Ανάμεσα τους εκπρόσωποι των γραμμάτων και τεχνών αλλά και του πολιτικού κόσμου, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλοπουλος, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με τη σύζυγό του Μαρέβα, η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, η υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων Νίκη Κεραμέως, ο δήμαρχος Αθηναίων Κώστας Μπακογιάννης, ο Λουκάς Παπαδήμος, ο Δημήτρης Λιγνάδης, ο Σταύρος Ξαρχάκος, η Λίνα Νικολακοπούλου, η Ζυράννα Ζατέλη, η Ιωάννα Καρυστιάνη, ο Νίκος Δήμου, ο Κώστας Γεωργουσοπουλος,ο Γιώργος Μεσσάλας, ο Γιάννης Παπαθανασίου κ.ά.
Με απόφαση του ΥΠΠΟΑ και του υπουργείου Εσωτερικών, η κηδεία της Κικής Δημουλά τελείται δημοσία δαπάνη. Η απόφαση ελήφθη ως ελάχιστος φόρος τιμής στην ποιήτρια, ενώ παράλληλα η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λίνα Μενδώνη ανακοίνωσε ότι θα ακολουθήσει μια σειρά εκδηλώσεων για να τιμηθεί η μνήμη της και το έργο της.
Επικήδειους εκφώνησαν η πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών Άννα Μπενάκη, η υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων Νίκη Κεραμέως, η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, ο δήμαρχος Αθηναίων Κώστας Μπακογιάννης, η εκπρόσωπος του εκδοτικού οίκου Ίκαρος Κατερίνα Καρύδη, ο ιατρός Στρατής Παττακός και ο γενικός γραμματέας της Ακαδημίας Αθηνών Βασίλειος Πετράκος.
Στεφάνια απέστειλαν, μεταξύ άλλων, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και η συζυγός του Μαρέβα, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας, ο Αντώνης Σαμαράς, η πρόεδρος και το ΔΣ του Συλλόγου «Ελπίδα», η Εταιρεία Συγγραφέων, το Ίδρυμα Κώστας και Ελένη Ουράνη, το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, ο Βαρδής και η Μαριάννα Βαρδινογιάννη, ο Γιώργος και η Άννα Νταλάρα, οι εκδόσεις Πατάκη, το Ιδρυμα Κωστή Παλαμά.
Σε δηλώσεις του στους δημοσιογράφους, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος είπε: «Η Κική Δημουλά ήταν μία ποιήτρια που έκανε την καθημερινότητα μεταφυσική, έκανε το λίγο πολύ, έκανε αιωνιότητα τη θνητότητα».
Ο καρδιοχειρουργός Στρατής Παττακός δήλωσε: «Τα λόγια περιττεύουν για την απώλεια μιας τέτοιας ύπαρξης. Με τίμησε με τη φιλία της. Θα ζει για πάντα στις καρδιές μας».
Ο ζωγράφος Σωτήρης Σόρογκας δήλωσε: Είμαι πολύ συγκινημένος. Θα λείψει σε όλους μας η ποίηση της. Η Κική είχε μια ευαισθησία που ξεπέρναγε το μέτρο. Λυπάμαι πολύ που η Ελλάδα δεν πήρε το τρίτο Νόμπελ με την Κική».
Ποια ήταν η Κική Δημουλά
Η Κική Δημουλά γεννήθηκε το 1931 στην Αθήνα όπου κι έζησε. Παντρεύτηκε τον πολιτικό μηχανικό και ποιητή ‘Αθω Δημουλά, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά. Εργάστηκε ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος επί 25 χρόνια. Το 2002 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το 2015 αναγορεύτηκε σε επίτιμη διδάκτορα Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Ποιήματα της έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες – αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά,ιταλικά, σουηδικά κ.ά.
Το πολυβραβευμένο έργο της έχει μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες και τιμηθεί με βραβεία και διακρίσεις που ξεκινούν από το 1972, με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Το λίγο του κόσμου». Με το ίδιο βραβείο τιμήθηκε το 1989 για τη συλλογή της «Χαίρε ποτέ» και το 1995 με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή «Η εφηβεία της λήθης». Το 2001 τής απονεμήθηκε το Αριστείο των Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του έργου της και Χρυσός Σταυρός του Τάγματος της Τιμής, από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο.
Θεσσαλονίκη: Οδηγός λεωφορείου ντύθηκε... Άγιος Βασίλης και έδωσε χαρά στους επιβάτες! [βίντεο]
Το 2009, τιμήθηκε το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας, ενώ το 2010 με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου της.
Η ποιήτρια Κική Δημουλά στην ομιλία της κατά την τελετή αναγόρευσης της σε επίτιμο διδάκτορα του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα, Τρίτη 6 Ιουνίου 2017
Το 2010, με την ευκαιρία της βράβευσης της με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του ποιητικού και του πεζού έργου της η Κική Δημουλά έγραψε αυτοβιογραφούμενη: «Ένα βιογραφικό σημείωμα πρέπει, αφού γραφτεί, να μείνει επ’ αρκετόν καιρό κρεμασμένο στον αέρα από ένα τσιγκέλι αυστηρότητας, ώστε να στραγγίξουν καλά τα στερεότυπα, οι ωραιοποιήσεις, η ρόδινη παραγωγικότης και ο πρόσθετος ναρκισσισμός, πέραν εκείνου που ενυπάρχει στη φύση μιας αυτοπαρουσίασης. Μόνον έτσι βγαίνει το καθαρό βάρος: το ήθος που επέβαλες να τηρεί η προσπάθειά σου.Τα πόσα βιβλία έγραψε κανείς, πότε τα εξέδωσε, ποιες μεταφράσεις τα μεταναστεύουν σε μακρινές ξένες γλώσσες και ποιες διακρίσεις τα χειροκροτούν είναι τόσο τρέχοντα, όσο το να πεις ότι μέσα σ’ έναν βαρύτατο χειμώνα υπήρξαν και κάποιες μέρες με λαμπρή λιακάδα. Ωστόσο, επειδή αυτό είναι το υλικό της πεπατημένης, που δεν μπορεί να συνεχίσει τη χάραξή της με συνεσταλμένες καινοτόμες επιφυλάξεις, γεννήθηκα στην Αθήνα το 1931. Η παιδική ηλικία πέρασε χωρίς να αναδείξει το «παιδί θαύμα».
Το 1949, τελειώνοντας το Γυμνάσιο, υπέκυψα εύκολα στο «πρέπει να εργαστείς», και εργάστηκα στην Τράπεζα της Ελλάδος είκοσι πέντε χρόνια. Ανώτερες σπουδές: η μακρά ζωή μου κοντά στον ποιητή ‘Αθω Δημουλά. Χωρίς εκείνον, είμαι σίγουρη ότι θα είχα αρκεστεί σε μια ρεμβαστική, αμαθή τεμπελιά, προς την οποίαν, ίσως και σοφά, ακόμα ρέπω. Του οφείλω το λίγο έστω που της ξέφυγα, την ατελή έστω μύησή μου στο τι είναι απλώς φωνήεν στην ποίηση και τι είναι σύμφωνον με την ποίηση, του οφείλω ακόμα την πικρότατη δυνατότητα να μπορώ σήμερα, δημόσια, να τον μνημονεύω εις επήκοον της πολυπληθούς λήθης. Αυταπαρνητική, παραχωρήθηκα στο ρόλο της μητέρας και με τρυφερή γενναιότητα άκουσα να προσφωνούμαι «γιαγιά». Κυλώ τώρα με ψυχραιμία και χωρίς βλέψεις διαιωνίσεως μέσα σ΄ αυτές τις νέες παρακαμπτήριες του αίματός μου.
Κυλώ και, όσο πλησιάζω στις εκβολές, όλο και ονειρεύομαι ότι θα μου πετάξει η ποίηση ένα σωσίβιο ποίημα. Δεν νιώθω δημιουργός. Πιστεύω ότι είμαι ένας έμπιστος στενογράφος μια πολύ βιαστικής πάντα ανησυχίας, που κατά καιρούς με καλεί και μου υπαγορεύει κρυμμένη στο ημίφως ενός παραληρήματος, ψιθυριστά, ασύντακτα και συγκεκομμένα, τις ακολασίες της με έναν άγνωστο τρόπο ζωής. Όταν μετά αρχίζω να καθαρογράφω, τότε μόνον, παρεμβαίνω κατ’ ανάγκην: όπου λείπουν λέξεις, φράσεις ολόκληρες συχνά και το νόημα του οργίου, προσθέτω εκεί δικές μου λέξεις, δικές μου φράσεις, το δικό μου όργιο στο νόημα, ότι τέλος πάντων έχει περισσέψει από δικές μου ακολασίες με έναν άλλον, άγνωστο τρόπο ζωής. Τόσο μεταχειρισμένη και υπηρεσιακή είναι η ανάμειξή μου στη δημιουργία. Φύσει ολιγογράφος, εξέδωσα οκτώ ποιητικές συλλογές μέσα σε σαράντα πέντε χρόνια. Η σημασία τους είναι ακόμα συμβατική. Είναι γραμμένη στη λίστα αναμονής των μεγάλων επερχόμενων κυμάτων του μετα-κριτή χρόνου».
Η υπουργός Πολιτισμού την είχε προτείνει για το Νόμπελ Λογοτεχνίας
Tην Κική Δημουλά είχε προτείνει στις 16 Ιανουαρίου 2020 η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, με επίσημη επιστολή της προς την Επιτροπή, για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Με αφορμή τον θάνατο της σπουδαίας Ελληνίδας ποιήτριας το υπουργείο Πολιτισμού έδωσε στη δημοσιότητα την πρόταση υποψηφιότητας για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, το οποίο απονέμεται ετησίως σε καλλιτέχνες εν ζωή.
Ακολουθεί η μετάφραση της επιστολής της υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού:
Αγαπητοί κύριοι,
Με την παρούσα επιστολή έχω την τιμή να προτείνω την υποψηφιότητα της Κικής Δημουλά για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Η Κική Δημουλά είναι μία ευρέως αναγνωρισμένη ποιήτρια, που τιμάται από τους κριτικούς λογοτεχνίας, τους συναδέλφους της και το κοινό. Έχει βραβευθεί από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, κατέχει την Έδρα Ποίησης της Ακαδημίας Αθηνών -είναι μόλις η τρίτη γυναίκα στην ιστορία της Ακαδημίας- και είναι, επίσης, Επίτιμη Διδάκτωρ του Τμήματος Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης.
Η Κική Δημουλά θεωρείται η σημαντικότερη εν ζωή σύγχρονη ποιήτρια. Η ποίησή της μπορεί να φαίνεται αρκετά απλή, καθώς οι στίχοι της συχνά μιλάνε για την καθημερινή γυναίκα, τη ζωή της και τη ρουτίνα της. Ωστόσο, τα ποιήματά της είναι ταυτόχρονα εκλεπτυσμένα, τολμηρά, δημιουργικά. Είναι βιωματικά και φιλοσοφικά, και αυτός είναι ένας από τους λόγους που η Δημουλά, όχι μόνο έχει υπάρξει επιτυχημένη και δημοφιλής ποιήτρια, αλλά συνέβαλε αποφασιστικά στη διεύρυνση του αναγνωστικού κοινού της ποίησης, στην Ελλάδα.
Οι άνθρωποι ταυτίζονται με τα ποιήματά της, γιατί η Κική Δημουλά γράφει για τη θλίψη, το πένθος, την ενοχή, το αναπόφευκτο. Γράφει για τη θλίψη, αλλά τα ποιήματά της δεν είναι λυπηρά. Προσφέρουν ελπίδα και σύνδεση με την εσωτερική μας ανθρωπιά.
Με εκτίμηση,
Λίνα Μενδώνη
Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού