Το μεγάλο βάρος για τη σωτηρία της Ευρώπης εναποτέθηκε στην Ελλάδα. Ήταν ανέντιμο», λέει σε συνέντευξή του στη γερμανική εφημερίδα «Die Zeit» o διακεκριμένος Αμερικανός συγγραφέας και δημοσιογράφος Πολ Μπλούσταϊν, ο οποίος έχει δημοσιεύσει πολυάριθμα έργα για τη διεθνή οικονομία και την οικονομική κρίση.
«Το ΔΝΤ προσπαθεί απεγνωσμένα εδώ και καιρό να αυτοαποκατασταθεί και να αποδείξει ότι μπορεί να επανορθώσει τα προηγούμενα λάθη του. Γι αυτό και προχωρά σε μια πιο έντονη αντιπαράθεση με την Ευρωπαϊκή Ένωση σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια. Παρόλα αυτά, αμφιβάλλω εάν το Ταμείο θα συνεχίσει με συνέπεια τη γραμμή του. Θα υπάρξει πάλι ένας συμβιβασμός», πιστεύει ο Πολ Μπλούσταϊν, ο οποίος εδώ και χρόνια ασχολείται με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Στο τελευταίο του μάλιστα βιβλίο με τίτλο «Laid Low– Inside the Crisis That Overwhelmed Europe and the IMF» ασχολείται σε μεγάλο μέρος με την Ελλάδα, τον ρόλο του ΔΝΤ στην κρίση και τα λάθη των Ευρωπαίων εταίρων στην αντιμετώπισή της.
Επίδομα θέρμανσης σε πολυκατοικίες: Τα SOS στις αιτήσεις - Τι πρέπει να ξέρουν διαχειριστές και ένοικοι
Πιο συγκεριμένα είπε στην «Zeit»:
«Ήταν σωστό που το ΔΝΤ προσπάθησε εξ αρχής να λάβει μέρος στο (ελληνικό) πρόγραμμα. Σε τελευταία ανάλυση η Ελλάδα είναι μέλος του και όταν η χώρα ζητά βοήθεια το ΔΝΤ είναι υποχρεωμένο να κάνει όλα όσα μπορεί».
«Μήνες μόνο μετά την έναρξη του προγράμματος οι πολιτικοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν απελπισμένα εξαρτημένοι από τους εμπειρογνώμονες του ΔΝΤ, ιδίως για την Άγγκελα Μέρκελ ήταν πολιτικά πολύ σημαντική (η συμμετοχή του). Το Ταμείο είχε λοιπόν ένα διαπραγματευτικό χαρτί για (να υποστηρίξει) τις θέσεις του. Ήταν λάθος το γεγονός ότι δεν επέβαλε ένα καλύτερο σχέδιο. Προβληματικό ήταν κυρίως το γεγονός ότι δεν έγινε εγκαίρως “κούρεμα” του χρέους. Δεν θα ήταν αρκετό ασφαλώς, διότι στην Ελλάδα ήταν αναγκαίες πολλές μεταρρυθμίσεις. Οι οικονομικές εκτιμήσεις το 2010 ήταν απλώς παράλογα αισιόδοξες. Η Ελλάδα έπρεπε να εφαρμόσει απίστευτα μέτρα λιτότητας για να επιτύχει τους στόχους του προγράμματος. Στην αρχή έπρεπε να επιτευχθεί ένα πλεόνασμα στον προϋπολογισμό της τάξεως του 6% του ΑΕΠ. Πολύ περισσότερο δηλαδή από αυτό που θα μπορούσε να επιτύχει μια υγιής οικονομία, ενώ συγχρόνως η Ελλάδα βρισκόταν σε ύφεση», τονίζει στη συνέντευξή του ο Πολ Μπλούσταϊν.
Στην παρατήρηση της γερμανικής εφημερίδας «Die Zeit» αν δεν πρόσεξε κανείς ότι αυτό το σενάριο δεν ήταν ρεαλιστικό απαντά: «Φυσικά, αλλά η εναλλακτική ήταν το “κούρεμα” του χρέους και κάτι τέτοιο δεν ήταν αποδεκτό από τους ισχυρούς της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εκείνη τη χρονική στιγμή υπήρχαν επίσης καλά επιχειρήματα κατά του μερικού “κουρέματος”, δηλαδή ο κίνδυνος μετάδοσης (της κρίσης) εάν ζητούσαν (“κούρεμα”) και άλλες χώρες. Εν τούτοις το μεγάλο βάρος για τη σωτηρία της Ευρώπης εναποτέθηκε στην Ελλάδα. Ήταν ανέντιμο».
Ο Αμερικανός συγγραφέας και δημοσιογράφος Paul Blustein, υποστηρίζει επίσης στη συνέντευξή του ότι «το ΔΝΤ προσπαθεί απεγνωσμένα εδώ και καιρό να αποκαταστήσει τον εαυτό του και να αποδείξει ότι μπορεί να επανορθώσει τα προηγούμενα λάθη του. Γι αυτό και προχωρά σε μια πιο έντονη αντιπαράθεση σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν προτίθεται να υποστηρίξει πλέον ό,τι δεν λειτουργεί, λέγεται συνεχώς. Παρόλα αυτά αμφιβάλλω εάν το Ταμείο θα συνεχίσει με συνέπεια τη γραμμή του. Θα υπάρξει πάλι ένας συμβιβασμός».
«Το καλό με το ΔΝΤ είναι ότι αναγνωρίζει τα λάθη του. Υπάρχουν πολλές αυτοκριτικές εκθέσεις στις οποίες αναλαμβάνονται σαφώς οι ευθύνες του. Αυτό όμως έβλαψε και τη φήμη του ΔΝΤ. Και γι αυτό το ίδιο το Ταμείο το ελληνικό πρόγραμμα ήταν μια πολύ αρνητική εμπειρία και μόνον γι αυτό θα πολλοί θα αποχωρούσαν ευχαρίστως».
Ο Πολ Μπλούσταϊν λέει επίσης ότι αμφιβάλλει κατά πόσον «το ελληνικό πρόγραμμα θα ήταν πολύ πιο επιτυχημένο (αν είχε εφαρμοστεί) σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό ισχύει ιδίως για την Πορτογαλία. Η Ιρλανδία ήταν αντίθετα πολύ επιτυχημένη. Αυτά τα προγράμματα όμως ήταν και καλύτερα σχεδιασμένα. Η Ελλάδα έσκαψε μόνη της τον λάκκο και παραμένει εκεί μέσα. Ασφαλώς και θα μπορούσε να είχε εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις αποφασιστικότερα και όχι μόνο να κάνει περικοπές στον προϋπολογισμό της, τέτοιες όμως θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις όπως λ.χ. στην αγορά εργασίας απαιτούν πολύ χρόνο μέχρι να έχουν αποτελέσματα στην πράξη».