Κραυγές απόγνωσης από μάνες που έχασαν τα παιδιά τους, πατεράδες που κρατούσαν το κεφάλι τους σαν να μην μπορεί να χωρέσει ο νους τους αυτό που έχει συμβεί, συγγενείς με μπλούζες που έφεραν πάνω τους τη μορφή των αγαπημένων τους προσώπων, νεαροί με λουλούδια στα χέρια και δάκρυα στα μάτια, και ένα ποτάμι ανθρώπων να παρακολουθεί βουβό.
Το Κότσανι, από τα ξημερώματα της Κυριακής, που η φονική πυρκαγιά σε νυχτερινό κέντρο στέρησε τη ζωή σε 59 άτομα και οδήγησε δεκάδες άλλα στο νοσοκομείο με σοβαρά εγκαύματα, είναι σε πένθος. Ένα πένθος που κορυφώθηκε με τη σημερινή ταφή των θυμάτων. Πολλοί από τους συγγενείς δεν άντεξαν την πίεση και στην εικόνα των φέρετρων που κατέφθαναν επί αρκετή ώρα στον χώρο της ταφής, λύγισαν και χρειάστηκε είτε να τους παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες, είτε να διακομιστούν με ασθενοφόρα του Ερυθρού Σταυρού στο νοσοκομείο.
Είκοσι τέσσερις τάφοι, ο ένας πλάι στον άλλον, με τα ονόματα θυμάτων της τραγωδίας γραμμένα σε λευκό χαρτί και κάποιοι άλλοι τάφοι διάσπαρτοι στον χώρο θα αποτελούν εφεξής μια διαρκή υπόμνηση μιας τραγωδίας που έχει προκαλέσει την οργή της κοινής γνώμης, όχι μόνο στο Κότσανι, αλλά σε ολόκληρη τη χώρα. Αστυνομικοί είχαν από νωρίς λάβει μέτρα, προκειμένου να διασφαλιστεί η καλύτερη οργάνωση του χώρου ενόψει της έλευσης μεγάλου πλήθους ατόμων, ενώ κατά μήκος της διαδρομής ομάδες του Ερυθρού Σταυρού μοίραζαν μπουκάλια με δροσερό νερό και ήταν σε ετοιμότητα να προσφέρουν βοήθεια- όπως και έγινε. Ανάμεσά τους και ο Αλι Σαμέτ, επικεφαλής των επιχειρήσεων κρίσεων του Ερυθρού Σταυρού, που τις πρώτες ώρες μετά τη φονική πυρκαγιά ταξίδεψαν μαζί με συναδέλφους του από την πρωτεύουσα, Σκόπια, στο Κότσανι, προκειμένου να παράσχουν βοήθεια στους τραυματίες.
«Συμμετέχουμε στο κέντρο αντιμετώπισης κρίσεων της Βόρειας Μακεδονίας και από την πρώτη στιγμή ήρθαμε στο Κότσανι με ομάδες ψυχολογικής υποστήριξης, ομάδες πρώτων βοηθειών, κάποια ασθενοφόρα, ενώ παρείχαμε και υλικοτεχνική βοήθεια. Βοηθήσαμε, επίσης, στη διακομιδή τραυματιών σε άλλα νοσοκομεία. Και σήμερα είμαστε εδώ και πάλι για να βοηθήσουμε όπου χρειαστεί» εξηγούσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Αλι Σαμέτ, καθώς προετοίμαζε με την ομάδα του τη σκηνή που είχε στηθεί λίγα μέτρα μακριά από τους φρεσκοσκαμμένους τάφους, εν είδει ενός μικρού ιατρείου. «Σαράντα χρόνια ασχολούμαι με τη διαχείριση κρίσεων. Αυτό που συνέβη εδώ την Κυριακή ήταν κάτι εξαιρετικά τραγικό», ανέφερε χαρακτηριστικά, περιγράφοντας την αγωνία των συγγενών που έρχονταν στο νοσοκομείο με την ελπίδα πως δεν θα δουν το όνομα του δικού τους ανθρώπου στον μακρύ κατάλογο των νεκρών. «Είχαν ως την τελευταία στιγμή την ελπίδα πως δε θα ήταν τα παιδιά τους μεταξύ των νεκρών ή όσων έχουν τραυματιστεί σοβαρά», επισήμανε.
Με τον ενταφιασμό και των τελευταίων θυμάτων και τη σταδιακή αποχώρηση των συγγενών, ο θρήνος αρχίζει να δίνει και πάλι τη θέση του στη σιωπή που έχει σκεπάσει την άλλοτε ζωντανή κωμόπολη των περίπου 25.000 κατοίκων.
Η πόλη μοιάζει τώρα στοιχειωμένη, όμως σιγά- σιγά οι κάτοικοί της θα πρέπει να αρχίσουν να ξαναμπαίνουν σε ρυθμούς καθημερινότητας. Σήμερα, όμως, όλα είναι αλλιώς. Οι εργαζόμενοι σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα …κατέβασαν τα μολύβια, προκειμένου να συμπαρασταθούν στο πένθος των συνδημοτών τους, τα καταστήματα είναι ερμητικά κλειστά σε ένδειξη πένθους, ενώ όσους συναντάς στον δρόμο είναι αγέλαστοι, χωρίς καμιά διάθεση να μιλήσουν για όσα συνέβησαν. «Σήμερα πενθούμε, όμως να είστε σίγουροι πως δε θα τους ξεχάσουμε, ούτε θα ξεχάσουμε ό,τι έγινε», έλεγε ένας νεαρός καθώς προχωρούσε με ταχύ βήμα προς το νεκροταφείο.
Την ίδια ώρα, πιστοί συνεχίζουν να συρρέουν στις εκκλησίες για να προσευχηθούν για τις ψυχές των αδικοχαμένων θυμάτων και να ανάψουν ένα κερί στη μνήμη τους.
Βόρεια Μακεδονία: Οι ανθρώπινες ιστορίες πίσω από την τραγωδία στο Κότσανι
Ο 30χρονος φωτογράφος της συναυλίας και το αιματοβαμμένο μεροκαμάτο
Το πρωί της Κυριακής ο Τόνι Αΐτοφσκι (Τoni Ajtovski) ήταν στο αστυνομικό τμήμα του Κότσανι, όπου βρισκόταν σε εξέλιξη η συνέντευξη Τύπου για την τραγωδία που είχε σημειωθεί λίγες ώρες νωρίτερα σε νυχτερινό κλαμπ της πόλης, όταν το τηλέφωνό του άρχισε να χτυπά επίμονα.
Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν η σύζυγός του, που τον ενημέρωνε πως ο νονός του γιου τους, ο οποίος ήταν στο κλαμπ, δεν απαντούσε στις τηλεφωνικές κλήσεις της μητέρας του.
«Αμέσως έτρεξα στο νοσοκομείο για να ψάξω αν ήταν μεταξύ των τραυματιών που είχαν διακομιστεί εκεί» αφηγείται στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Τόνι Αΐτοφσκι, ανταποκριτής του πρακτορείου ειδήσεων ΜΙΑ στην περιοχή.
«Άρχισα να ρωτάω, αν υπήρχε κάποιος εκεί με το όνομα Αλεξάντερ Εφρέμοφ. Στο νοσοκομείο υπήρχε ήδη ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων και παντού ακούγονταν ουρλιαχτά και φωνές» περιγράφει ο Αΐτοφσκι, ο οποίος ανήμπορος να βρει κάποιον να πάρει τις πληροφορίες που ζητούσε, αποτάθηκε στον Ερυθρό Σταυρό.
Ο νονός του γιου του, ο Αλεξάντερ Εφρέμοφ (Aleksandar Efremov) ήταν ο επίσημος φωτογράφος της συναυλίας του δημοφιλούς συγκροτήματος DNK, στο νυχτερινό κλαμπ, που έπιασε φωτιά τα ξημερώματα της περασμένης Κυριακής οδηγώντας στον θάνατο 59 άτομα. Από την ώρα που έγινε γνωστό το συμβάν, η μητέρα του τον καλούσε επανειλημμένα, με τα τηλεφωνήματά της, ωστόσο, να μένουν αναπάντητα.
«Στο νοσοκομείο οι γιατροί έτρεχαν ασταμάτητα. Έδωσα το όνομά του σε κάποιους εθελοντές του Ερυθρού Σταυρού προκειμένου να τον γράψουν στον κατάλογο και να τον αναζητήσουν. Μου είπαν ότι θα έβλεπαν αν ήταν στο νοσοκομείο εδώ, στο Κότσανι, ή αν τον είχαν μεταφέρει αλλού. Κανείς δεν ήξερε αν ήταν ζωντανός ή αν είχε τραυματιστεί σοβαρά» συνεχίζει την αφήγηση ο Αΐτοφσκι.
Καθώς η κατάσταση παρέμενε συγκεχυμένη και εν αναμονή κάποιας πληροφορίας για την τύχη του κουμπάρου του, αποφάσισε να επιστρέψει στη συνέντευξη Τύπου και να ακολουθήσει τις εξελίξεις στο πεδίο της ενημέρωσης.
«Σε κάποια στιγμή, με κάλεσε η σύζυγός μου και μού είπε πως την κάλεσαν στο νοσοκομείο για αναγνώριση (από φωτογραφίες). Προσευχόμουν να μην είναι αλήθεια και να μην είναι αυτός στις φωτογραφίες. Κατευθυνθήκαμε και οι δύο προς το νοσοκομείο. Εκείνη έφτασε νωρίτερα. Με κάλεσε στο τηλέφωνο και μου είπε: είναι αυτός, με το νούμερο 25 στην μπλούζα του. Τα μάτια μου σκοτείνιασαν, κόντεψε να μου φύγει το μυαλό» θυμάται ο Αΐτοφσκι
Στο νοσοκομείο, όπου έφτασε λίγη ώρα αργότερα, εκτυλίσσονταν ήδη σκηνές που θύμιζαν αρχαία τραγωδία. «Το πλήθος ήταν ακόμη μεγαλύτερο καθώς άρχισαν να καταφτάνουν και άλλοι συγγενείς που είχαν εντοπίσει τους δικούς τους ανθρώπους, τα παιδιά τους. Βρήκα τη σύζυγό μου ανάμεσα στο πλήθος, καταβεβλημένη και άφωνη από την εξέλιξη. Και εγώ δεν ήξερα τι να πω… Και το ερώτημα ήταν ποιος θα το έλεγε στους συγγενείς αυτό που εμείς ήδη ξέραμε. Μας ήταν αδύνατο να το κάναμε. Ζητήσαμε από έναν εθελοντή να τους πει να έρθουν από το Στιπ, όπου μένουν, στο νοσοκομείο του Κότσανι, χωρίς να τους εξηγήσουν, όμως, την κατάσταση. Μέσα σε μισή ώρα είχαν φτάσει και έψαχναν τη σύζυγό μου και εμένα. Τους πλησίασα και τους αγκάλιασα… Τα κατάλαβαν όλα. Σκοτάδι και σιωπή».
Λίγη ώρα αργότερα, η οικογένεια του Εφρέμοφ, ο οποίος δεν πρόλαβε καλά-καλά να συμπληρώσει τρεις δεκαετίες ζωής, έμπαινε στο δωμάτιο όπου ήταν η σορός του, ξεσπώντας σε ατελείωτο θρήνο.
«Σήμερα θα πάμε στην κηδεία ενός όμορφου νέου, που σε λίγους μήνες θα ντυνόταν γαμπρός» λέει ο Αΐτοφσκι ως επίλογο μιας από τις 59 ξεχωριστές ιστορίες των ανθρώπων που τόσο άδικα έφυγαν από τη ζωή.
Ο Αλεξάντερ Εφρέμοφ θα κηδευτεί, σήμερα το μεσημέρι στη γενέτειρά του, το Στιπ, όπου θα κηδευτούν και κάποια άλλα από τα θύματα, ενώ μία ώρα αργότερα θα γίνει η κηδεία των περισσότερων θυμάτων στην πόλη της τραγωδίας, το Κότσανι.