Ειδικότερα, ο δείκτης βιωσιμότητας καταγράφει βελτίωση, καθώς μόλις το 2,2% των επιχειρήσεων εκφράζει φόβο για διακοπή της δραστηριότητάς του το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, έναντι 4,7% που ήταν τον Ιούλιο του 2023, κατά την προηγούμενη έρευνα οικονομικού κλίματος της Συνομοσπονδίας.
Σημειώνεται πως τα ποσοστά των επιχειρήσεων οι οποίες στις έρευνες του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ δηλώνουν πως άμεσα, μέσα στο επόμενο τρίμηνο, θα διακόψουν τη δραστηριότητά τους συνιστούν τον λεγόμενο «δείκτη βιωσιμότητας».
Βελτίωση
Το ποσοστό 2,2% που καταγράφηκε στην τελευταία έρευνα αφορά στον Φεβρουάριο του 2024. Είναι μάλιστα το χαμηλότερο ποσοστό της τετραετίας και το τρίτο χαμηλότερο της πενταετίας, βάσει των ερευνών του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ.
«Εχουμε επανέλθει σε οικονομικές συνθήκες κανονικότητας. Που σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις, με όλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, μπορούν και λειτουργούν -σε γενικές γραμμές- σε φυσιολογικές συνθήκες», ανέφερε στον «Ε.Τ.» αρμόδιος αναλυτής. Οπως εξήγησε, το ποσοστό 2,2% αφορά σε επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα, για παράδειγμα έχουν χαμηλούς τζίρους, οφειλές, είναι συνήθως πολύ μικρές επιχειρήσεις – αυτοαπασχολούμενοι. Και είναι επί της ουσίας ένα φυσιολογικό ποσοστό, διότι κάποιες επιχειρήσεις εκ των πραγμάτων κλείνουν και αυτό μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λόγους, π.χ. σε συσσωρευμένη πίεση, σε λάθος επιχειρηματική απόφαση κ.λπ.
Από το 2019
Στο μεταξύ, τον Ιούλιο του 2019 ο δείκτης βιωσιμότητας διαμορφωνόταν σε 1,7%. Υπενθυμίζεται πως πρόκειται για το μήνα που διεξήχθησαν οι πρόωρες εθνικές βουλευτικές εκλογές (7 Ιουλίου 2019), μετά την ήττα του κυβερνώντος κόμματος στις ευρωεκλογές και στις αυτοδιοικητικές εκλογές του ίδιου έτους. Λίγους μήνες αργότερα (Φεβρουάριος 2020), το ποσοστό των επιχειρήσεων που δήλωσε πως εντός τριμήνου θα διακόψει τη δραστηριότητά του μειώθηκε περαιτέρω (1,4%). Το ξέσπασμα της υγειονομικής κρίσης (καραντίνα – Μάρτιος 2020) επηρέασε την πορεία του δείκτη. Οι επιχειρήσεις που έκαναν λόγο για διακοπή της δραστηριότητάς τους αυξήθηκαν. Κάτι που αποτυπώθηκε στην επόμενη μέτρηση της ΓΣΕΒΕΕ. Τον Ιούλιο του 2020 το ποσοστό ανήλθε σε 5,9%. Το επόμενο εξάμηνο (Φεβρουάριος 2021) αυξήθηκε ελάχιστα (6%) και μετά από κάποιες αυξομειώσεις (Ιούλιος 2021 – Ιούλιος 2023) κατέληξε στο 2,2% τον Φεβρουάριο του 2024. Υπενθυμίζεται πως την περίοδο των Μνημονίων τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν στα επίπεδα του 10%.
«Κλειδί» για την επιβίωση η ρευστότητα
Μείζον θέμα για την επόμενη ημέρα των επιχειρήσεων αποτελεί η ρευστότητα. Σύμφωνα με τις έρευνες οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, σε ό,τι αφορά τη ρευστότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, παρατηρείται η ίδια αντίστροφη σχέση πρώτου και δεύτερου εξαμήνου συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια, με το δεύτερο εξάμηνο να υπολείπεται των αποτελεσμάτων του πρώτου εξαμήνου, παρά το γεγονός ότι, λόγω της επίδρασης του τουρισμού, το δεύτερο εξάμηνο είναι παραδοσιακά καλύτερο.
Συγκεκριμένα, το 21,5% των επιχειρήσεων δήλωσε αύξηση ρευστότητας, ενώ το 42,4% μείωση. Τέλος, όπως φαίνεται και από το ποσοστό των επιχειρήσεων που δήλωσε μείωση της ρευστότητας, η έλλειψη ρευστότητας παραμένει ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, συνδεόμενο και με τις δυσκολίες που διαχρονικά υφίστανται ως προς την πρόσβασή τους σε χρηματοδότηση είτε για κεφάλαια κίνησης είτε για επενδύσεις.
Ταμειακά διαθέσιμα
Το πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζει ένας αρκετά μεγάλος αριθμός μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων φαίνεται από τα ρευστά διαθέσιμά τους. Συγκεκριμένα, περισσότερες από τις μισές επιχειρήσεις δεν έχουν (25,5%) ή έχουν το πολύ για έναν μήνα (25,1%) ταμειακά διαθέσιμα.
Η ταμειακή ανθεκτικότητα των επιχειρήσεων είναι συνυφασμένη με το μέγεθός τους, καθώς οι μικρότερες επιχειρήσεις εμφανίζουν σημαντικά μεγαλύτερη έλλειψη ρευστών διαθεσίμων από ό,τι οι μεγαλύτερες. Συγκεκριμένα, το 40% των επιχειρήσεων με κύκλο εργασιών έως 50.000 ευρώ δήλωσε ότι δεν έχει καθόλου ταμειακά διαθέσιμα, ενώ το ποσοστό αυτό πέφτει όσο ανεβαίνουμε κλίμακα μεγέθους, και φτάνει μόλις στο 8,2% των επιχειρήσεων με κύκλο εργασιών άνω των 300.000 ευρώ. Το ακριβώς αντίστροφο παρατηρούμε όσον αφορά στις επιχειρήσεις που έχουν μεγάλη επάρκεια ταμειακών διαθεσίμων. Συγκεκριμένα, μόνο το 5,9% των επιχειρήσεων με κύκλο εργασιών έως 50.000 ευρώ δήλωσε ότι είχε ταμειακά διαθέσιμα που επαρκούν για περισσότερο από 6 μήνες, ενώ το ποσοστό αυτό διαμορφώνεται στο 17,7% για τις επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών άνω των 300.000 ευρώ.