Επίσης η Ένωση υπογραμμίζει ότι «οι προσωπικές και ενδόμυχες στιγμές ενός προσώπου ανήκουν πλήρως στη σφαίρα της ιδιωτικότητάς του: στον χώρο δηλαδή της οικειότητας και της άνεσης του καθενός, στον οποίο δεν δικαιούται να εισβάλει κανένας» και συνεχίζει: «Οι εξομολογήσεις, οι ενδόμυχες σκέψεις και τα συναισθήματα ενός προσώπου δεν ενδιαφέρουν το κοινό, ακόμα και εάν πρόκειται για υψηλόβαθμο δικαστικό λειτουργό, και δεν σταθμίζονται με οποιοδήποτε δημόσιο συμφέρον. Το ίδιο ισχύει και για τις σκέψεις και τα συναισθήματα του κάθε πολίτη».
Παράλληλα, με αφορμή το γεγονός ότι το αρχικό δημοσίευμα συγκεκριμένου σάιτ που έκανε αναφορά στην διαρροή των προσωπικών δεδομένων του επίμαχου δικαστή (στην συνέχεια το κείμενο αυτό αναπαράχθηκε από άλλα σάιτ) επικαλείται παραπλανητικά -για ευνοήτους λόγους- τη συμμετοχή της ΕΥΠ στην επίμαχη υπόθεση, η Ένωση σημειώνει ότι «χρειάζεται άμεσα να διερευνηθεί ποιος και για ποιο λόγο έδωσε την άδεια στην ΕΥΠ να παρακολουθεί το 2014 έναν υψηλόβαθμο δικαστικό».
Ακόμη, υπογραμμίζει εύσχημα η Ένωση ότι «ο εθισμός της κοινωνίας στην γενική παρακολούθηση και η αξιοποίηση νόμιμων ή παράνομων παρακολουθήσεων κατά το δοκούν, είναι αδιανόητη σε μια δημοκρατική κοινωνία».
Δεν παραλείπει η Ένωση να τονίσει οι επίμαχες αποκαλύψεις «δεν μπορούν παρά να ειδωθούν σε σχέση με το γενικότερο κλίμα που επικρατεί στην προσπάθεια επηρεασμού και υπονόμευσης της Δικαιοσύνης» και υπενθυμίζει για ακόμα μια φορά, το αυτονόητο: «ότι, προκειμένου να επιτελέσουν το έργο τους, οι λειτουργοί της Δικαιοσύνης πρέπει να λειτουργούν ανεμπόδιστα, τόσο από τη νομοθετική και τη εκτελεστική λειτουργία όσο και από τα οικονομικά συμφέροντα».
Αυτό όμως, καταλήγει, για να επιτευχθεί «θέλει θωράκιση και αυτοπροστασία και από το ίδιο το δικαστικό σώμα, ιδίως στη συγκυρία που διανύουμε που βάλλεται πανταχόθεν. Η επιταγή για συμμόρφωση μέσω μιας αόρατης και διαρκούς απειλής διαπόμπευσης και εξευτελισμού, αρμόζει σε άλλες κοινωνίες, σε άλλες εποχές, σε άλλα καθεστώτα».