Τα Χριστούγεννα του 1929, ο ελληνικός λαός δεν έχει συνειδητοποιήσει το… σκοτεινό τούνελ όπου εισέρχεται, ενώ η κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου πιστεύει ότι μπορεί ν’ αποφύγει τα δύσκολα αντιλαϊκά μέτρα. Μην ξεχνάμε ότι τότε οι εθνικές οικονομίες δεν ήταν τόσο αλληλοεξαρτώμενες όσο σήμερα, ενώ η κρίση δείχνει να είναι περισσότερο διεθνής παρά εσωτερική. Ετσι, η χριστουγεννιάτικη αγορά και η κατανάλωση εκείνης της χρονιάς κινούνται ικανοποιητικά, με τους καταναλωτές να προτιμούν, ακόμα, τα ακριβότερα εισαγόμενα προϊόντα.
Τα πρώτα οικονομικά σύννεφα ξεκινούν με περικοπές των κρατικών δαπανών, αρχικά από τους δημοσίους υπαλλήλους που βλέπουν να διαταράσσεται το εορταστικό κλίμα. Οι εφημερίδες γράφουν για περιορισμό μισθών και εμπάργκο στις προσλήψεις αφού ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων είναι διπλάσιος από αυτόν που χρειάζεται: «Είναι αναντίρητον ότι ο σημερινός αριθμός δημοσίων υπαλλήλων είναι τεραστίως δυσανάλογος προς τας πραγματικάς ανάγκας των κρατικών υπηρεσιών. Εχουμε διπλασίους σχεδόν υπαλλήλους των όσων πράγματι χρειαζόμεθα. Εκείνο επομένως το οποίο θα όφειλε να πράξη η κυβέρνησις θα ήτο μια ευρύτατη εκκαθάρισις του κλάδου και ταυτοχρόνως μια απαγόρευσις προσλήψεως νέων επί μιαν πενταετίαν τουλάχιστον».
Αν τα Χριστούγεννα του 1929 η συζήτηση για την κρίση είναι θεωρητική, στις γιορτές των επόμενων χρόνων το πρόβλημα είναι πλέον ξεκάθαρο, με όλους να νοσταλγούν τις παλιές καλές γιορτινές ημέρες: «Με τας ημέρας αυτάς, τας πλήρεις κινήσεως, χαράς και… δαπανών, καθίσταται αναντιρρήτως αισθητοτέρα παρά τω λαώ ιδίως η ανάμνησις της παλαιάς καλής εποχής. Σήμερον η οικτρότης είναι γενική. Εχει ανατραπή ο ρυθμός της ζωής μας, έχουν αναστατωθή αι συνήθειαι…».
Τα Χριστούγεννα του 1931 είναι τα δυσκολότερα της περιόδου αφού ο καταιγισμός των φορολογικών μέτρων έχει οδηγήσει τη χώρα σε ύφεση, τον κόσμο σε φτώχεια και την κυβέρνηση σε πανικό: «Να μην πανικοβληθούμεν και εγκαταλείψομεν τα πάντα εις την τύχην. Διότι αλλοίμονον αν μας καταλάβη ο πανικός. Θα ίδωμεν την δραχμή μας να κατρακυλά και να συσσωρεύονται γύρω μας ερείπια», γράφουν οι εφημερίδες στις 23 Δεκεμβρίου, αλλά μόλις την επόμενη ημέρα, παραμονή Χριστουγέννων, έρχεται η νέα άσχημη είδηση. Η χρεοκοπία της Ουγγαρίας σημαίνει ότι η Ελλάδα πρέπει να ξεχάσει τα 3 εκατ. γαλλικά φράγκα των οφειλών της, ενώ οι ετήσιες υποχρεώσεις των Ούγγρων προς εμάς ανέρχονται, μέχρι το 1935, σε 5.500 εκατ. χρυσά μάρκα.
Κίνηση τώρα: Νέο κύμα εκδρομέων - «Μπούκωσε» η Αττική Οδός, μεγάλες καθυστερήσεις
Οι αρνητικές εξελίξεις στη διεθνή οικονομία αναγκάζουν την κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου να εξαγγείλει, εν μέσω εορτών, νέα φορολογικά μέτρα, ντύνοντάς τα με τον μανδύα της κοινωνικής πολιτικής. Η νέα φορολογία θα είναι «…όσο το δυνατόν λιγότερο φορτική και θα πλήττη μόνο τας ευπορούσας τάξεις, αι οποίαι επ’ ουδενί λόγο δύνανται να διαμαρτυρηθούν». Αν εξαιρεθούν κάποιες πρωτότυπες ιδέες -αμφιβόλου όμως αποτελέσματος-, τα υπόλοιπα μέτρα δεν έχουν καμία διαφορά με αυτά που βιώσαμε τα τελευταία χρόνια.
Διά νόμου περικοπή μισθών υπαλλήλων, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και ανωνύμων εταιριών. Οι μειώσεις γίνονται στους προνομιούχους ιδιωτικούς υπαλλήλους, με στόχο την εξομοίωση με τους μισθούς στο Δημόσιο που είναι χαμηλότεροι: «Θα γίνη μόνο με τους καλώς αμειβόμενους υπαλλήλους καθοριζομένου ενός κατωτέρου ορίου, θα έχη δε και απώτερον ηθικόν σκοπόν την εξασφάλιση κάποιας στοιχειώδους ισότητας μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων οι οποίοι υφίστανται τόσας θυσίας και των ιδιωτικών». Υποχρεωτική εισφορά των δήμων όλης της χώρας. Νέα φορολόγηση του καπνού με την κυβέρνηση να προσδοκά έσοδα 35 εκατομμυρίων. Νέος φόρος στο λευκό ψωμί, «χωρίς όμως να επιβαρυνθή καθόλου ο πιτυρούχος από τον οποίο τρέφονται αι άποραι τάξεις». Συζητιέται ακόμα αύξηση της φορολογίας των διαβατηρίων για όσους ταξιδεύουν στο εξωτερικό. Το τέλος κυμαίνεται από 500 δρχ. για όσους φεύγουν για λόγους αναψυχής έως 1.000 δρχ. για όσους ταξιδεύουν για λόγους υγείας. Για την ενίσχυση της αγροτικής παραγωγής προβλέπεται η ατελής εισαγωγή καλαμποκιού, καθώς και αγροτικά δάνεια χωρίς πολλές διαδικασίες. Εκείνη τη χρονιά στη Θεσσαλονίκη εφαρμόζεται ένα άλλο πρωτότυπο μέτρο, με την κυβέρνηση να δίνει προσωρινές άδειες μικροπωλητή σε 500 ανέργους, μόνο για την περίοδο των εορτών.
Τα χρήματα από τη νέα φορολογία προβλέπεται να δοθούν σε φιλανθρωπικά ιδρύματα που φροντίζουν τα θύματα της κρίσης, καθώς και στα συσσίτια απόρων και ανέργων για τους οποίους δεν υπάρχει πρόνοια. Επίδομα μεταξύ 350 και 500 δρχ. δίνεται στους άνεργους αρτεργάτες αναλόγως των εισοδηματικών κριτηρίων. Στα περισσότερα μέτρα η κυβέρνηση δεν αναμιγνύεται στην είσπραξή τους ούτε στην οργάνωση της κοινωνικής πρόνοιας. Τα χρήματα συγκεντρώνονται στα καταστήματα της Εθνικής Τράπεζας, με τους τοπικούς πόρους να διατίθενται αρχικά στην εξυπηρέτηση τοπικών αναγκών και όσα περισσεύουν στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
Αξίζει να σημειωθεί πως ο Ελευθέριος Βενιζέλος αναθέτει την ευθύνη χάραξης της κοινωνικής πολιτικής στον υπουργό Παιδείας Γεώργιο Παπανδρέου: «Η μελέτη της όλης υποθέσεως, διά την θαρραλέαν και ριζικήν αντιμετώπισην της κοινωνικής δυστυχίας, τόσο των πόλεων όσο και της υπαίθρου, παρέμεινεν χθες εις την εν Καστρί οικίαν του, ασχολούμενος εξ ολοκλήρου με τον καταρτισμόν του σχεδιαγράμματος, βάσει του οποίου θα οργανωθούν αι άμισθαι υπηρεσίαι της κοινωνικής πρόνοιας. Κατά τας παρεχόμενας πληροφορίας, το σχέδιον του κ. Παπανδρέου θα είναι πλήρες, καθορίζον εν λεπτομέρεια τους πόρους, οίτινες θα απαιτηθούν κατά την εφαρμογή του προτεινόμενου συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, ως και τον τρόπον διάθεσης αυτών».
Εθνική κατάθλιψη και νοσταλγία για τις «παλιές καλές μέρες»
Επειδή οικονομική κρίση χωρίς εθνική κατάθλιψη δεν γίνεται, έτσι και στους εορτασμούς εκείνης της περιόδου, πολίτες και αρθρογράφοι νοσταλγούν τις «παλιές καλές ημέρες»: «Ενώ αύριο οι λαοί άλλων ευτυχισμένων χωρών θα εορτάζουν, ο δικός μας θα είναι βυθισμένος εις την δυστυχία, με τα βαλάντια κενά, και την ψυχή πονεμένην. Δεν θα υπάρχη χαρά, δεν θα υπάρχη αγαλλίαση, αλλά μόνο πικρία θα ζωγραφίζεται εις όλων τα πρόσωπα, ενώ εις τα χείλη υπάρχει μια ευχή: Αν ήτο δυνατόν να μην έφταναν οι εορταί! Αλλά οι εορταί έφτασαν διά να εορτάσουν οι ελάχιστοι. Ο εργάτης, ο οποίος ήλπιζεν εις μιαν παροχήν ολίγων χρημάτων διά τας εορτάς, είδεν αιφνιδίως τας ελπίδας του διαλυμένας. Και το ημερομίσθιον δεν αρκεί διά να αντιμετωπισθούν αι αυξημέναι ανάγκαι. Οι έμποροι, ρώτησεν η κυβέρνησις τους εμπόρους διά να μάθη τι εισπράττουν και ποιας υποχρεώσεις πρέπει να πληρώσουν; Εισπράττουν οβολούς και πληρώνουν χιλιάδας. Ας ερωτήση αυτούς. Τα ταμεία των είναι κενά, διότι ο πολύς κόσμος στερείται χρημάτων και δεν αγοράζει τίποτε. Ο εργάτης δεν είναι δυνατόν να γίνη καταναλωτής, διότι σκέφτεται τον άρτον του. Ο ιδιωτικός υπάλληλος παλεύει προς την δυστυχίαν. Ο δημόσιος υπάλληλος αφού επί πολύ ετράφη με ελπίδας, τώρα δεν έλαβε τίποτα. Τι να αγοράσης; Ισως αγοράσεις ό,τι είναι απολύτως απαραίτητον. Ισως ούτε και αυτό. Ο συνταξιούχος πρέπει να δανειστή. Ο άνεργος πρέπει να μη φάγη διότι η ανεργία θα συνεχίζεται επί μακρού. Ο κόσμος των μικρών επαγγελματιών ευρίσκεται εις τρομεράν κρίσην».