Ο κ. Παπαδήμος κατέθεσε επίσης τις εκτιμήσεις του για το τι πρέπει να γίνει στο μέλλον και τάχθηκε υπέρ της αναθεώρησης των δημοσιονομικών στόχων της οικονομίας, εκφράζοντας την άποψη ότι «τα απαιτούμενα πρωτογενή πλεονάσματα πρέπει να αμβλυνθούν σημαντικά», μέσω μιας πιο «ουσιαστικής ελάφρυνσης» του χρέους, σημειώνοντας, ωστόσο ότι οι περιορισμοί στη δημοσιονομική πολιτική δεν πρόκειται να εξαλειφθούν.
Οσον αφορά συγκεκριμένα το θέμα του δημοσίου χρέους, υποστήριξε ότι αυτό εξακολουθεί να επιβαρύνει την οικονομία, κυρίως «λόγω του πολύ χαμηλότερου, έναντι των προβλέψεων, μέσου ρυθμού ανάπτυξης από την αρχή της κρίσης», ενώ έκανε λόγο για επιδείνωση της δυναμικής του χρέους το 2015, κατά την περίοδο Βαρουφάκη.
Ο πρώην πρωθυπουργός υποστήριξε ακόμη ότι οι τρεις προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής θα πρέπει να είναι η εμβάθυνση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, η αντιμετώπιση των δυσχερειών του τραπεζικού συστήματος, αλλά και οι ενέργειες με στόχο την άμεση τόνωση της ζήτησης.
Αναφερόμενος στα αίτια που έχουν παρατείνει την ελληνική κρίση για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι «οι δημοσιονομικές και εξωτερικές ανισορροπίες στην Ελλάδα ήταν μεγαλύτερες από ό,τι στις άλλες χώρες Ευρωζώνης, ενώ οι διαρθρωτικές αδυναμίες ήταν βαθύτερες και ευρύτερες, με αποτέλεσμα η αντιμετώπισή τους να αποβεί δυσκολότερη».
Παράλληλα, έκανε λόγο για καθυστέρηση ή εν μέρει εφαρμογή σημαντικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, για διάφορους λόγους, όπως «η έλλειψη πίστης στη χρησιμότητά τους, οι πιέσεις από κατεστημένα συμφέροντα και πελατειακές σχέσεις, καθώς και οι ανεπάρκειες της δημόσιας διοίκησης».
«Πολιτικές επιδιώξεις ή σκοπιμότητες και εκλογικοί κύκλοι ευθύνονται σε σημαντικό βαθμό για τις καθυστερήσεις», υπογράμμισε ο κ. Παπαδήμος, προσθέτοντας ότι αποδείχθηκε αδύνατη η συνεννόηση και η ευρύτερη συναίνεση μεταξύ των κομμάτων, ακόμη και για ορισμένες, προφανώς αναγκαίες, μεταρρυθμίσεις».
Πιο αναλυτικά η ομιλία του πρώην πρωθυπουργού:
«Φαίνεται απίστευτο, κι όμως είναι αληθινό: Έχουν περάσει σχεδόν επτά χρόνια από τότε που εκδηλώθηκε η δημοσιονομική και οικονομική κρίση στην Ελλάδα την άνοιξη του 2010, και τα δύο πρωτεύοντα οικονομικά προβλήματα της χώρας μας δεν έχουν ακόμη επιλυθεί.
Παρά την σημαντική – πράγματι εντυπωσιακή – βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης της Ελλάδος κατά την προηγούμενη επταετία, τα δημόσια οικονομικά δεν είναι ακόμη σε βιώσιμη τροχιά. Η περαιτέρω αναδιάρθρωση ή ελάφρυνση του χρέους έχει πάλι αναδειχθεί ως μείζον θέμα ανάμεσα στις προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής.
Πιο ουσιαστικά, η οικονομική δραστηριότητα, η οποία συρρικνώθηκε σε πραγματικούς όρους κατά 25% τα προηγούμενα επτά χρόνια, εξακολουθεί να είναι υποτονική. Η ανεργία, στο 23% περίπου του εργατικού δυναμικού, εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει μόνο οριακά τα επόμενα δύο χρόνια και θα παραμείνει ως το κύριο οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα για μεγάλο χρονικό διάστημα, εκτός εάν ληφθούν αποτελεσματικά μέτρα πολιτικής και προωθηθούν άλλες συμπληρωματικές δράσεις για την αύξηση της απασχόλησης. Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι μια πρόσφατη αξιολόγηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), σύμφωνα με την οποία το ποσοστό ανεργίας αναμένεται να παραμείνει σε διψήφιο επίπεδο μέχρι τα μέσα του αιώνα. Δεν συμμερίζομαι την πρόβλεψη αυτή, αλλά πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη».