Εκατομμύρια λίτρα τσίπουρου διακινούνται παράνομα και φτάνουν στα τραπέζια των μαγαζιών, με τους μαγαζάτορες να το συστήνουν ως «δικό μας τσίπουρο», ενώ σύμφωνα με ανεπίσημους υπολογισμούς, το 85% είναι προϊόν κακής νόθευσης και παράνομης εισαγωγής.
Τον Ιούλιο του 2016 η ΕΛ.ΑΣ. έκανε μία από τις μεγαλύτερες εξαρθρώσεις κυκλωμάτων εισαγωγής, παράνομης παραγωγής και νόθευσης ποτών. Αυτό που έχει ενδιαφέρον, εκτός φυσικά των τεράστιων μεγεθών νοθευμένων ποτών που δεσμεύτηκαν και την άψογη λειτουργία και οργάνωση του κυκλώματος, είναι ο εντοπισμός 2.600 φιαλών τσίπουρου και ούζου μαζί με 11 βαρέλια τσίπουρο. Και αυτό γιατί μέχρι πρότινος τα κυκλώματα αυτά απαξιούσαν να ασχοληθούν με το τσίπουρο καθώς τα «πολλά» χρήματα βρίσκονταν στα ποτά, λόγω της υψηλότερης φορολογίας. Πλέον, λόγω της μεγάλης ζήτησης που φαίνεται πως υπάρχει για φθηνό τσίπουρο και φθηνότερη διασκέδαση, στράφηκε και το ενδιαφέρον των κυκλωμάτων προς τα εκεί.
Οταν πρόκειται για παράνομη εισαγωγή, συνήθως είναι από την Αλβανία, τη Βουλγαρία ακόμα και την Τουρκία. Για να κατέβει το κόστος δεν επιλέγονται τα καλά σταφύλια και από αυτά, που είναι σάπια ή υπερώριμα, δεν διαχωρίζονται τα στέμφυλα από τα κοτσάνια, με αποτέλεσμα μια σειρά από τοξικές ουσίες να περνά στο τελικό προϊόν, μεταξύ αυτών και η μεθανόλη που προκαλεί τύφλωση. Υπολογίζεται πως η παράνομη εισαγωγή μπορεί να αγγίξει και τα 30 εκατ. λίτρα ετησίως.
Σύμφωνα με το Σύνδεσμο Ελληνικών Αποσταγμάτων & Οινοπνευματωδών Ποτών, η συνολική πτώση κατανάλωσης τσίπουρου, ούζου και λικέρ την περίοδο 2010-2015 ήταν 39,6%. Αυτό όμως το ποσοστό δεν αποτυπώνει την πραγματική πτώση της κατανάλωσης, αλλά περισσότερο τη μείωση στην κατανάλωση των νόμιμων και ελεγμένων ποτών και τη ραγδαία αύξηση των εισαγόμενων και του «χύμα». Το «χύμα» αποτελεί και τη μεγαλύτερη οικονομική πληγή τόσο για τον κλάδο όσο και για το κράτος, το οποίο δεν εισπράττει 300 εκατ. ευρώ ετησίως από διαφυγόντες φόρους. Υπολογίζεται ότι το 85% χύμα τσίπουρου που διακινείται δεν δηλώνεται, δεν ελέγχεται και είναι επικίνδυνο για την υγεία, είτε βραχυπρόθεσμα είτε μακροπρόθεσμα.
Ειδικότερα, το λαθρεμπόριο αλκοολούχων εκτιμάται σε 8,2 εκατ. φιάλες ετησίως, δηλαδή το 1/3 της συνολικής κατανάλωσης, με την απώλεια φορολογικών εσόδων να αγγίζει τα 130 εκατ. ευρώ. Το λαθρεμπόριο έχει πλήξει σοβαρά τις ποτοποιίες, με αποτέλεσμα να αγγίζουν τις 230, όταν πριν από 20 χρόνια ξεπερνούσαν τις 600. Ο όγκος του παράνομου, δίχως παραστατικά διακινούμενου τσίπουρου υπολογίζεται σε 24 εκατομμύρια λίτρα ετησίως. Μόνο στον Τίρναβο, πέρυσι την άνοιξη, οι ελεγκτικές αρχές εντόπισαν πάνω από 314 τόνους παράνομου τσίπουρου σε αποθήκες, «έτοιμου» για κατανάλωση.
Τα τελευταία χρόνια το θολό νομικό τοπίο και η απουσία ελέγχων έχουν οδηγήσει στην αγαπημένη παράδοση πολλών ελληνικών χωριών, την απόσταξη τσίπουρου σε μία επικίνδυνη για τη δημόσια υγεία επιχειρηματική δραστηριότητα. Επίσημα έχουν δηλωθεί στο ελληνικό κράτος 5.000 καζάνια απόσταξης και έχουν εκδοθεί 9.500 άδειες. Χωρίς να υπάρχει έλεγχος των πρώτων υλών, της διαδικασίας και του τρόπου μεταφοράς, διακινούν το απόσταγμα που παράγουν χωρίς κανένα φόρο και χωρίς έλεγχο.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Διαβάστε περισσότερα στην έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής