» κατέκτησε το 1991 τον πρώτο ευρωπαϊκό τίτλο του ελληνικού μπάσκετ (Ευρωπαϊκό Κύπελλο), μετά το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης της ΑΕΚ του 1968, ενώ ακολούθησε η κατάκτηση του πρωταθλήματος Ελλάδας το ’92.
Η «αναγέννηση» του τμήματος μπάσκετ του Ολυμπιακού έγινε το 1991, όταν ο «αρχιτέκτονας» των επιτυχιών του Αρη, Γιάννης Ιωαννίδης, ανέλαβε την τεχνική ηγεσία των «ερυθρολεύκων», με πρόεδρο τον Σωκράτη Κόκκαλη. Η ομάδα του Πειραιά έγινε πανίσχυρη όταν ο Φασούλας… κατηφόρισε από τη Θεσσαλονίκη στο «μεγάλο λιμάνι».
Ο Παναθηναϊκός άφησε πίσω τα «πέτρινα χρόνια» το 1992, όταν ο Παύλος και ο Θανάσης Γιαννακόπουλος έντυσαν στα «πράσινα» τον Νίκο Γκάλη. Ο Παναθηναϊκός πήρε το πρώτο πρωτάθλημά του μετά από 14 «άγονα» χρόνια, το 1998, με προπονητή τον Λευτέρη Σούμποτιτς, τον φόργουορντ που συμπλήρωνε ιδανικά το δίδυμο Γκάλης – Γιαννάκης στον «αυτοκράτορα» Αρη.
Πώς λοιπόν οι δύο μεγάλες ομάδες της Θεσσαλονίκης, της πόλης στην οποία πριν από ακριβώς 100 χρόνια άρχισε να παίζεται μπάσκετ στην Ελλάδα, έφτασαν στο σημείο να είναι ξεπεσμένοι βασιλιάδες του αθλήματος στη χώρα μας;
Η ιστορία των Αρη, ΠΑΟΚ τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες θυμίζει έντονα την πορεία της Ελλάδας προς τη χρεοκοπία και τα Μνημόνια: κακοδιαχείριση, κακοδιοίκηση, έλλειψη μακροπρόθεσμου πλάνου και προγραμματισμού, ανευθυνότητα είναι οι κοινές συνισταμένες.
Πρώτα η διοίκηση των «κιτρίνων» ήταν εκείνη που μετά τον θρίαμβο του ’87 «εκτόξευσε» τις αμοιβές των μπασκετμπολιστών προκειμένου να ικανοποιήσει τα «θέλω» των Γκάλη, Γιαννάκη, που είχαν εξελιχθεί σε σταρ του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Ακολούθησε με τη σειρά του ο ΠΑΟΚ, ο οποίος επιδίωκε να γίνει… χαλίφης στη θέση του χαλίφη Αρη.
Παρότι ο «αυτοκράτορας» είχε τεράστια έσοδα (ο Γιάννης Ιωαννίδης υποστήριζε πως το 1990, προτού «εκτοξευτούν» τα τηλεοπτικά έσοδα λόγω της δημιουργίας της ιδιωτικής τηλεόρασης, ο Αρης έβαζε στο ταμείο του το ποσό των 1 δισ. δραχμών) δεν μπορούσε να ισοσκελίσει τα έξοδα, με συνέπεια τα οικονομικά προβλήματα να εμφανιστούν από το 1991 και να οδηγήσουν στην αποχώρηση του Γκάλη.
Οι «κίτρινοι» και ο τότε πρόεδρός τους Θεόφιλος Μητρούδης ουσιαστικά οδηγήθηκαν στην απόφαση να μη συνεχίσει ο Γκάλης στον Αρη, κυρίως για οικονομικούς λόγους. Μετά το 1992 οι δύο μεγάλες ομάδες της Θεσσαλονίκης προσπάθησαν να ανταγωνιστούν τους Ολυμπιακό, Παναθηναϊκό, που επέστρεψαν δυναμικά στο προσκήνιο, χωρίς όμως ο Αρης και ο ΠΑΟΚ να διαθέτουν παράγοντες με τα… πορτοφόλια του Σωκράτη Κόκκαλη και της οικογένειας Γιαννακόπουλου.
Επιπλέον, οι δύο μεγάλοι της Θεσσαλονίκης δεν αξιοποίησαν άλλα συγκριτικά πλεονεκτήματά τους σε σχέση με τις ομάδες της Αθήνας: τη δυναμική του κόσμου τους και της πόλης, που είναι πιο μπασκετική από την πρωτεύουσα, την αυξημένη τεχνογνωσία την οποία είχαν αποκτήσει από τη δεκαετία του ’80, τα ταλέντα της Θεσσαλονίκης και γενικά της Βόρειας Ελλάδας.
Ο Νίκος Ζήσης, για παράδειγμα, ήταν «παιδί» της ΧΑΝΘ, αλλά δεν έπαιξε ούτε στον Αρη ούτε στον ΠΑΟΚ, αλλά στην ΑΕΚ. Ο Νίκος Χατζηβρέττας προέρχεται από τον Εύοσμο, όμως την ευκαιρία να αναδειχθεί τη βρήκε στον Ηρακλή. Ο Δημήτρης Διαμαντίδης μεγάλωσε στην Καστοριά, αλλά και εκείνον τον ανακάλυψε ο Ηρακλής κ.ο.κ.
Ο Αρης την εποχή της «αυτοκρατορίας» του δεν φρόντισε να αποκτήσει νέο και δικό του κλειστό γήπεδο. Ο «Δικέφαλος του Βορρά», αντίθετα, δημιούργησε το «Παλατάκι», το οποίο όμως δεν μπορεί να το αξιοποιήσει, γιατί μετά την κατασκευή του άρχισε η πτωτική πορεία της ομάδας.
Κυνηγώντας χίμαιρες, οι Αρης και ΠΑΟΚ βρέθηκαν στο τέλος της δεκαετίας του ’90 πνιγμένοι στα χρέη, ενώ οι «κίτρινοι» απέφυγαν τον υποβιβασμό στην Α2 την τελευταία στιγμή το 2002. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, τότε υπουργός και βουλευτής Θεσσαλονίκης, έκανε… δωράκι σε ΠΑΟΚ και Αρη διαγράφοντας το μεγαλύτερο μέρος των χρεών τους με τη νομοθετική διάταξη περιορισμένης χρονικής ισχύος περί ειδικής εκκαθάρισης των Αθλητικών Ανωνύμων Εταιριών.
Οι παράγοντες των δύο μεγάλων ομάδων της συμπρωτεύουσας, ωστόσο, παρότι έπεσαν από τον Λευκό Πύργο και όχι μόνο σώθηκαν αλλά βρήκαν και πορτοφόλι, συνέχισαν τα ίδια λάθη: Προσπαθούσαν, αναπολώντας το παρελθόν, να ανταγωνιστούν τους Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό χωρίς να έχουν τις οικονομικές δυνατότητες, χωρίς να οργανώνονται στους τομείς του μάρκετινγκ και της προσέλκυσης εσόδων, όπως αρμόζει στον επαγγελματικό αθλητισμό, και χωρίς μακροπρόθεσμο πλάνο και στρατηγική.
Ετσι, μία δεκαετία μετά τη διαγραφή των χρεών τους ο Αρης και ο ΠΑΟΚ βρέθηκαν πάλι σε οικονομικό αδιέξοδο! Ο «Δικέφαλος του Βορρά» επιβιώνει με τις «ενέσεις» του Ιβάν Σαββίδη, ενώ στους «κίτρινους» το πρόβλημα διογκώθηκε μετά την καταστροφική περίοδο (2015-2017) της ιδιοκτησίας του Νίκου Λάσκαρη.
Ζητείται επενδυτής
Ακόμη κι αν ο Αρης και ο ΠΑΟΚ τη γλιτώσουν τη φετινή σεζόν, δύσκολα θα αντέξουν την επόμενη. Τα χρέη τους υπολογίζονται σε τουλάχιστον 5 εκατομμύρια ευρώ για κάθε ΚΑΕ, ενώ λόγω των οικονομικών προβλημάτων τους η προοπτική της Ευρωλίγκας δεν υπάρχει στον ορίζοντα.
Μονάχα εάν βρεθούν δύο ισχυροί οικονομικοί παράγοντες ή γκρουπ επιχειρηματιών να αναλάβουν τα χρέη των δύο ιστορικών ομάδων θα αναστραφεί η πορεία των άλλοτε ισχυρών του ελληνικού μπάσκετ, αλλά κάτι τέτοιο στη σημερινή εποχή μοιάζει με όνειρο. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δεν βρεθεί λύση στο θέμα των χρεών, το μέλλον δεν είναι ευοίωνο.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής