Οπως είπε ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, η Ελλάδα στα πέτρινα χρόνια του μνημονίου βρήκε στήριγμα στην Εκκλησία και υπογράμμισε πως «η Εκκλησία δεν εκπλήρωσε μόνο τον πνευματικό ρόλο της, αλλά επαναβεβαίωσε και την κύρια κοινωνική αποστολή της».
Ο κ. Μητσοτάκης ενημερώθηκε για το έργο της «Αποστολής» που διανέμει δεκάδες χιλιάδες μερίδες φαγητού κάθε μέρα σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, ενώ χιλιάδες δέματα αγάπης με όλα τα απαραίτητα φθάνουν κάθε μήνα στα σπίτια χιλιάδων οικογενειών.
Σε ό,τι αφορά στις σχέσεις Πολιτείας-Εκκλησίας, επισήμανε ότι η Εκκλησία υπήρξε πάντα για τη ΝΔ ένας εθνικός εταίρος και ένας κοινωνικός σύμμαχος, ο πιο κοντινός, ο πιο αποτελεσματικός κοινωνικός σύμμαχος και όχι ένας σύμμαχος στα δύσκολα, και μαζί ένας ιδεολογικός εχθρός για να υπηρετούνται παρωχημένες ιδεοληψίες.
Τέλος αναφερόμενος στη συνταγματική αναθεώρηση και τις σχέσεις Πολιτείας-Εκκλησίας, ο κ. Μητσοτάκης δήλωσε πως η Νέα Δημοκρατία δεν κρίνει αναγκαία και δεν πρόκειται να συναινέσει στην αλλαγή των άρθρων του Συντάγματος που αφορούν τις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας. «Η ανεξιθρησκεία και ο σεβασμός όλων των θρησκειών έχουν απόλυτη κατοχύρωση. Ως εκ τούτου, μία ουσιαστική κατάργηση του άρθρου 3 του Συντάγματος ή του Προοιμίου του Συντάγματος δεν θα πρόσφερε τίποτα ουσιαστικό», υπογράμμισε.
Διαβάστε ακόμα:
Φίλης για Μητσοτάκη: Διχαστικά επιχειρήματα για τη σχέση Εκκλησίας-Κράτους
Όλος ο χαιρετισμός του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας:
«Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι, Σεβαστοί Πατέρες, κυρίες και κύριοι,
Με πολύ μεγάλη συγκίνηση, με πολύ μεγάλη χαρά, η σύζυγός μου και εγώ σας επισκεπτόμαστε σήμερα στα κεντρικά σας γραφεία για να ενημερωθούμε για το εξαιρετικά πλούσιο έργο το οποίο έχει επιτελέσει η «Αποστολή» τα τελευταία χρόνια.
Στα δύσκολα χρόνια της κρίσης, στα πέτρινα χρόνια των Μνημονίων, η Ελλάδα βρήκε ένα στήριγμα στην Εκκλησία. Η Εκκλησία δεν εκπλήρωσε μόνο τον πνευματικό της ρόλο, αλλά επαναβεβαίωσε την κύρια κοινωνική της αποστολή. Που δεν είναι άλλη από τη φροντίδα των πιο αδυνάμων. Άλλοτε πλάι στην Πολιτεία, πιο συχνά ίσως υποκαθιστώντας την, η Εκκλησία στάθηκε κοντά στους συνανθρώπους μας, που δυσκολεύονται σήμερα να τα βγάλουν πέρα.
Γνωρίζουμε καλά πού έφτασαν, τα ποσοστά της ακραίας φτώχειας στη χώρα μας, τα τελευταία χρόνια. Ξέρουμε, επίσης, το ανθρώπινο πρόσωπο της ανεργίας, της ανέχειας. Δεκάδες χιλιάδες μερίδες φαγητού διανέμονται κάθε μέρα από την Αρχιεπισκοπή Αθηνών, αλλά και από όλες τις Μητροπόλεις της Εκκλησίας μας σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Χιλιάδες δέματα αγάπης με όλα τα απαραίτητα φθάνουν, κάθε μήνα, στα σπίτια χιλιάδων οικογενειών. Και βέβαια, εκατοντάδες ιδρύματα, αναρίθμητες φιλανθρωπικές, κοινωνικές οργανώσεις της Εκκλησίας απαλύνουν τον ανθρώπινο πόνο. Και τον απαλύνουν, χωρίς απολύτως καμία διάκριση. Συχνά, τις πιο πολλές φορές, χωρίς κρατική βοήθεια, αλλά πάντα με εξειδικευμένο και με αφοσιωμένο προσωπικό σε ολόκληρη τη χώρα. Για τα υποσιτιζόμενα παιδιά, για τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας, για αυτούς που έχουν ειδικές ανάγκες, για τους κατάκοιτους και τους ανήμπορους και τους ασθενείς με αλτσχάιμερ και, βέβαια, και για τους πρόσφυγες. Με άλλα λόγια, για όλους όσοι σήμερα έχουν ανάγκη.
Με τη σύνεση, με τη σοφία, με την ευαισθησία των ανθρώπων της, αλλά πρωτίστως με την φωτισμένη καθοδήγηση του Μακαριωτάτου, η Εκκλησία καταβάλλει καθημερινά υπεράνθρωπες προσπάθειες για να επιτύχει το στόχο της, που είναι και προσωπικός στόχος του Μακαριωτάτου: Κανείς μόνος, κανείς χωρίς τα απαραίτητα για τη ζωή.
Είναι μια δράση που καθρεφτίζει στο σήμερα τη διαδρομή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο διάβα των αιώνων. Μια διαδρομή που αποτελεί μια πορεία προσφοράς.
Κιβωτός αρχών, αναπόσπαστο τμήμα της εθνικής μας ταυτότητας, θεμέλιο ανθρωπιστικών αξιών στην πράξη, η Εκκλησία ήταν και παραμένει πάντα στην πρώτη γραμμή. Διαφύλαξε και σμίλεψε τις παραδόσεις μας, σημάδεψε τις ατομικές και συλλογικές μνήμες μας, συνδιαμόρφωσε την ταυτότητα του νεότερου Ελληνισμού. Και κρατάει ακόμα και σήμερα δεμένους μεταξύ τους, αλλά και με το εθνικό κέντρο τους απανταχού Έλληνες.
Η πίστη και ο σεβασμός μας στην Εκκλησία, Μακαριώτατε, είναι ειλικρινής. Το θρησκευτικό συναίσθημα είναι πολύ βαθύ, είναι πολύ βαρύ και είναι πολύ σοβαρό για να υποκρινόμαστε για αυτό. Ή για να ψάχνουμε πιστοποιητικά θρησκευτικής συνέπειας από πολιτικό ωφελιμισμό. Γιατί, τον τελευταίο καιρό, το είδαμε και αυτό. Να βλέπουν, τελευταία, κάποιοι την Εκκλησία ως στοιχείο του δικού τους πολιτικού σχεδιασμού.
Αλλά, υποκρισία και Εκκλησία δεν συμβαδίζουν. Να υβρίζεται, να λοιδορείται η Εκκλησία, αναίτια και απρόκλητα συχνά, ώστε να διατηρούν κάποιοι ένα δήθεν «προοδευτικό» άλλοθι και να μπορούν μετά να ψηφίζουν μέτρα σκληρής λιτότητας ελαφρά τη καρδία. Ή πάλι να προσκολλώνται στην Εκκλησία κάποιοι, ενώ ποτέ δεν έχουν πιστέψει, ενώ ποτέ δεν την έχουν υπηρετήσει πνευματικά. Να προσκολλώνται όψιμα μόνο και μόνο γιατί έτσι θεωρούν ότι εξυπηρετούνται οι πολιτικοί τους στόχοι.
Η παράταξη της οποίας έχω την τιμή να ηγούμαι, αλλά και εγώ προσωπικά και η σύζυγός μου, πιστεύουμε βαθύτατα στις έντιμες και ειλικρινείς σχέσεις. Στις σχέσεις αμοιβαίου σεβασμού. Στους διακριτούς ρόλους. Στη σταθερή, δημιουργική και ειλικρινή συνεργασία. Επιδίωξή μας, εξάλλου, είναι να ενώνουμε και όχι να διχάζουμε. Οι προθέσεις μας είναι ξεκάθαρες και οι χειρισμοί μας διαφανείς.
Η Εκκλησία υπήρξε πάντα, για μας, ένας εθνικός εταίρος κι ένας κοινωνικός σύμμαχος. Ο πιο κοντινός, ο πιο αποτελεσματικός κοινωνικός σύμμαχος. Όχι ένας σύμμαχος στα δύσκολα και μαζί ένας ιδεολογικός εχθρός για να υπηρετούνται παρωχημένες ιδεοληψίες. Οι σχέσεις πρέπει να είναι σταθερές, ειλικρινείς, έντιμες, και – το ξαναλέω – με αμοιβαίο σεβασμό στους διακριτούς ρόλους. Γι’ αυτό και θα πλατύνουμε όλες τις συνέργειες μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, που μπορούν να βοηθήσουν την πατρίδα μας. Παράδειγμα η καλύτερη αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, η οποία μπορεί και πρέπει να είναι πολλαπλά επωφελής. Αλλά και η παροχή γενναίων φορολογικών κινήτρων για όσους επιλέγουν να διαβούν τον αγαθό δρόμο της φιλανθρωπίας.
Η Εκκλησία, προσφέρει ένα μοναδικό, τολμώ να πω, ένα αναντικατάστατο φιλανθρωπικό έργο. Αθόρυβα και χωρίς να το διαφημίζει, όπως της αρμόζει, απαλύνει κάθε μέρα τον πόνο δεκάδων χιλιάδων συνανθρώπων μας. Έχω γυρίσει, Μακαριώτατε, όλη την Ελλάδα και έχω συναντήσει παντού φωτισμένους ιεράρχες, αλλά και πάρα πολλούς απλούς κληρικούς, που εφαρμόζουν κάθε μέρα στη ζωή τους το λόγο του Θεού. Μαζί με χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες εθελοντές, τους οποίους θέλω και σήμερα από εδώ να ευχαριστήσω για το έργο τους, κάνουν πράξη αυτό που μου περιέγραψε μια φορά ένας ιεράρχης στη Βόρεια Ελλάδα. To θαύμα οι φτωχοί να στηρίζουν τους πιο φτωχούς.
Η Εκκλησία μπορεί να προσφέρει ένα εύρος κοινωνικών υπηρεσιών πιο αποτελεσματικά και με καλύτερη σχέση κόστους – οφέλους από το Κράτος. Γιατί γνωρίζει σε κάθε ενορία ποιος πραγματικά υποφέρει. Γιατί διαθέτει ένα δίκτυο εθελοντών μοναδικό. Και γιατί μαζί με ένα πιάτο φαγητό προσφέρει και κάτι παραπάνω: Την παρηγοριά και τη σιγουριά ότι σε ένα κόσμο αποξενωμένο κάποιος σκέφτεται τους πιο αδύναμους, αυτούς που έμειναν πίσω στο μαραθώνιο της ζωής. Γιατί η καλοσύνη και η αγάπη δεν έχουν τιμή. Και ο λόγος του Θεού είναι βάλσαμο στην ψυχή των πονεμένων συνανθρώπων μας.
Το Κράτος, Μακαριώτατε, έχει κάθε λόγο να επιδιώξει στενότερη συνεργασία με την Εκκλησία στα ζητήματα της προνοιακής πολιτικής. Και να την διευκολύνει στην εξασφάλιση της οικονομικής της αυτοτέλειας. Στο πλαίσιο της αρμονικής σχέσης Πολιτείας και Εκκλησίας, σε ένα κόσμο που συνεχώς μεταβάλλεται, πρέπει επίσης ορισμένα ζητήματα, εκπαιδευτικά αλλά και άλλα, να επανεξεταστούν. Αλλά πάντα – και θέλω να το τονίσω αυτό – σε κλίμα συνεννόησης και αλήθειας, με διάλογο και σεβασμό των διακριτών ρόλων. Και, κυρίως, με διάθεση για σύνθεση.
Η πρόοδος της τεχνολογίας θα μας υποχρεώσει να αντιμετωπίσουμε ζητήματα ηθικής, που δεν φανταζόμασταν καν ότι υπήρχαν πριν από λίγα χρόνια. Θα πρέπει να τα επεξεργαστούμε με ανοιχτό πνεύμα. Με σεβασμό στις παραδόσεις μας. Αλλά και γνωρίζοντας, επίσης, ότι η Εκκλησία επιβίωσε στο διάβα των αιώνων, γιατί τελικά έδειξε μεγάλη προσαρμοστικότητα στην πρόοδο της ανθρώπινης φύσης.
Με την ευκαιρία της σημερινής εκδήλωσης θέλω, επίσης, να ξεκαθαρίσω και κάτι ακόμα. Ενόψει της Συνταγματικής Αναθεώρησης η Νέα Δημοκρατία δεν κρίνει αναγκαία και δεν πρόκειται να συναινέσει στην αλλαγή των άρθρων του Συντάγματος που αφορούν στις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας. Η ανεξιθρησκεία και ο σεβασμός όλων των θρησκειών έχουν απόλυτη συνταγματική κατοχύρωση.
Ως εκ τούτου μια ουσιαστική κατάργηση του άρθρου 3 ή του Προοιμίου του Συντάγματος δεν θα πρόσφερε σήμερα τίποτα ουσιαστικό. Αντιθέτως, θα υποβάθμιζε τον ιστορικό ρόλο της Εκκλησίας, κάτι που θα συνιστούσε εθνικό σφάλμα, αλλά ταυτόχρονα και πολιτικό ολίσθημα. Θα ήταν επίσης άκαιρο και άτοπο σε μια εποχή που η Εκκλησία μας κρατάει την κοινωνία όρθια.
Μακαριώτατε, είμαι εδώ για να σας ευχαριστήσω προσωπικά, για να σας συγχαρώ για το σπουδαίο σας έργο. Για να σας ενθαρρύνω, εσάς και τους άξιους συνεργάτες σας, να συνεχίσετε με ακόμα μεγαλύτερη πίστη στον σωστό σκοπό τον οποίον υπηρετείτε. Διότι δεν μοιράζετε απλά περίσσευμα αγάπης στους αδυνάμους. Δυναμώνετε την πίστη όλων. Την πίστη στο Θεό, την πίστη τελικά στις δυνατότητες του ιδίου του ανθρώπου. Δυναμώνετε τη φλόγα της ελπίδας. Κάτι που το χρειάζεται η Ελλάδα σήμερα. Και αυτό είναι χωρίς καμία αμφιβολία η πιο σπουδαία Αποστολή».