Έγραψε τα εξής:
“Που πας ρε Γιώργο; Που πας; Ρε φιλαράκι είχαμε τόσα να πούμε ακόμη και εσύ έφυγες. Θα μου πεις, θα τα λέγαμε; Με τόσα που έχουμε μπλέξει, θα τα λέγαμε; Μπορεί και όχι.
Όλγα Κεφαλογιάννη: Δεν έχω την πολυτέλεια για τα παιδιά μου να χάσω τον έλεγχο ούτε στιγμή
Αλλά ήξερα ότι είσαι εκεί και εσύ ήξερες ότι είμαι εδώ. Θα άπλωνα το χέρι και θα σε ακουμπούσα. Ένα τηλεφώνημα. Μια σπρωξιά. Σαν αυτές που δίναμε στους διαδρόμους της Πρώτης. Αστειευόμασταν όταν έσκαγε θέμα. «Εγώ πάω». «Όχι εγώ». Εμείς βέβαια γελάγαμε γιατί κάθε φορά κάποιοι την πάταγαν και νόμιζαν ότι όντως σπρωχνόμασταν ποιος θα πάει πρώτος.
Αλλά εμείς πηγαίναμε μαζί, στα Εξάρχεια, στον Ασπρόπυργο, στο Λαύριο… Έγραφες εσύ και έβαζες και τη δική μου υπογραφή. Ή έγραφα εγώ και έβαζα και τη δική σου. Ή μας έπαιρνες τηλέφωνο από έξω, από τα αληθινά μέτωπα, και μας υπαγόρευες. Ακούγαμε τη φωνή σου μαζί με τις βόμβες που έσκαγαν δίπλα σου.
Ήσουν μάλαμα φίλε. Και κάποιοι εκεί έξω πρέπει να ξέρουν ότι η δημοσιογραφία εκτός από «αλήτες, ρουφιάνους» βγάζει και Γεωργιάδηδες. Σε αγαπώ ρε φίλε. Και δεν θα στο συγχωρέσω ποτέ. Μου έδωσες αυτή τη φωτογραφία, μαζί με άλλες, και μου είπες «δες τι βρήκα! πάρε να την έχεις κι εσύ». Και δεν μου είπες ότι δεν θα τις βλέπαμε πια μαζί. Ένας τρελάρας ήσουνα που δεν ήθελες ποτέ να στεναχωρείς κανέναν.
Γειά σου φίλε μου”.