Ομως η ραγδαία επιδείνωση της αγγλικής οικονομίας καθιστούσε προβληματική τη χορήγηση των δικών της δόσεων προς την Ελλάδα. Στην ίδια κατάσταση με την αγγλική οικονομία ήταν και η οικονομία της Γαλλίας, η οποία διέκοψε και αυτή τις δόσεις του πολεμικού δανείου προς την Ελλάδα.
Ετσι, η κατάσταση των δημόσιων οικονομικών της χώρας από της 1η Νοεμβρίου 1920 είχε επιδεινωθεί. Η δανειακή προσφυγή στην ελεύθερη αγορά απέτυχε διότι πλέον δεν παρείχαν οι συμμαχικές κυβερνήσεις τις απαραίτητες δανειακές εγγυήσεις. Δεν απέμεινε στο ελληνικό κράτος παρά μόνον η φορολογία και η εκδοτική μηχανή.
Η φορολογία είχε φθάσει στα άκρα και δεν υπήρχαν περιθώρια περαιτέρω φορολόγησης του ελληνικού λαού. Ομως και η έκδοση χαρτονομίσματος τον Νοέμβριο του 1920 είχε φθάσει τα 600.000.000 δραχμές, δηλαδή είχε ξεπεράσει τα επιτρεπόμενα όρια. Παρά ταύτα, η έκδοση χαρτονομίσματος συνεχίσθηκε όχι μόνο για να αντιμετωπισθούν οι πολεμικές δαπάνες, αλλά και να αποζημιωθούν οι «διωχθέντες» από το βενιζελικό καθεστώς.
Αποτέλεσμα, όμως, αυτής της πολιτικής ήταν ο τιμάριθμος, με βάση 1914=100, από το 1920 έως τέλη του 1922 να ανέλθει από 359 μονάδες σε 737. Και η δραχμή, η οποία τον Οκτώβριο του 1920 είχε την ισοτιμία 1 λίρα=35 δραχμές, έφθασε τον Φεβρουάριο του 1922 στην ισοτιμία 1 λίρα=97 δραχμές. Η κατάσταση αυτή είχε απογοητεύσει τους πάντες, με πρώτα τα μέλη της κυβερνήσεως Δημ. Γούναρη, που πίστευαν ότι εάν δεν ευρίσκετο κάποιος τρόπος δανεισμού, η χώρα θα κατέρρεε οικονομικά.
Εκείνη τη δύσκολη στιγμή και αφού η σύναψη δανείου από την Αγγλία είχε τελικά αποκλεισθεί και η χώρα ευρίσκετο σε δεινή οικονομική κατάσταση, ο υπουργός των Οικονομικών, Π. Πρωτοπαπαδάκης, ενεπνεύσθην τη διχοτόμηση του νομίσματος. Αξίζει να αναφέρουμε τι γράφει ο βιογράφος του Π. Πρωτοπαπαδάκη για την ιστορική εκείνη στιγμή.
«Βαρύθυμοι ήσαν ο πρωθυπουργός και ο υπουργός των Οικονομικών όταν ο πρώτος γύρισε από την Ευρώπη (τον Φεβρουάριο του 1922) με άδεια χέρια. Και ξαφνικά, ο δεύτερος τινάχθηκε για να πη στον Γούναρη: «Δημητράκη, τα ηύρα τα λεπτά”.
Ο Γούναρης έμεινε εμβρόντητος και τον κοίταζε με ολάνυκτα και ακίνητα τα μάτια χωρίς να αρθρώσει λέξιν. Ο Πρωτοπαπαδάκης αντί άλλης εξηγήσεως έβγαλε από το πορτοφόλι το εν εκατοντάδραχμου χαρτονόμισμα, το έκοψε εις δύο και επέδειξε τα τεμάχια, κρατών αύτα προ των εκστατικών οφθαλμών του φίλου του. Ο Γούναρης δεν κατάλαβε τι συνέβαινε. “Ενόμισα πως τρελάθηκε”, έλεγε κατόπιν. Αφού λοιπόν ο Πρωτοπαπαδάκης μειδιών απήλαυσε το θέαμα το οποίον παρείχε ο άναυδος φίλος του, απεφάσισε να του εξηγήσει το σχέδιόν του. Πλήρης θαυμασμού ο Γούναρης διά την ευφυά και απλουστάτην επινόησιν προσεπάθησεν εν ταύτοις να εύρη κάθε πιθανήν αντίρρησιν για την ορθότητα της εφαρμογής της. Και ηύρε πολλάς ως έλεγε, πολλάς, αλλά ουδεμία ηδύνατο να σταθή προ των επιχειρημάτων του Πρωτοπαπαδάκη. Απεδέχθη λοιπόν πλήρως το σχέδιόν του. Αμφότεροι ετήρησαν απόλυτον εχεμύθειαν».
Η έμπνευση του Π. Πρωτοπαπαδάκη ήταν πολύ απλή. Με τη διχοτόμηση του χαρτονομίσματος θα κυκλοφορούσε μόνον το ένα ήμισύ του, αυτό δηλαδή που θα είχε την εικόνα του ιδρυτού της Τράπεζας, Γεωργίου Σταύρου. Και η τιμή του θα ήταν η μισή του αρχικού χαρτονομίσματος. Το άλλο ήμισυ, με το στέμμα, θα αποσυρθεί από την κυκλοφορία. Ο κάτοχός του θα το κρατήσει σαν ομολογία που θα την εξοφλήσει το κράτος σε 20 χρόνια με τόκο 7%. Ετσι επιτυγχάνετο το εξής: ο κάθε Ελληνας έχανε τα μισά του λεπτά, με την ελπίδα να του τα αποδώσει το Δημόσιο αργότερα και τοκισμένα. Αλλά το κυκλοφορούν χαρτονόμισμα, που είχε φθάσει τα 3.000 εκατομμύρια δραχμές της εποχής, εμειώνετο στα 1.500 εκατομμύρια δραχμές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το κράτος μπορούσε να εκδώσει χαρτονόμισμα 1.500 εκατομμυρίων δραχμών στη θέση εκείνου που αποσύρθηκε, χωρίς να υπερβεί η κυκλοφορία το προηγούμενο επίπεδο.
Βαρδής Βαρδινογιάννης: Έφυγε ο «δημιουργός» μιας επιχειρηματικής αυτοκρατορίας
Αφού ο υπουργός των Οικονομικών, Π. Πρωτοπαπαδάκης, έπεισε τον πρωθυπουργό, Δημ. Γούναρη, έφερε αιφνιδιαστικά στη Βουλή (20 Μαρτίου 1922) το σχετικό νομοσχέδιο προς ψήφιση. Περιττό να πούμε ότι οι περισσότεροι βουλευτές ένιωσαν την ίδια έκπληξη που είχε νιώσει στην αρχή ο πρωθυπουργός. Ετσι, ο Π. Πρωτοπαπαδάκης προσπάθησε να τους πείσει. Αφού, λοιπόν, ανέβηκε στο Βήμα της Βουλής έβγαλε από την τσέπη του ένα εκατοστάρικο (χαρτονόμισμα) και το έδειχνε δεξιά και αριστερά λέγοντας τα εξής: «Είμαι, κύριοι, κάτοχος ενός εκατοντάδραχμου. Ιδού αυτό. Προς τα δεξιά είναι γραμμένη η εικών του Γεωργίου Σταύρου προς τα αριστερά το βασιλικόν στέμμα. Ευθύς ως το νομοσχέδιο ψηφισθεί υπό της Βουλής και γίνει νόμος του κράτους, θα διχοτομήσω το εκατοντάδραχμον και το τεμάχιον το φέρον την εικόνα του Γεωργίου Σταύρου θα εξακολουθήσει κυκλοφορούν ως νόμισμα αξίας πεντήκοντα δραχμών, το δε έτερον ήμισυ, εφ ου είναι γεγραμμένον το στέμμα, θα αποτελεί ομολογίαν αξίας πεντήκοντα δραχμών και το πράγμα τελείωσε» (χειροκροτήματα, επευφημίαι, γέλωτες).
Και ο Πρωτοπαπαδάκης συνέχισε την ομιλία του λέγοντας: «Επαναλαμβάνω ότι αφ’ ης στιγμής ψηφισθεί και κυρωθεί ο νόμος, το κυκλοφορούν χαρτονόμισμα δεν θα είναι παρά μόνον το ήμισυ του σημερινού χαρτονομίσματος, το φέρον την εικόνα του Γεωργίου Σταύρου. Και εφ’ όσον πρόκειται περί εκατοντάδραχμου, το ήμισυ τούτου θα κυκλοφορεί με την αξίαν πεντήκοντα δραχμών. Εφ’ όσον πρόκειται περί εικοσιπενταδράχμου, το σχετικό ήμισυ, ο Σταύρου Γεώργιος, θα κυκλοφορεί με αξίαν δωδεκάμισι δραχμών, εφ’ όσον πρόκειται περί δεκάδραχμου με αξίαν πέντε δραχμών. Εφ’ όσον πρόκειται περί πενταδράχμου με αξίαν 2,5 δραχμών. Τι θα συμβή εν τοιαύτη περιπτώσει; Θα συμβή ώστε αυτοστιγμεί το κυκλοφορούν χαρτονόμισμα, το οποίον είναι τρία δισεκατομμύρια, την επαύριον της ψηφίσεως του νομοσχεδίου θα περιορισθή εις το ήμισυ. Το έτερον ήμισυ θα αντικατασταθή δι’ ομολογιών του δανείου, η δε Τράπεζα θα πιστώσει το Δημόσιον Ταμείον αυτοστιγμεί με το έτερον ενάμισυ δισεκατομμύριον το οποίον απεσύρθη εκ της κυκλοφορίας».
Ο σχετικός νόμος ψηφίσθηκε στις 25 Μαρτίου 1922. Το νομοσχέδιο έγινε δεκτό με 151 ψήφους υπέρ και 148 κατά. Από εκείνη την ημέρα οι Ελληνες έγιναν πτωχότεροι, αλλά το κράτος έγινε πλουσιότερο κατά 1.500 εκατομμύρια δραχμές της εποχής εκείνης (στην πραγματικότητα, λόγω διαφόρων αιτιών, το εκδοθέν χαρτονόμισμα ανήλθε σε 1.300 εκατομμύρια).
Εκείνη την εποχή το φαινόμενο του πληθωρισμού ελάχιστο το εγνώριζαν, χωρίς να εξαιρούμε απ’ αυτούς και τα μέλη της κυβερνήσεως. Το δραστικό αυτό μέτρο του Π. Πρωτοπαπαδάκη αποτελούσε ένα «σάλτο μορτάλε». Στην ουσία αποτελούσε ένα αποφασιστικό αντιπληθωριστικό μέτρο, από τα συνηθισμένα μέτρα όπου οι εκούσιες υποτιμήσεις των νομισμάτων αποτελούν ρουτίνα για την εποχή μας. Ομως για το 1922 ήταν ένα ισχυρό τέχνασμα που προκάλεσε μεγάλη έκπληξη. Και τούτο διότι με το μέτρο αυτό μπόρεσε το ελληνικό κράτος να ξεφύγει από το δημοσιονομικό αδιέξοδο και να καλύψει τις μεγάλες δαπάνες που είχε δημιουργήσει ο πόλεμος στη Μικρά Ασία.
Το αναγκαστικό αυτό δάνειο αργότερα ονομάσθηκε «Πρώτον Αναγκαστικό Δάνειο» και τούτο διότι το 1926, επί δικτατορίας Παγκάλου, πραγματοποιήθηκε το Δεύτερο Αναγκαστικό Δάνειο, ήταν εξοφλητέο σε 20 χρόνια, τοκοφόρο και λαχειοφόρο. Μάλιστα, για την εξυπηρέτηση αυτού διπλασιάσθηκε η φορολογία του εισοδήματος και αυξήθηκαν και οι άμεσοι φόροι.
Η φορολογία αυτή ήταν η πρώτη σχεδόν φορολογία που επεβάλλετο από τις μετανοεμβριανές κυβερνήσεις. Αντίθετα, επί κυβερνήσεων Ελ. Βενιζέλου και μάλιστα σε εποχές ασυγκρίτως καλύτερες, οι φόροι επεβάλλοντο με σχετική ευκολία. Παράδειγμα, η περίοδος 1918-1919, υπουργούντος του Μιλτιάδη Νεγρεπόντη, επιβλήθησαν σκληροί φόροι. Τότε αντικατεστάθησαν οι παλαιοί άμεσοι φόροι διά του φόρου επί του εισοδήματος και υπεβλήθησαν σε φορολογία ο καπνός, το οινόπνευμα, το χαρτόσημο, ο οίνος κ.ά.
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr