Τον Αύγουστο του 2016, η Βραζιλία κατήγγειλε την πρόεδρο Ντίλμα Ρούσεφ, θέτοντας τέλος στα 13 χρόνια διακυβέρνησης του Εργατικού Κόμματος. Και τον Δεκέμβριο του 2014, η Κούβα άρχισε να εξομαλύνει τις σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλάζοντας, αν και με βραδύτερο ρυθμό, τις κομμουνιστικές πολιτικές του τελευταίου μισού αιώνα. Στο μεταξύ, η Βενεζουέλα, το λαϊκιστικό προπύργιο που κάποτε αποτελούσε τον ενεργειακό ευεργέτη για πολλά γειτονικά κράτη, ταλανίζεται από την οικονομική κρίση και πολιτική αναταραχή.
Οι επερχόμενες εκλογές αλλού απειλούν να απομακρύνουν κυβερνήσεις που διέπονταν πιο σιωπηρά από τις αρχές της Αριστεράς (για να μην αναφέρουμε να απορρίψουν ό,τι θεωρούσαν αμερικανική παρέμβαση στην περιοχή). Το 2017 το Εκουαδόρ θα διεξαγάγει προεδρικές εκλογές, με τον κυβερνώντα συνασπισμό Alianza Pais να ενδέχεται να δυσκολευτεί να κερδίσει, χωρίς τον διατελούντα επί μακρόν πρόεδρο, Ραφαέλ Κορέα. Στη Βολιβία, ο πρόεδρος Εβο Μοράλες θα μείνει στην εξουσία μέχρι το 2020, αλλά οι ψηφοφόροι απέρριψαν την πρόθεσή του στις αρχές του έτους να θέσει υποψηφιότητα για ακόμη μία θητεία.
Οι κυβερνήσεις αυτές γενικά οφείλουν την πτώση στη δημοτικότητά τους στην παγκόσμια μείωση των τιμών στα βασικά εμπορεύματα. Οι ηγέτες που ήρθαν στην εξουσία στις αρχές της δεκαετίας του 2000 κεφαλαιοποίησαν γρήγορα τις εξαγωγές εμπορευμάτων, επωφελούμενοι από τη φαινομενικά ακόρεστη ζήτηση της Κίνας και την καταβολή κονδυλίων στα δίκτυα στήριξής τους. Κράτη όπως η Βραζιλία και η Βενεζουέλα ήταν σε θέση να ενισχύσουν τις δημόσιες δαπάνες και να παραδώσουν δημόσια έργα, κάτι που κράτησε τους ηγέτες τους δημοφιλείς. Στα επόμενα λίγα χρόνια, η οικονομική ανάπτυξη διατήρησε ευτυχισμένους τους ψηφοφόρους και στην εξουσία τους εκλεγμένους αξιωματούχους. Μόλις όμως μειώθηκαν οι τιμές των προϊόντων, η οικονομική ανάπτυξη σε χώρες όπως η Αργεντινή, η Βραζιλία και η Βενεζουέλα επιβραδύνθηκε, οι οποίες τελικά εισήλθαν σε ύφεση. Το 2015 στην Αργεντινή, οι ψηφοφόροι τιμώρησαν στις εκλογές τα κόμματα που ήταν στην εξουσία. Το ποσοστό δημοτικότητας της Ρουσέφ έπεσε τόσο πολύ που δεν μπορούσε καν να εναντιωθεί στην πρόταση μομφής.
Αζερμπαϊτζάν: Το αεροπλάνο που συνετρίβη στο Καζακστάν χτυπήθηκε από ρωσικό πύραυλο
Καμία από αυτές τις εξελίξεις δεν αποτελεί κάτι το ιδιαίτερα νέο. Οι δυνάμεις που καταστρέφουν τις αριστερές κυβερνήσεις προετοιμάζονται εδώ και αρκετό καιρό. Αυτό που δεν είναι σαφές είναι πόσο καιρό θα διαρκέσει ο πολιτικός επαναπροσανατολισμός. Ακόμη κι αν η Βολιβία και το Εκουαδόρ δείχνουν σημάδια πορείας προς τη Δεξιά, η Βραζιλία και η Αργεντινή μπορούν κάλλιστα να επιστρέψουν στην Αριστερά, λαμβάνοντας υπ’ όψιν πόσο πολιτικά μη δημοφιλείς έχουν γίνει οι κυβερνήσεις τους από τη διόρθωση των οικονομικών λαθών των προηγούμενων κυβερνήσεων.
Ο νέος, κεντρώος πρόεδρος της Βραζιλίας, Μικέλ Τεμέρ, θέλει να είναι υποψήφιος στις εκλογές του 2018 (ανέλαβε τη θέση, μετά την πρόταση μομφής εναντίον της Ρουσέφ) και ενδεχομένως να δυσκολευτεί να εξασφαλίσει την έγκριση του κόμματος. Οι ψηφοφόροι είναι διασπασμένοι μεταξύ του Δημοκρατικού Κινήματος της Βραζιλίας του Τεμέρ, του κεντρώου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Βραζιλίας και του Εργατικού Κόμματος. Επιπλέον, η προσφάτως προτεινόμενη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, που θα μειώσει τις δαπάνες για τις συντάξεις και θα αυξήσει το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, απομακρύνει το λαό από το κυβερνών κόμμα. Και ο πρώην πρόεδρος, Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, μία από τις πιο δημοφιλείς πολιτικές προσωπικότητες της χώρας, μπορεί να είναι σε θέση να θέσει υποψηφιότητα απέναντι στον Τεμέρ – υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι δεν θα του έχουν απαγγελθεί κατηγορίες για δήθεν εγκληματική δραστηριότητα.
Παρόμοια γεγονότα λαμβάνουν χώρα στην Αργεντινή. Μετά την εκλογή κυρίως ως απόρριψη των οικονομικών πολιτικών της διοίκησης που προηγήθηκε, η κυβέρνηση Μάκρι αναμένεται να αυξήσει την τιμή των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της θητείας της. Οταν ο Μάκρι επιδιώκει την επανεκλογή το 2019, η κυβέρνησή του θα αντιμετωπίσει σχεδόν με βεβαιότητα κάποιες αντιδράσεις από ψηφοφόρους που πληρώνουν περισσότερα για τα πράγματα, όπως νερό, ηλεκτρική ενέργεια και φυσικό αέριο.
Και έτσι οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Νότιας Αμερικής θα μπορούσαν, μέχρι το τέλος της δεκαετίας, να είναι υπό νέα διοίκηση – αυτήν την ίδια που οι ψηφοφόροι της πρόσφατα απέρριψαν.
Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι θα είναι πιο εχθρικές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες ή σε επιχειρήσεις που λειτουργούν εκεί, κάτι που αποτελούσε το σήμα κατατεθέν των προηγούμενων λαϊκιστών προέδρων. Ακόμη κι αν η Βραζιλία και η Αργεντινή εκλέξουν γνωστούς ηγέτες, μπορούν να το πράξουν κάτω από τις γνωστές οικονομικές συνθήκες. Οι χαμηλές τιμές βασικών προϊόντων θα στερήσουν μεγάλο μέρος της ανάπτυξης που υπήρχε σε εποχές με μεγαλύτερη ευημερία. Στην Αργεντινή, οι περονιστές ηγέτες μπορεί να μη θέλουν να πάρουν λαϊκιστικά μέτρα που θα μπορούσαν να μειώσουν τα οικονομικά οφέλη της διακυβέρνησης Μάκρι. Και στη Βραζιλία, η κυβέρνηση του Εργατικού Κόμματος, που αντιμετωπίζει ένα διασπασμένο πολιτικό τοπίο, θα αντιμετωπίσει περισσότερους περιορισμούς στο πώς θα δράσει, δεδομένου ότι οποιαδήποτε πολιτική ή ένα κομμάτι της νομοθεσίας θα απαιτούσε τη στήριξη περισσότερων κομμάτων.
Ο αριστερός λαϊκισμός ποτέ δεν θα φύγει εντελώς από τη Λατινική Αμερική. Εχει, απλώς, πολύ έντονη απήχηση στους φτωχότερους ψηφοφόρους. Αλλά το σημερινό οικονομικό περιβάλλον στην περιοχή διαφέρει σημαντικά από αυτό που οδήγησε στην πρώτη στροφή προς την Αριστερά. Κυβερνήσεις που θα έρθουν στην εξουσία στα επόμενα λίγα χρόνια, είτε από την Αριστερά ή είτε από τη Δεξιά, θα έχουν στη διάθεσή τους λιγότερους πόρους για να παγιώσουν τα πολιτικά τους κέρδη. Και αυτές οι οικονομικές συνθήκες μπορεί να τους στερήσουν τη δυνατότητα να επαναδημιουργήσουν τις πολιτικές δυναστείες του παρελθόντος.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής