Ενα μέρος από τη βελτίωση της εικόνας της Ελλάδας στις αγορές, που παρακολουθούμε από τον περασμένο Σεπτέμβριο, είναι αποτέλεσμα της ρύθμισης του χρέους που προσέφεραν τον περασμένο Ιούνιο οι Ευρωπαίοι εταίροι. Η εξασφάλιση του χρέους για 15 χρόνια και οι ευνοϊκές χρηματοδοτικές συνθήκες προσφέρουν στην Ελλάδα επενδυτική ευκαιρία. Ωστόσο όσοι επενδύουν σε ελληνικά ομόλογα και μετοχές ξέρουν ότι ακόμη αναλαμβάνουν υψηλό ρίσκο σε πέντε πεδία.
Η πρώτη βόμβα είναι ο σταθερά χαμηλός ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας ο οποίος δεν θα ξεπεράσει το 2,1% του ΑΕΠ ως το 2022 παρά το υποτιθέμενο τέλος της κρίσης. Στο πρόγραμμα σταθερότητας αναθεωρείται πριν από τα μισά του χρόνου ο ετήσιος στόχος για το 2019 από το 2,5% του ΑΕΠ στο 2,3% όπως έγινε και την τριετία 2016-2018. Προβλέπεται για το 2020 ανάπτυξη στο 2,3% του ΑΕΠ, η οποία στη συνέχεια θα αρχίσει να υποχωρεί στο 2,1% το 2021 και στο 2% το 2022. Ολα αυτά σε μια χώρα που στην εξαετία 2010-2016 έχασε το 26% του ΑΕΠ.
Σαν να μην έφτανε αυτό, ο σχεδιασμός που υπάρχει για διατήρησή της σε θετικό επίπεδο, αν όχι στην επιτάχυνσή της, είναι η οικονομική μεγέθυνση που προέρχεται κυρίως μέσω της ιδιωτικής κατανάλωσης. Στους 8 μήνες μετά τη λήξη του Μνημονίου οι κύριες παρεμβάσεις για την επάνοδο στην «κανονικότητα» είναι η αύξηση του κατώτερου μισθού, η μη περικοπή των παλιών συντάξεων και η θέσπιση σειράς επιδομάτων.
Μάλιστα, εξαιρετικά επικίνδυνη είναι και η παροχολογία για αναδρομικά και 13η σύνταξη και 13ο μισθό που διακινείται τις τελευταίες εβδομάδες, αφού μπορούν να ανοίξουν τρύπες στους προϋπολογισμούς των επόμενων ετών.
Χριστούγεννα 2024: Συναγερμός από την VISA για τις αγορές σας - 10 συμβουλές για να αποφύγετε τους απατεώνες
Ούτε προεκλογικά…
Η δεύτερη βόμβα είναι ότι ο βασικός μοχλός πολλαπλασιαστικής ανάπτυξης, οι δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, έχουν παγώσει από το 2015 και φαίνεται ότι δεν ξεπαγώνουν ούτε και το προεκλογικό 2019.
Η αξιοποίηση του αεροδρομίου του Ελληνικού με βάση τις τελευταίες εκτιμήσεις είναι ζήτημα αν θα αρχίσει να υλοποιείται το 2020, ενώ και έτοιμες επενδύσεις (π.χ. της Cosco στον Πειραιά) εμποδίζονται από ένα απαρχαιωμένο θεσμικό πλαίσιο.
Ακόμη όμως και οι δημόσιες επενδύσεις έμειναν παγωμένες επί χρόνια. Μόνο το 2018 η μείωση των επενδύσεων σε μεγάλα έργα έφτασε το 25,6%, ενώ η περικοπή του ΠΔΕ από το 2015 ως το 2018 έφτασε τα 2,3 δισ. ευρώ.
Ωστόσο οι προβλέψεις του προγράμματος σταθερότητας είναι αισιόδοξες. Από μείωση 12,02% το 2018 στον προϋπολογισμό προβλεπόταν αύξηση 11,9% για φέτος. Επίσης, προβλέπεται αύξηση 3,9% για φέτος, ενώ η έκρηξη επενδύσεων, με αύξηση 12,6%, έχει μεταφερθεί για το 2020.
Διαβάστε περισσότερα στην έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής