Δύο από τους κατηγορούμενους της δικογραφίας για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα αναγνώρισε ο μάρτυρας Νικόλαος Μαντάς, ως τα πρόσωπα που είδε στην καφετέρια Κοράλλι, λίγη ώρα πριν αφήσει την τελευταία του πνοή ο 34χρονος μουσικός.
Ο μάρτυρας κατέθεσε στο δικαστήριο ότι το βράδυ της δολοφονίας βρέθηκε στην καφετέρια που ήταν και ο Παύλος Φύσσας με την παρέα του και έδωσε τα χαρακτηριστικά δύο προσώπων που είχε προσέξει. Ο πρώτος από αυτούς βρισκόταν έξω από την καφετέρια και του κίνησε το ενδιαφέρον γιατί είχε στο μπράτσο ένα τατουάζ με έναν μαίανδρο. Όπως κατέθεσε τον είχε δει σε ένα βιντεο στο YouTube, το οποίο αφορούσε επίσκεψη βουλευτών της Χρυσής Αυγής στο Πέραμα και φαινόταν να μιλάει σε αυτήν την εκδήλωση. Ο δεύτερος που θυμάται, όπως είπε ο κ. Μαντάς, ήταν ένας που καθόταν μέσα στην καφετέρια με άλλους δύο και τον είδε καλά γιατί περνώντας από το τραπέζι του μουσικού σκόνταψε πάνω σε έναν από τους φίλους του Παύλου Φύσσα, αλλά και «γιατί μας κοίταζε η παρέα του. Μιλούσαν στα τηλέφωνα και μας κοίταζαν».
Η πρόεδρος του δικαστηρίου, μετά την περιγραφή των δύο προσώπων από τον μάρτυρα, κάλεσε όλους τους παρόντες κατηγορούμενους να σηκωθούν όρθιοι και ζήτησε από τον μάρτυρα να καταθέσει εάν ανάμεσα τους αναγνωρίζει τα δύο άτομα που είδε στο Κοράλλι, καθώς και όποιον άλλον είδε εκείνη τη νύχτα.
Ο κ. Μαντάς αναγνώρισε στο πρόσωπο του κατηγορούμενου Αναστασίου Μιχάλαρου εκείνον που είδε έξω από την καφετέρια. «Αυτός είναι ο άνθρωπος που είδα έξω από το μαγαζί, με το τατουάζ», είπε δείχνοντας τον κατηγορούμενο, ενώ κατέθεσε πως αυτός που σκόνταψε, μέσα στο μαγαζί, σε μέλος της παρέας του Παύλου Φύσσα είναι ο κατηγορούμενος Ιωάννης Άγγος. Ο κ. Μαντάς, απαντώντας σε ερώτηση, διευκρίνισε πως δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα εάν αυτοί οι δύο συμμετείχαν στην ομάδα που λίγο αργότερα επιτέθηκαν στην παρέα τους, όταν έφευγαν από την καφετέρια. Ερωτηθείς από την πρόεδρο εάν αναγνωρίζει άλλον κατηγορούμενο, σημείωσε πως πλην των δύο και του Γιώργου Ρουπακιά που τον είδε μετά το έγκλημα στο Τμήμα, δεν αναγνωρίζει άλλον κατηγορούμενο. Μάλιστα, για τον δράστη της δολοφονίας, ο μάρτυρας υποστήριξε: «Τον είδαμε για πρώτη φορά εκεί και υποθέσαμε ότι ήταν αστυνομικός. Ήταν ήρεμος και μιλούσε στο κινητό του. Αργότερα μάθαμε ποιος ήταν».
Περιγράφοντας τα λεπτά που προηγήθηκαν της δολοφονίας, ο κ. Μαντάς ανέφερε πως όταν βγήκαν από την καφετέρια είδαν περίπου δέκα άτομα με σκούρα ρούχα και στη συνέχεια έγιναν 35 με 40. «Κάποιοι ήταν στο πεζοδρόμιο και κάποιοι άλλοι στον δρόμο. Μείναμε έξω από την καφετέρια, δεν ξέραμε που να πάμε…».
Η πρόεδρος ζήτησε από τον μάρτυρα να καταθέσει την εντύπωση που σχημάτισε εκείνη τη στιγμή γι’ αυτό που συνέβαινε. Ο κ. Μαντάς είπε πως του δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι «υπάρχει μία ομάδα, η οποία συγκροτείται άμεσα για κάποιο λόγο. Για μία επίθεση. Και αυτό αποδείχθηκε. Μας είχαν κλείσει τον δρόμο και άρχισαν όλοι μαζί να βγαίνουν σαν ομάδα, φωνάζοντας, βρίζοντας. “Ελάτε εδώ ρε κότες, θα σας σφάξουμε, θα σας γ…. , θα πεθάνετε”».
Ο μάρτυρας σημείωσε πως δεν ήταν παρών στη σκηνή της δολοφονίας του φίλου του, καθώς αποσπάστηκε από την παρέα του μουσικού μαζί με άλλους δύο και κρύφτηκαν σε ένα γιαπί, φοβούμενοι την ομάδα των Χρυσαυγιτών.
Στην κατάθεσή του ο κ. Μαντάς αναφέρθηκε στη βίαιη επίθεση που δέχθηκαν ο ίδιος, ο Μιχάλης Ξυπόλητος- φίλος του μουσικού και μάρτυρας στη δίκη- και άλλοι δύο την ημέρα έναρξης της δίκης, στις 20 Απριλίου 2015, ενώ προσέρχονταν στο δικαστήριο. Ο μάρτυρας είπε πως ομάδα προσώπων τούς επιτέθηκε οργανωμένα και τους χτύπησε με κλωτσιές και μπουνιές.
Η δίκη της Χρυσής Αυγής θα συνεχιστεί τη Δευτέρα, 27 Ιουνίου, στην αίθουσα τελετών του Εφετείου.