Την πρώτη φορά που συζήτησα με τον Κεχαγιά για το βιβλίο του -το οποίο εκείνη την εποχή βρισκόταν στο τελευταίο στάδιο- ήταν σε ένα μπαρ του Κέντρου. Αν θυμάμαι και καλά, σε τρεις μέρες ερχόντουσαν τα Χριστούγεννα.
Από τον Κώστα Χρήστου
Είχε προηγηθεί μία πλούσια κουβέντα γύρω από τα βιβλία και την συγγραφή, όταν ανέφερα στον Παναγιώτη ένα φόβο που πάντα είχα -και έχω- σαν γραφιάς: την περίπτωση να μην καταλάβει ο κόσμος τι ακριβώς γράφεις. Η απάντηση του ήταν ήρεμη και αποστομωτική: «Δεν το κάνεις για εκείνους. Το κάνεις για τις λέξεις. Μόνο γι’ αυτές».
Αυτή η πραγματικά καλαίσθητη και ρομαντική άποψη του Κεχαγιά για το «γραπτό» σαν ύπαρξη, είναι το υλικό για να δημιουργήσει κανείς τις ωραιότερες ιστορίες. Γιατί αυτό το καταλαβαίνεις από την πρώτη σελίδα του βιβλίου του, «Τελευταία Προειδοποίηση», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες.
Σκοτεινό, ατμοσφαιρικό, σε σημείο που σε κάνει να νιώθεις θύτης και θύμα την ίδια στιγμή. Από την ιστορία πρόλογο, που βρίσκεσαι παγιδευμένος σε έναν λαβύρινθο χωρίς να το γνωρίζεις, μέχρι τη στιγμή που ο Κεχαγιάς σου συστήνει ξανά τον κύριο Γκλας και την ύστατη μάχη με την φύση. Μία ιστορία που σε βάζει μεν στη πλευρά του παρατηρητή, αλλά αν νιώθεις «καλός Σαμαρείτης» για τα δεινά του Γκλας, σου είναι αδύνατο να αντιδράσεις και να συνδράμεις. Το μόνο που μπορείς να κάνεις, είναι να περιμένεις την έκβαση από το παρατηρητήριο των σελίδων του Κεχαγιά, ελπίζοντας το καλύτερο για τον κύριο Γκλας. Και αυτό ακριβώς το συναίσθημα, όπου συμμετέχεις σε ένα σενάριο που κλονίζει τόσο τις αισθήσεις όσο και την ψυχοσύνθεση σου την ίδια στιγμή, είναι κάτι που προσωπικά το βρίσκω σε λίγα βιβλία. Ο Κεχαγιάς καταφέρνει να είναι περιγραφικός σαν τον Κέρουακ και ταυτόχρονα, σου πετάει μικρές-μικρές πινελιές μυστηρίου όπως συνηθίζει να κάνει, ο πολύ νεώτερος, Ρεβέρτε.
Σε κάθε περίπτωση όμως, όλα τα παραπάνω, απαντούν ξεκάθαρα στο αρχικό ερώτημα. Ναι. Ο Παναγιώτης Κεχαγιάς, είναι ένας από τους καλύτερους συγγραφείς της γενιάς του.
Τι είναι το γράψιμο για σένα;
Έχω προσπαθήσει κατά καιρούς να δώσω μια ικανοποιητική απάντηση στον εαυτό μου, αλλά κάθε φορά που νομίζω ότι την έχω βρει αυτή αλλάζει πάλι μορφή, σαν τη διάταξη των σταγόνων στην επιφάνεια ενός καθρέφτη που κάποιος έχει αφήσει στην αυλή την ώρα που βρέχει. Θα μπορούσα να πω ψέματα λέγοντας ότι είναι ένας τρόπος για να εμπλουτίσω την καθημερινότητά μου, η οποία πάσχει στον τομέα των συγκινήσεων, ή ότι συγκροτώντας ένα αρχείο θα μπορέσω να ξεπεράσω με κάποιον τρόπο τα όρια της ζωής μου, αλλά η αλήθεια, τελικά, είναι ότι πρόκειται για τη μοναδική προσπάθειά μου για το αποτέλεσμα της οποίας μπορώ να ισχυριστώ ότι νιώθω μια κάποια ικανοποίηση. Σε όλους τους υπόλοιπους τομείς έχω πολύ σοβαρότερα ελλείμματα.
Τι σου άρεσε να διαβάζεις μικρός;
Tα τελευταία χρόνια έχω συνειδητοποιήσει πόσο τυχαία είναι τελικά η διαμόρφωση των ενδιαφερόντων κάθε ανθρώπου. Στη δική μου περίπτωση ήταν ο πατέρας μου αυτός που με έμαθε να διαβάζω, πριν ακόμη πάω στο νηπιαγωγείο, και είχε τη φαεινή ιδέα να μου δώσει το πρώτο εφηβικό βιβλίο πριν καλά-καλά κλείσω τα έξι (Ο Δεκαπενταετής Πλοίαρχος του Ιουλίου Βερν). Οπότε, μόλις τελείωσα τον Βερν και τον Μικρό Βρικόλακα και αρκετά από τα βιβλία του Ρόαλντ Νταλ, ανακάλυψα τη βιβλιοθήκη του πατέρα μου. Πρέπει να ήταν μεσαίου μεγέθους, αλλά στο μυαλό μου είναι τεράστια, με εννέα ράφια που υψώνονται μέχρι το μακρινό ταβάνι και μήκος πάνω από εικοσιπέντε μέτρα. Εκεί κατοικούσαν οι μεγάλοι συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας του ’50, του ’60 και του ’70: Ισαάκ Ασίμοφ, Ρότζερ Ζελάζνυ, Χάρλαν Έλισον, Φίλιπ Ντικ, Μπράιαν Άλντις, Νόρμαν Σπίνραντ, Φρέντερικ Πολ, Ρόμπερτ Χάινλαϊν, οι εκπληκτικές ανθολογίες του Εξάντα, οι τρεις μαύροι τόμοι των Απάντων του Λάβκραφτ (που έκτοτε έχουν γίνει παστέλ), αλλά και Μάχεν, Ντάνσανυ, Χάουαρντ, Χέρμπερτ κτλ. Μέχρι περίπου την ηλικία των δεκατριών διάβαζα αδιακρίτως.
Ποιοι συγγραφείς πιστεύεις ότι έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση της γραφής σου; Που σε ώθησαν να γίνεις λίγο καλύτερος;
Ο αριθμός τους είναι σίγουρα τριψήφιος, οπότε θα δοκιμαζόταν η υπομονή ακόμη και του πιο καλόβολου αναγνώστη αυτής της συνέντευξης αν τους απαριθμούσα εδώ. Αυτό που νομίζω ότι έχει κάποιο ενδιαφέρον είναι ότι έχουν αντικατασταθεί από μια άλλη λίστα συγγραφέων που δεν θα μπορούσαν ποτέ να διαμορφώσουν το γράψιμό μου, αφού το επίπεδό τους ξεπερνάει κατά πολύ τις συγγραφικές, αλλά δυστυχώς όχι και τις αναγνωστικές δυνατότητές μου: Γουίλιαμ Γκάντις, Τόμας Πίντσον, Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, Ντον ΝτεΛίλλο, Τζόζεφ ΜάκΕλροϋ, Γουίλιαμ Φώκνερ, Κόρμακ Μακάρθυ, Στιβ Έρικσον.
Υπάρχει κάποιο βιβλίο που πιστεύεις ότι πραγματικά σου άλλαξε την ζωή;
Νομίζω ότι ακόμη προσπαθώ να συνέλθω από την έκρηξη που προκάλεσε στο κεφάλι μου το V. του Τόμας Πίντσον. Ήταν το βιβλίο που με μετέτρεψε από χομπίστα σε εντελώς συστηματικό αναγνώστη.
Η Τελευταία Προειδοποίηση ήταν ένα σκοτεινό αλλά και παράλληλα αδιανόητα ατμοσφαιρικό βιβλίο. Πόσο εύκολο ή δύσκολο σου ήταν να το γράψεις;
Δεν μπορώ να δώσω μια ικανοποιητική απάντηση γιατί ο σκόρπιος τρόπος με τον οποίο γράφω κάνει αδύνατη κάθε αξιοπρεπή εκτίμηση της ευκολίας ή της δυσκολίας. Στο κάτω-κάτω δεν νομίζω ότι υπάρχει βιβλίο στην ιστορία της λογοτεχνίας που να γράφτηκε εύκολα. Ακόμη κι ένα μέτριο ή ένα κακό βιβλίο είναι ένα μνημείο στην επιμονή (ή μάλλον στη μονομανία) του συγγραφέα του. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι η διαδικασία ήταν μακρά και επίπονη, και ότι η σκέψη και μόνο ότι θα πρέπει κάποια στιγμή να την επαναλάβω μου προκαλεί τρόμο.
Αν συναντούσες τον 20χρονο εαυτό σου, ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα του έδινες να διαβάσει;
Το Tours of the Black Clock του Στιβ Έρικσον, το Σπίτι από Φύλλα του Μαρκ Ζ. Ντανιελέφσκι, το Φυλαχτό του Ρομπέρτο Μπολάνιο, Το Infinite Jest του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, και το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας του Τόμας Πίντσον.
Έχω μία απλή ερώτηση: γιατί μικρές ιστορίες; Γιατί όχι ένα μεγάλο διήγημα από την στιγμή που δείχνεις ότι κατέχεις και την γραφή και έχεις τις ιδέες;
Κάθε ιστορία επιβάλλει το δικό της μέγεθος. Υπάρχουν μερικές που απαιτούν χίλιες λέξεις και άλλες που απαιτούν τριακόσιες χιλιάδες. Εγώ από την πλευρά μου μπορώ να βεβαιώσω ότι τα διηγήματα που απαρτίζουν την Τελευταία Προειδοποίηση έχουν ακριβώς το μέγεθος που τους αναλογεί, ούτε λέξη παραπάνω, ούτε λέξη παρακάτω. Το μέγεθός τους λοιπόν υπονοεί είτε ότι δεν έχω βρει ακόμη την ιστορία που να απαιτεί περισσότερο χώρο, είτε ότι αποτυγχάνω ξανά και ξανά στην προσπάθειά μου να ξεπεράσω το όριο των δεκαπέντε χιλιάδων λέξεων.
Είναι εύκολο για ένα νέο συγγραφέα να εκδώσει το βιβλίο του σήμερα;
Εγώ υπήρξα ιδιαίτερα τυχερός σε αυτήν την άβολη διαδικασία. Βοήθησε και το γεγονός ότι είχα μια αρκετά καλή εικόνα των εκδοτικών οίκων, των καταλόγων τους (και άρα της στόχευσής τους) και των δυνατών και αδύναμων σημείων του καθενός. Έτσι, δεν έχασα τον χρόνο μου υποβάλλοντας τη συλλογή σε εκδοτικούς που δεν υπήρχε περίπτωση να δεχτούν. Αυτή θα ήταν και η καλύτερη συμβουλή σε έναν νέο συγγραφέα που τώρα σκέφτεται να αρχίσει να υποβάλλει το βιβλίο του στους εκδοτικούς: γνώση του πεδίου της μάχης.
Το βιβλίο τυπώθηκε. Ποιο είναι το επόμενο βήμα; Θα ξαναγράψεις κάτι σύντομα;
Αυτός ήταν πάντοτε ένας ασυνείδητος στόχος, μα ποτέ η ελπίδα, οπότε τώρα που τελικά συνέβη αυτό που πίστευα ότι δεν θα συνέβαινε ποτέ, δεν έχω καμία ιδέα για το τι θα κάνω στη συνέχεια. Για αρχή θα περιμένω να κατακάτσει ο κουρνιαχτός που έχει σηκωθεί μέσα στο κεφάλι μου. Μετά, θα αρχίσω να απελπίζομαι – αυτή είναι η ιδανική αρχή του κάθε διηγήματος.