Προ αυτής της ανάγκης, ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος τόνισε την καλή διάθεση που διακατέχει την Εκκλησία προκειμένου από κοινού με το κράτος να αντιμετωπίσουν τα όποια προβλήματα, ότι «Δεν αποβλέπουμε σε τίποτα άλλο παρά να ωφελήσουμε την κοινωνία και τους ανθρώπους» και κάλεσε την Πολιτεία να προσέλθει στο τραπέζι του διαλόγου με καλή πίστη. Μάλιστα, υπογράμμισε ότι «δεν ερχόμαστε να διεκδικήσουμε περιουσία, αλλά να έρθουμε σε συνεννόηση για το πού βρισκόμαστε».
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Αρχιεπίσκοπος διευκρίνισε ότι «όταν λέμε Εκκλησία, δεν εννοούμε τα πρόσωπα, αλλά τον φορέα, και όταν λέμε Πολιτεία, εννοούμε τον λαό. Αυτή η περιουσία είναι του λαού μας», πρόσθεσε.
«Ποια είναι η εκκλησιαστική περιουσία; Τι περιμένουμε και πώς αντιμετωπίζουμε αυτήν την περιουσία η Εκκλησία και το Κράτος», αναρωτήθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος και συμπλήρωσε πως «κάποτε απαντώντας σε ερώτηση είπα ότι όλο αυτό το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας είναι ένα παραμύθι. Και πραγματικά, αν την αφήσουμε στη σημερινή της κατάσταση, είναι ένα παραμύθι, ένα κάρβουνο. Αν, όμως, θελήσουμε να συνεργαστούμε Εκκλησία και Πολιτεία πάνω στις σωστές βάσεις και αν λύσουμε τα προβλήματα που υπάρχουν και με τα οποία είναι δεμένη αυτή η περιουσία, τότε μπορεί αυτό το παραμύθι να γίνει ιστορία και να βοηθήσει».
Παραδόσεις και λαϊκές δοξασίες των γιορτών - Τα έθιμα με αντοχή στον χρόνο
Εν συνεχεία, μετά την ολοκλήρωση των εισηγήσεων της α’ ενότητας, επισήμανε ότι «μιλάμε για μια περιουσία που είναι στο όνειρο και τη φαντασία. Μια περιουσία που είναι δεσμευμένη». Έκανε λόγο σχετικά με τον νόμο για τα δάση και ανέφερε ως παράδειγμα τα μοναστήρια στη Βοιωτία, όπου οι υπηρεσίες διαχώρισαν εκκλησιαστικές και εθνικές γαίες, αλλά και για τους δασικούς χάρτες, για τους οποίους είπε ότι στη χειρότερη περίπτωση η Εκκλησία θα πρέπει να αρνηθεί την ιδιοκτησία ή να προχωρήσει στην ένσταση καταβάλλοντας 40 ευρώ ανά στρέμμα. Επιπλέον, αναφέρθηκε στο νόμο του 1952 και περιέγραψε τις δυσχέρειες στην ορθή εφαρμογή του, που σκοπό είχε να βοηθηθούν οι μικρογεωργοί και οι μικροκτηνοτρόφοι και διερωτήθηκε αν τελικά το κράτος έδωσε τις απαλλοτριωμένες γαίες για αυτόν τον σκοπό. Μάλιστα, έφερε ως παράδειγμα έκταση 58 στρεμμάτων που δόθηκε για τακτοποίηση μικροκτηνοτρόφων, αλλά τελικά αποδόθηκε στον τοπικό δήμο και σήμερα έχει γίνει τουριστικό κέντρο.
Ακολούθως, περιέγραψε την εμπειρία των εκκλησιαστικών απαλλοτριώσεων, οι οποίες, όμως, δεν είχαν αποτέλεσμα, όπως στην περίπτωση της δημιουργίας του ΟΔΕΠ, ενώ μίλησε για απαλλοτριώσεις που δεν έχουν αποδοθεί και χαρακτηρίζονται άκυρες.
Σε ό,τι αφορά την ημερίδα, ο Αρχιεπίσκοπος τη χαρακτήρισε «σπουδαία και σημαντική για την πορεία της Εκκλησίας και του τόπου μας» και εξέφρασε τον θαυμασμό του για το μεγάλο αριθμό των συμμετεχόντων. Αναφορικά με τις εισηγήσεις, σημείωσε πως «μέσα από τις εισηγήσεις αναδεικνύεται η ανάγκη άμεσα η Εκκλησία να καταρτίσει έναν επίσημο φορέα, δυνατό για αυτό το θέμα, αλλά και η Πολιτεία να ακούσει όλα τα προβλήματα και από κοινού να συνεργαστούμε, ώστε να είναι το όφελος για την πατρίδα μας μεγάλο».
Τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος συνόδευε ο πρωτοσύγκελος της Αρχιεπισκοπής αρχιμανδρίτης Συμεών Βολιώτης. Στην ημερίδα παρέστησαν οι μητροπολίτες Μηθύμνης Χρυσόστομος, Δημητριάδος και Αλμυρού Ιγνάτιος, Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης Εφραίμ, Βελεστίνου Δαμασκηνός, Κορίνθου Διονύσιος, ο Επίσκοπος Μεθώνης Κλήμης, αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, διευθυντές υπηρεσιών της Συνόδου, νομικοί σύμβουλοι των Μητροπόλεων και δικηγόροι από άλλες υπηρεσίες, αφού η εκδήλωση ήταν ανοικτή για το κοινό.
Η ημερίδα περιελάμβανε εννέα εισηγήσεις και η τιμητική προεδρία ανήκε στον Σπύρο Ν. Τρωιάνο, ομότιμο καθηγητή της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, ενώ προεδρεύων ήταν ο μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού Ιγνάτιος.