Πρόκειται για ρεπορτάζ της εφημερίδας Πρώτο Θέμα που φέρει τον τίτλο “Τρία χρόνια παράνομα βουλευτής” και αναφέρεται στην υπουργό Διοικητικής Ανασυγκρότησης ‘Ολγα Γεροβασίλη. Στο δημοσίευμα τονίζεται ότι όταν εξελέγη βουλευτής το 2012 ήταν μέτοχος σε αντινοδιαγνωστικό κέντρο μέχρι τον Ιούλιο του 2015 και είχε συναλλαγές με το δημόσιο, το οποίο απαγορεύεται και θα έπρεπε να είχε εκπέσεις του αξιώματος της.
Η Νέα Δημοκρατία ζητά την παραίτηση της κα Γεροβασίλη από το βουλευτικό αξίωμα τονίζοντας πως είναι βαρύτατα εκτεθειμένη και υπογραμμίζει πως “αυτή η προκλητική και αντισυνταγματική συμπεριφορά δεν θα περάσει χωρίς επιπτώσεις.
Σύμφωνα με την εφημερίδα που επικαλείται δημόσια έγγραφα, η κα Γεροβασίλη θα έπρεπε να είχε παραιτηθεί εντός 8 ημερών από την εκλογή της ως βουλευτής καθώς θεωρείται ασυμβίβαστη η ιδιότητα της με την ιδιότητα του μετόχου εταιρίας που συναλλάσσεται με το δημόσιο και εφόσον κάτι τέτοιο δεν γίνει ο βουλευτής εκπίπτει από το αξίωμά του και οι σχετικές συμβάσεις της εταιρίας με το δημόσιο ακυρώνονται.
Μέχρι την εκλογή της ως βουλευτή η κα Γεροπβασίλη κατείχε το 50% του ακτινοδιαγνωστικού κέντρου “Κ. ΑΛΕΞΙΟΥ – Ο. ΓΕΡΟΒΑΣΙΛΗ Ο.Ε.” που φέρει το όνομά της και του συνεργάτη της Κώστα Αλεξίου αδελφό του πρώην Μητροπολίτη Άρτας Ιγνάτιου.
Από την πλευρά της η κα Γεροβασίλη υποστηρίζει σε ανακοίνωσή της ότι πρόκειται για ανακρίβειες αφού έχει αλλάξει ο νόμος και κάνει γνωστό πως θα προσφύγει στη δικαιοσύνη. Επίσης αποδίδει το δημοσίευμα στην προσπάθεια, που όπως υποστηρίζει γίνεται, για να χτυπηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ και να ξεχαστούν οι ευθύνες των προηγούμενων κυβερνήσεων.
ΝΔ ζητά παραίτηση Γεροβασίλη
«Η κυρία Γεροβασίλη την τριετία 2012 – 2015, όπως η ίδια παραδέχεται, ήταν ταυτοχρόνως βουλευτής και μέτοχος της εταιρίας “Κ. ΑΛΕΞΙΟΥ – Ο. ΓΕΡΟΒΑΣΙΛΗ Ο.Ε.”.
Εταιρεία που παρείχε υπηρεσίες στον ιατρικό τομέα και είχε ως πελάτη της το Ελληνικό Δημόσιο και συγκεκριμένα τον ΕΟΠΥΥ και το δημόσιο νοσοκομείο της Άρτας.
Υπενθυμίζουμε ότι η κυρία Γεροβασίλη είναι βουλευτής στο νομό της Άρτας.
Η κυρία Γεροβασίλη γνώριζε ότι η ιδιότητα του μετόχου σε εταιρία η οποία έχει συμβάσεις με το Ελληνικό Δημόσιο αποτελεί ασυμβίβαστο με την βουλευτική ιδιότητα όπως προβλέπει με σαφή τρόπο το Σύνταγμα.
Επομένως είναι βαρύτατα εκτεθειμένη.
Οφείλει να αναζητήσει κάποια ίχνη ευθιξίας, να ζητήσει μια συγνώμη από τον ελληνικό λαό και να παραιτηθεί από την βουλευτική ιδιότητα.
Γνωρίζουμε ότι δεν πρόκειται να το κάνει γιατί είναι απολύτως εθισμένη στο ψέμα και την εξαπάτηση του ελληνικού λαού που ήταν η αποστολή που υπηρέτησε ως Κυβερνητική Εκπρόσωπος όλο αυτό το διάστημα.
Δεν πρέπει, όμως, να ελπίζει ότι αυτή η προκλητική και αντισυνταγματική συμπεριφορά θα περάσει χωρίς επιπτώσεις».
Απάντηση Γεροβασίλη
Η υπουργός Διοικητικής Ανασυγκρότησης αντέδρασε μέσω twitter, σημειώνοντας: «Ο κ. Χιώτης (σ.σ. συντάκτης του δημοσιεύματος) δεν έβαλε μυαλό απ’ τα ψεύδη του για τον Γ. Κατρούγκαλο και το “λάθος” για το σπίτι του πρωθυπουργού. Σειρά μου να τον βοηθήσω!».
Για να ακολουθήσει μερικές ώρες αργότερα, η αναλυτική, τόσο ως προς την ουσία της υπόθεσης όσο και ως προς τη νομική διαδικασία, απάντηση της υπουργού, η οποία επιλέγει να ξεκινήσει από τον πολιτικό μανδύα της υπόθεσης. Έτσι:
«Μετά:
-την αποτυχία του κλεισίματος της αριστερής παρένθεσης,
-την κινδυνολογία για το μη κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης -που έπεσε στο κενό-,
-την αποκάλυψη της υποτελούς κι αντιλαϊκής στάσης της ηγεσίας του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης – διά του “παρών” στη χορήγηση της 13ης σύνταξης στους χαμηλοσυνταξιούχους, μετά το τηλεφώνημα Σόιμπλε-,
-την αποκάλυψη της, τουλάχιστον, κακής πρακτικής δανειοδότησης τόσο του κόμματος της ΝΔ όσο και της γνωστής εκδοτικής επιχείρησης στα Χανιά, συμφερόντων του σημερινού προέδρου της,
-την αποτυχημένη προσπάθεια δολοφονίας χαρακτήρα του κ. Κατρούγκαλου και τη δημόσια συγνώμη του Βήματος για το ότι, τελικά, το ρεπορτάζ του κ. Χιώτη και οι τίτλοι στην “υπόθεση Κατρούγκαλου” ήταν ψευδή,
-την αποτυχημένη προσπάθεια απαξίωσης του πρωθυπουργού και τη δημόσια συγνώμη του κ. Χιώτη για τα ψεύδη του για την υπόθεση του σπιτιού του Αλέξη Τσίπρα,
-την “πολυεπίπεδα αποδεικτική” δήλωση “πόθεν έσχες” του κ. Μητσοτάκη,
-το τέλος της αποτυχημένης προσπάθειας να κρατήσουν επί μακρόν δημοσκοπικά συσπειρωμένους τους ψηφοφόρους της ΝΔ και
-ενόψει της ακόμη μεγαλύτερης πολιτικής τους φθοράς, που επέρχεται με το επικείμενο κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης και την ενεργοποίηση των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος,
προσπαθεί ο κ. Χιώτης και το ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ να αποπροσανατολίσουν το λαό και να τον κάνουν να ξεχάσει τη μεγάλη εικόνα, τις σαραντάχρονες ευθύνες συγκεκριμένων πολιτικών και προσώπων», υποστηρίζει η υπουργός Όλγα Γεροβασίλη, που προσθέτει: «Προσπαθούν, με ψέματα, υπονοούμενα, ανακρίβειες, λάθη και λάσπη να στοχοποιήσουν πρόσωπα, να απαξιώσουν την κυβέρνησή μας και να πείσουν πως είμαστε ίδιοι. Κοιτώντας τον εαυτό τους στον καθρέφτη και στ’ αλήθεια απαιτώντας να ξεχάσουμε το παντελώς αναξιόπιστο παρελθόν τους, προβάλλουν το “αξιακό” τους σύστημα σαν να είναι το δικό μας. Γι’ αυτό χρησιμοποιούν λασπολογίες και ψέματα. Είναι η τελευταία καταφυγή ενός απελπισμένου συστήματος, που δεν ανέχεται την αριστερά στην κυβέρνηση και δε διστάζει να ξεφτιλίσει, για ακόμη μία φορά, τα πρόθυμα εργαλεία του. Δική μας καταφυγή είναι η αλήθεια και η Δικαιοσύνη, στην οποία, είναι προφανές, πως θα καταφύγω, αμυνόμενη».
Επιπροσθέτως, όπως αναφέρεται στην απάντηση της υπουργού, «οι αλήθειες, λοιπόν, για το δημοσίευμα του κ. Χιώτη και του Πρώτου Θέματος, οι οποίοι φυσικά δεν μπήκαν στον κόπο να ζητήσουν και τη δική μου άποψη πριν τα δημοσιευθέντα, είναι αυτές που ακολουθούν. Κι επειδή στον ιατρικό κόσμο λειτουργούν συντεταγμένα, υπεύθυνα όργανα, όποιος έχει αμφιβολίες ή απορίες για την ακρίβεια των κατωτέρω, μπορεί να απευθυνθεί και στον Πανελλήνιο Ιατρικό Σύλλογο».
Ειδικότερα, η υπουργός επικαλείται τις ισχύουσες συνταγματικές διατάξεις: «Με την Αναθεώρηση του Συντάγματος του 2008 καταργήθηκε η διάταξη του άρθρου 57, η οποία όριζε ότι “τα καθήκοντα του βουλευτή είναι επίσης ασυμβίβαστα με την άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος”. Η εν λόγω κατάργηση κρίθηκε απαραίτητη προκειμένου να συμμορφωθεί η χώρα μας στη νομολογία του ΕΔΔΑ (σχετ. «Λυκουρέζος κατά Ελλάδος», 2006). Ως αποτέλεσμα, το γενικό ασυμβίβαστο της ιδιότητας του βουλευτή με την άσκηση οιουδήποτε επαγγέλματος δεν ισχύει, και οι βουλευτές μπορούν να δραστηριοποιούνται νομίμως ως επαγγελματίες ιατροί.
Περαιτέρω, στο άρθρο 57 όπως ισχύει, προβλέπεται ότι η ιδιότητα του βουλευτή είναι ασυμβίβαστη με τα έργα και τις ιδιότητες του ιδιοκτήτη, εταίρου, μετόχου, διοικητή, διαχειριστή, μέλους διοικητικού συμβουλίου, γενικού διευθυντή ή των αναπληρωτών τους επιχείρησης που αναλαμβάνει έργα ή μελέτες ή προμήθειες του Δημοσίου ή την παροχή υπηρεσιών προς το Δημόσιο ή συνάπτει με αυτό συναφείς συμβάσεις αναπτυξιακού ή επενδυτικού χαρακτήρα.
Η ορθή και σύμφωνη με τη νομολογία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου -κατά την οποία οι περιορισμοί των συνταγματικών δικαιωμάτων (εν προκειμένω αναφορικά με τα ασυμβίβαστα των βουλευτών) πρέπει να ερμηνεύονται στενά- ερμηνεία επιβάλλει τη συστολή των περιπτώσεων παροχής υπηρεσιών προς το Δημόσιο σε αποκλειστικά συγκεκριμένες και ειδικές διαδικασίες, ιδίως μέσω δημοσίων διαγωνισμών ή αναθέσεων (σχετ. βλ. δήλωση ερμηνευτικού χαρακτήρα του Εισηγητή της Πλειοψηφίας, Πρακτικά ΡΚΖ, σελ. 5513)».
Όσον αφορά δε, τις συμβάσεις του ΕΟΠΥΥ, «οι συγκεκριμένες συμβάσεις οι οποίες συνάπτονται μεταξύ ΕΟΠΥΥ και τα Ιδιωτικά Ιατρεία ή Πολυϊατρεία ή εργαστήρια φυσικής ιατρικής και αποκατάστασης ή Ιατρικές εταιρείες δεν συνιστούν συμβάσεις στις οποίες εφαρμόζονται οι ειδικές διαδικασίες περί ανάθεσης ή διαγωνισμών του δημοσίου, αλλά είναι συμβάσεις στις οποίες προσχωρεί οιοσδήποτε ενδιαφερόμενος ιατρός ή εταιρία, με μια απλή αίτησή του. Οι εν λόγω συμβάσεις συνάπτονται προκειμένου οι παρεχόμενες προς τους ασφαλισμένους πολίτες υπηρεσίες υγείας από τους ιατρούς να εντάσσονται και να αμείβονται στα πλαίσια του εθνικού συστήματος ασφάλισης υγείας. Κατ’ επέκταση, δεν πρόκειται επί της ουσίας για συμβάσεις παροχής υπηρεσιών προς το Δημόσιο, αλλά για παροχή υπηρεσιών υγείας -εφόσον ζητηθεί- προς τους ασφαλισμένους πολίτες, η δε σύναψη της σύμβασης αποτελεί μια τυπική διαδικασία, ανοιχτή σε όλους τους ενδιαφερόμενους, με σκοπό την υπαγωγή των συμβαλλομένων στις υποχρεώσεις της νομοθεσίας (ιδίως του Ενιαίου Κανονισμού Παροχών Υγείας) και την εκάστοτε προβλεπόμενη αποζημίωση.
Κατά συνέπεια», εξηγεί στην απάντησή της η υπουργός Διοικητικής Ανασυγκρότησης, «η σύναψη των εν λόγω συμβάσεων από εταιρίες στις οποίες μετέχουν εν ενεργεία βουλευτές δεν εντάσσεται στους ανωτέρω περιορισμούς του Συντάγματος αφού δεν πρόκειται για περιπτώσεις όπου ο βουλευτής μπορεί να εκμεταλλευθεί τη θέση του για να εξασφαλίσει κάποια προνομιακή ή πλεονεκτική θέση έναντι των συμπολιτών του. ‘Αλλωστε, ένας πολύ μεγάλος αριθμός -όχι μόνο των εν ενεργεία, αλλά και των διατελεσάντων βουλευτών- ασκούσε το συγκεκριμένο επάγγελμα με βάση τις ανωτέρω διαδικασίες».
Καταλήγοντας; η υπουργός υποστηρίζει ότι «η Ιατρική δεν είναι εργολαβία. Κανένα ασυμβίβαστο μεταξύ της βουλευτικής ιδιότητας και της άσκησης της ιατρικής, ατομικά ή ως μέλος εταιρείας, δεν υπάρχει. Οι υποτιθέμενες “συναλλαγές” με το Δημόσιο, δηλαδή οι συμβάσεις με τον ΕΟΠΥΥ, αφορούν παροχή υπηρεσίας -εφόσον ζητηθεί- προς τους ασφαλισμένους πολίτες και όχι προς το Δημόσιο. Σε αυτές έχουν πρόσβαση ελεύθερα, απεριόριστα και με προκαθορισμένες ίσες αμοιβές όλοι οι ιατροί της χώρας. Κανένα ειδικό προνόμιο, καμία ευνοϊκή μεταχείριση δεν προκύπτει για τους βουλευτές που παρέχουν τις σχετικές υπηρεσίες στους ασφαλισμένους, όπως όλως ανακριβώς και παραπλανητικώς επικαλείται το δημοσίευμα. Τέλος, μετά την υπουργοποίησή μου, καθώς για τους υπουργούς δεν ισχύουν τα προαναφερθέντα, αλλά, όντως, υπάρχει ασυμβίβαστο, δεν ασκώ πλέον την Ιατρική, ούτε είμαι μέτοχος στην εν λόγω ιατρική εταιρεία», κάτι που προκύπτει (αυτό το τελευταίο) και από το επίμαχο δημοσίευμα, αφού γίνεται αναφορά στην παραίτησή της από το ακτινοδιαγνωστικό κέντρο το 2015.