Η πρόσθετη προσαρμογή θα προέλθει από την αύξηση κατά 1,2 δισ. ευρώ των φορολογικών εσόδων και του περιορισμού των δαπανών κατά συνολικά 600 εκατ. ευρώ και 1,4 δισ. ευρώ από την περικοπή δαπανών κυρίως από τον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας και των συντάξεων. Η πρόσθετη αυτή εξοικονόμηση θα προέλθει όχι τόσο από νέα μέτρα (παρότι υπάρχουν και νέα φορολογικά μέτρα για τον επόμενο χρόνο) όσο από την ωρίμανση των περιοριστικών μέτρων που είχαν ως αποτέλεσμα το 2016 η Ελλάδα να έχει πρωτογενές πλεόνασμα-μαμούθ 4,2% του ΑΕΠ.
Ωστόσο ούτε και το 2018 θα είναι χρονιά χωρίς νέα μέτρα. Μετά την επιμονή των δανειστών, το οικονομικό επιτελείο υποχρεώθηκε να κλείσει το «κενό» που έβλεπαν οι δανειστές για τον επόμενο χρόνο και να υιοθετήσει νέα μέτρα 530 εκατ. ευρώ (0,3% του ΑΕΠ) τα οποία δεν διακρίνονται τόσο στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής όσο στο αναθεωρημένο Μνημόνιο με την Ε.Ε. Πέραν αυτών, όμως, αναμένονται ακόμη παρεμβάσεις με στόχο να κλείσει (όσο αυτό είναι δυνατό) η τρύπα των περίπου 600 εκατ. ευρώ που ανοίγει η κατώτερη του αναμενομένου απόδοση του φόρου εισοδήματος και των ασφαλιστικών εισφορών των ελευθέρων επαγγελματιών, οι οποίοι «αμύνονται» στην υπερφορολόγηση δηλώνοντας εισοδήματα μικρότερα από τα πραγματικά.
Σε ό,τι αφορά το 2017 πάντως υπάρχει αισιοδοξία ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ θα ξεπεραστεί και τελικά το πρωτογενές πλεόνασμα θα φτάσει το 2,1%-2,2% του ΑΕΠ, αφήνοντας περιθώρια για κοινωνικό μέρισμα ύψους περίπου 600 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, τόσο ο προϋπολογισμός του 2017 όσο και του 2018 θα κριθούν από τρεις βασικές παραμέτρους:
-Τη φοροδοτική ικανότητα των μισθωτών και των συνταξιούχων που δείχνουν να έχουν γονατίσει πληρώνοντας μόνο το 65% των βεβαιωμένων φόρων. Βαρόμετρο θα είναι τα έσοδα του Σεπτεμβρίου με τις διπλές πληρωμές φόρου εισοδήματος και ΕΝΦΙΑ καθώς και τα επόμενα διπλά ραντεβού με την εφορία, που θα είναι τον Νοέμβριο (πάλι με φόρο εισοδήματος και με ΕΝΦΙΑ) και τον Δεκέμβριο, με ΕΝΦΙΑ και τέλη κυκλοφορίας.
Επένδυση στην οικονομική παιδεία
Επενδύσεις
-Το δεύτερο βασικό στοιχείο θα είναι η προώθηση των επενδύσεων για τις οποίες υπάρχει αναθεώρηση προς τα κάτω σε ό,τι αφορά την εξέλιξή τους το 2017. Μετά το νεκρό πρώτο εξάμηνο και το πάγωμα μεγάλων επενδύσεων (Ελληνικό, Ελ Ντοράντο, αποεπενδύσεις Νεστλέ στο χώρο του παγωτού), το ΥΠΟΙΚ θέτει ως στόχο μέχρι και το τέλος του χρόνου αύξηση των επενδύσεων κατά 4,6% έναντι αύξησης 6,3% που προέβλεπε νωρίτερα. Μεταφέρει πάντως τις προσδοκίες για την αύξηση των επενδύσεων για το 2018, ελπίζοντας σε αύξηση 12,6% έναντι 10,3% που έθετε ως στόχο το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομική Στρατηγικής 2018-2021.
-Το τρίτο θα είναι η ρευστότητα στην αγορά που έχει εκ των προτέρων υπονομευτεί από την απόφαση για πρόωρα stress test στην αρχή του επόμενου χρόνου. Τα τεστ κοπώσεως των τραπεζών εκτός από την αντοχή τους σε ακραίες συνθήκες θα δοκιμάσουν και την πραγματική οικονομία, η οποία θα συνεχίσει να κινείται σε ρυθμούς αρνητικής πιστωτικής επέκτασης και χαμηλής ρευστότητας.
Η πορεία του προγράμματος
Ολα θα κριθούν όμως από την πορεία της τρίτης αξιολόγησης αλλά και όλων των αξιολογήσεων μέχρι και τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018, κάτι που εξαρτάται μόνο κατά ένα μέρος από το οικονομικό επιτελείο. Στο προσκήνιο η κυβέρνηση υπόσχεται ότι η αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί πριν από το τέλος του χρόνου. Ο υπουργός Οικονομικών όμως θεωρεί ως πιο πιθανή την ολοκλήρωσή της μέσα στον Ιανουάριο του 2018 και έχει πέσει πολλές φορές έξω κατά το παρελθόν. Η αρχή του 2018 θα κρίνει και την παραμονή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα. Τον Ιανουάριο (εφόσον έχει ολοκληρωθεί η αξιολόγηση) το Δ.Σ. του Ταμείου θα επανακαθορίσει τη θέση του απέναντι στο ελληνικό πρόγραμμα. Ανάλογα με το νέο υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας και τις πρώτες κινήσεις του θα έχει εικόνα για την πορεία των πρόσθετων μέτρων που ζητά επιμόνως για την ελάφρυνση του χρέους.
Οι συζητήσεις που θα ακολουθήσουν την ερχόμενη άνοιξη θα κρίνουν την επόμενη μέρα του ελληνικού προγράμματος αλλά και την εφαρμογή των μέτρων και κυρίως των αντιμέτρων που αποτελούν το άλλοθι για την κορύφωση της σκληρής λιτότητας που ήρθε με την υπερφορολόγηση των πάντων το 2016 και το 2017. Παράλληλα με τις συζητήσεις αυτές η Ελλάδα θα βρίσκεται σε συνεχή αξιολόγηση, αφού θα πρέπει μήνα με το μήνα να αποδεικνύει ότι προχωρά θέματα που αφορούν σε Δημόσιο, συντάξεις, φορολογική συμμόρφωση, «κόκκινα» δάνεια και (το αδύνατο σημείο της) αποκρατικοποιήσεις. Στο μεταξύ βέβαια θα πρέπει να ελπίζει ότι η πιστοληπτική διαβάθμιση της χώρας θα ανέβει περισσότερο από τρεις κλίμακες τουλάχιστον σε δύο από τους τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης (Fitch, S&P, Moody’s) για να μπορεί να ελπίζει σε καθαρή έξοδο από το πρόγραμμα. Διαφορετικά η έξοδος που υποσχέθηκε στην αρχή της εβδομάδας ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ θα σπρώξει ξανά τις ελληνικές τράπεζες σε δανεισμό από τον ELA. Τούτο διότι χωρίς την ύπαρξη προγράμματος, η ΕΚΤ δεν θα δέχεται και πάλι τα ελληνικά ομόλογα ως εγγυήσεις για το δανεισμό των τραπεζών.
Τάσος Δασόπουλος
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής