Ακόμη και αν η Ελλάδα καταφέρει προσωρινά, με ηρωική προσπάθεια, να επιτύχει πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, ελάχιστες χώρες έχουν καταφέρει να «πιάσουν» και να διατηρήσουν τόσο υψηλά επίπεδα πρωτογενών πλεονασμάτων για διάστημα μίας δεκαετίας ή και παραπάνω και, είναι εξαιρετικά απίθανο αν η Ελλάδα μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο, αναφέρει στην έκθεσή του για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Και αυτό, όπως εξηγούν οι οικονομολόγοι του Ταμείου, λόγω της αδυναμίας των θεσμών της χώρας στη χάραξη πολιτικής, και των προβολών που δείχνουν ότι η ανεργία θα παραμείνει σε διψήφια ποσοστά για πολλές δεκαετίες.
Μάλιστα, όπως αναφέρεται στην έκθεση, ακόμα και το μικρό πρωτογενές πλεόνασμα του 2013 αποδείχθηκε βραχύβιο, καθώς δύο διαδοχικές κυβερνήσεις, που καλύπτουν όλο το πολιτικό φάσμα, σύντομα υπέκυψαν στις πιέσεις για να το δαπανήσουν.
Για τους λόγους αυτούς, το Ταμείο προτείνει να τεθεί στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος όχι πάνω από 1,5% του ΑΕΠ. Ένας τέτοιος στόχος θεωρείται εφικτός, αν και παραμένει φιλόδοξος, καθώς υποδηλώνει ότι η δημοσιονομική προσαρμογή θα πρέπει να υποστηριχθεί από πολύ πιο ισχυρές μεταρρυθμίσεις και με πολύ μεγαλύτερη αποφασιστικότητα, σε σχέση με αυτή που επιδεικνύουν μέχρι σήμερα η Ελλάδα και η Ευρώπη.
Στην έκθεσή του το Ταμείο προτείνει αλλαγή στον τρόπο αξιολόγησης της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, με έμφαση στις μικτές/ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες (GFN), έναντι του δείκτη χρέος/ΑΕΠ.
Και για να καταστεί βιώσιμο το ελληνικό χρέος, τα επίπεδα των μικτών χρηματοδοτικών αναγκών της Ελλάδας θα πρέπει να παραμείνουν χαμηλά για μεγάλο χρονικό διάστημα, προκειμένου το χρέος να μειωθεί τόσο, ώστε να επιτρέψει μια μεγαλύτερης κλίμακας επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές.
Το ΔΝΤ εκτιμά ότι θα πρέπει να παραμείνουν ανάμεσα στο 15%-20% του ΑΕΠ μέχρι το 2060. Το κάτω όριο αυτού του εύρους θα πρέπει να καταστεί δεσμευτικό για το ορατό μέλλον, μέχρι το θεσμικό πλαίσιο στην Ελλάδα να ισχυροποιηθεί αρκετά και να φτάσει τα επίπεδα των ανεπτυγμένων οικονομιών. Και τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι λύσεις που προσφέρουν προσωρινή μόνο ανακούφιση στο χρέος, αλλά δεν θέτουν το μέγεθός του σε μια πτωτική πορεία για το διάστημα μέχρι το 2060, δεν συνιστούν βιώσιμες λύσεις.
Όπως σημειώνει το ΔΝΤ, υπάρχει ένα σημαντικό κενό ανάμεσα στα εκτιμώμενα αποτελέσματα και στη βιωσιμότητα των στόχων που έχουν τεθεί. Οι αναθεωρημένες προβλέψεις δείχνουν ότι το ελληνικό χρέος μπορεί να φτάσει κοντά στο 174% του ΑΕΠ ως το 2020 και στο 167% του ΑΕΠ έως το 2022.
Ωστόσο, όπως επισημαίνεται, με το νέο πλαίσιο που προτείνει για την αξιολόγηση του ελληνικού χρέους -ήτοι τις μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας έναντι του δείκτη χρέος προς ΑΕΠ- ξεπερνάται κατά πολύ το όριο του 15% επί του ΑΕΠ ήδη από το 2024 και το όριο του 20% από το 2029, φθάνοντας κοντά στο 30% το 2040 και στο 60% του ΑΕΠ το 2060.
Το ελληνικό χρέος, αν και μπορεί να μειωθεί οριακά κάτω του 160% του ΑΕΠ μέχρι το 2030, στη συνέχεια η δυναμική του είναι ανοδική, φθάνοντας περίπου το 250% του ΑΕΠ έως το 2060. Και αυτό, διότι το κόστος του θα αυξάνεται ότι ο δανεισμός από τις αγορές θα αντικαθιστά τα διμερή δάνεια, και αυτό υπερ-αντισταθμίζει τα όποια οφέλη θα έχει η μείωση του χρέους για την ανάπτυξη και το πρωτογενές πλεόμασμα.
Αναπροσαρμογή των όρων των δανείων
Μια ουσιαστική αναπροσαρμογή (reprofiling) των όρων των ευρωπαϊκών δανείων προς της Ελλάδα είναι απαιτούμενη ώστε να περιέλθει το χρέος περίπου στο 20% των μικτών χρηματοδοτικών αναγκών μέχρι το 2040 και ένα επιπλέον 20% εώς το 2060, σύμφωνα με την έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Συγκεκριμένα, το ΔΝΤ σημειώνει ότι έχει προτείνει ο υπολογισμός του ελληνικού χρέους να γίνεται βάσει των μικτών χρηματοδοτικών αναγκών και όχι ως ποστοστό του ΑΕΠ, καθώς μπορεί να εκφράσει καλύτερα την πραγματική επιβάρυνση του χρέους της χώρας, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος τους παρέχεται από τους Ευρωπαίους εταίρους με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους.
Η αναδιάρθρωση που αναφέρεται ότι θα μπορούσε να διατηρήσει το χρέος σε καθοδική πορεία, στηρίζεται σε ένα συνδυασμό τριών μέτρων.
– Παράταση της ωριμότητας των ομολόγων του EFSF, του ESM και των διμερών δανείων. Συγκεκριμένα, παράταση της ωριμότητας των δανείων του EFSF εώς 14 έτη, του ESM εώς 10 έτη και εώς 30 για τα διμερή δάνεια, μπορούν να μειώσουν τις μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας και την αναλογία του χρέους εώς 7,25% του ΑΕΠ μέχρι το 2060. Το μέτρο αυτό είναι ανεπαρκές από μόνο του, όπως αναφέρει το ΔΝΤ, για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας.
– Αναβολές πληρωμών: Τα δάνεια του EFSF έχουν ήδη επιμηκυνθεί νωρίτερα και τα δάνεια του ESM έχουν δοθεί με μεγάλη περίοδο χάριτος και ωρίμανσης. Η περαιτέρω επέκταση των αναβολών για την εξυπηρέτηση του χρέους θα μπορούσε να συμβάλει στη μείωση των μικτών χρηματοδοτικών αναγκών κατά 17% του ΑΕΠ μέχρι το 2040 και 24% μέχρι το 2060 και – επιτρέποντας στην Ελλάδα να επωφεληθεί από τα χαμηλά επιτόκια του ESM για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα- θα μπορούσε να μειώσει το χρέος κατά 84% του ΑΕΠ μέχρι το 2060 (Αυτό θα συνεπάγεται επέκταση των περιόδων χάριτος για το υφιστάμενο χρέος που κυμαίνονται από τα 6 έτη στα δάνεια του ESM έως τα 17 και 20 χρόνια για τα δάνεια του EFSG και των διμερών δανείων αντίστοιχα, καθώς και την επέκταση της τρέχουσας αναβολής για τις πληρωμές τόκων για τα δάνεια του EFSF με 17 επιπλέον έτη και των EFSF και διμερών έως και 24 έτη).
Ωστόσο ακόμη και σε αυτή την περίπτωση οι μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες θα υπερβαίνουν το 20% μέχρι το 2050 και το χρέος θα βρίσκεται σε ανοδική πορεία.
– Σταθερά επιτόκια: Για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους, τα επίσημα επιτόκια πρέπει να παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα και να μην ξεπερνά το 1,5% μέχρι το 2040.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο ESM θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί το θετικό περιβάλλον επιτοκίων με το να προσπαθήσει να “κλειδώσει’ τα επιτόκια για όλο το πακέτο δανείων του EFSF/ESM, στα τρέχουσα επιτόκια της αγοράς, ενώ παράλληλα να μειώσει δραστικά το spread στα διμερή δάνεια. Αν η αγορά για μακράς διάρκειας ομόλογα δεν μπορεί να απορροφήσει το συνολικά εκτιμώμενο απόθεμα ύψους 200 δισ. ευρώ που θα πρέπει να έχουν τοποθετηθεί κατά τη διάρκεια του προγράμματος, τότε τα κράτη μέλη θα πρέπει να βρουν διαφορετικό τρόπο για να εξασφαλίσουν ότι το κόστος της αναχρηματοδότησης του ελληνικού χρέους δε θα πέσει στην Ελλάδα.
Συνεπώς, η σταθεροποίηση των επιτοκίων θα απαιτούσε μια δέσμευση από την πλευρά των κρατών-μελών να επανορθώσουν τον ESM για τις απώλειες που σχετίζονται με τα σταθερά επιτόκια στα ελληνικά δάνεια ή κάποια παρόμοια δέσμευση. Αυτό σίγουρα θα αποτελούσε αντικείμενο διχασμού ανάμεσα στα κράτη-μέλη, καθώς υπάρχουν περιορισμοί – πολιτικοί και νομικοί–για τέτοιου τύπου δεσμεύσεις στο εσωτερικό της νομισματικής ένωσης. Η πρόσθεση του συγκεκριμένου μέτρου στα δύο παραπάνω βοηθάει στη μείωση του χρέους κατά 53% του ΑΕΠ έως το 2040 και κατά 151% έως το 2060, ενώ στοχεύει στη μείωση των μικτών χρηματοδοτικών αναγκών κατά 22% έως το 2040 και κατά 39% έως το 2060, στοιχεία που ικανοποιούν τους στόχους βιωσιμότητας που αναφέρθηκαν νωρίτερα.
Η προτεινόμενη αναδιάρθρωση του χρέους δημιουργεί εξοικονόμηση της τάξης του 50% του ΑΕΠ της καθαρής παρούσας αξίας (NPV).
Από το ποσό αυτό, 18-24 % του ΑΕΠ (31-42 δισ. δολάρια) οφείλεται στον καθορισμό του επιτοκίου ενώ το υπόλοιπο οφείλεται στην αναβολή των πληρωμών και τις επεκτάσεις στις περιόδους ωρίμανσης.
Είναι σημαντικό, παρατεταμένες διευκολύνσεις πληρωμών και τόκων χωρίς τον καθορισμό του υποκείμενου επιτοκίου δεν θα είναι αρκετή καθώς το απόθεμα των αναβαλλόμενων τόκων θα επιτεινόταν σε σχετικά υψηλά κυμαινόμενα επιτόκια, τα οποία θα μπορούσαν να εκθέσουν περαιτέρω την Ελλάδα σε κίνδυνο επιτοκίου.
Δείτε ΕΔΩ την έκθεση του Ταμείου