Ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος τονίζει ότι «η ελληνική κυβέρνηση προσέρχεται στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές με τις δεδηλωμένες θέσεις της. Και έχουμε δηλώσει επανειλημμένα ότι δεν είναι δυνατόν να αποδεχτούμε παράλογες απαιτήσεις εκ μέρους των δανειστών, και ειδικά του ΔΝΤ, το οποίο ζητά προληπτική νομοθέτηση μέτρων ύψους 4 – 4,5 δισ. ευρώ». «Από αυτή την τοποθέτηση δεν έχουμε υποχωρήσει ούτε σπιθαμή», υπογραμμίζει, επισημαίνοντας πως το κύριο διαπραγματευτικό επιχείρημα της κυβέρνησης είναι η ίδια η πραγματικότητα, δηλαδή οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, «τις οποίες το ΔΝΤ φαίνεται να μην λαμβάνει υπόψη του, όταν προβλέπει δημοσιονομικό κενό ύψους 2% για το 2019». Σημειώνει πως ό,τι και να επιδιώκει το ΔΝΤ «θα ήταν προτιμότερο και για το ίδιο, και για την Ευρώπη, και για την Ελλάδα να αφήσει τις κωλυσιεργίες και το blame game και να πάρει άμεσα μια απόφαση ώστε να συνεχιστούν απρόσκοπτα και οι τεχνικές διαπραγματεύσεις». Υπογραμμίζει ότι «η αποκλειστική ευθύνη για την καθυστέρηση αυτή τη στιγμή ανήκει στο ίδιο και στην διαρκή αμφιθυμία και αναποφασιστικότητά του».
Ερωτηθείς σχετικά, ο κ. Τζανακόπουλος αναφέρει ότι «η μείωση του αφορολόγητου είναι μια από τις κλασικές εμμονές του ΔΝΤ, το οποίο έχει μια συγκεκριμένη θεώρηση, σύμφωνα με την οποία η φορολογική βάση δεν είναι αρκούντως διευρυμένη, καθώς πολλά εισοδήματα, κυρίως ελεύθερων επαγγελματιών, αποκρύπτονται». Σημειώνει ότι τα βήματα της κυβέρνησης στην αντιμετώπιση της απόκρυψης εισοδημάτων «αποδίδουν όπως φαίνεται και από την υπεραπόδοση των εσόδων που επιτεύχθηκε το 2016» και πως η μείωση του αφορολόγητου, αντίθετα, «στρέφεται κατά δικαίων και αδίκων και δεν μπορεί να επιλύσει ένα πραγματικό πρόβλημα που αφορά κυρίως τις φορολογικές διαδικασίες και τον φοροελεγκτικό μηχανισμό».
Κληθείς να σχολιάσει σχετικά, αναφέρει ότι ο κ. Χουλιαράκης δεν μίλησε ποτέ για κακή συμφωνία και πως αυτό που είπε είναι ότι είναι προτιμότερη μια καλή συμφωνία τώρα από μια καλύτερη αργότερα. «Με τον τρόπο αυτό θέλησε να εστιάσει, ίσως και καθ’ υπερβολή, στο γεγονός ότι ο χρόνος πιέζει όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη», είπε. «Διότι», συνέχισε, «ούτε εμείς, αλλά ούτε και η Ευρώπη αντέχουμε μια νέα φάση αβεβαιότητας και αναζωπύρωσης της κρίσης και μάλιστα τεχνητής».
Εκτιμά ότι δεν πρόκειται να υπάρξει αναζωπύρωση μιας τεχνητής κρίσης «παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του κυρίου Σόιμπλε προς αυτή την κατεύθυνση», επισημαίνοντας ότι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών «πλέον είναι πολιτικά απομονωμένος, τόσο στην χώρα του, όσο και στην Ευρώπη». «Διαμορφώνεται επομένως ένας συσχετισμός που δεν θα επιτρέψει μια εξέλιξη που ελάχιστοι πλέον επιδιώκουν. Από ό,τι φαίνεται δηλαδή, η Ευρώπη μαθαίνει από τα λάθη της. Ο μόνος, σχεδόν, που παραμένει αμετανόητος είναι ο κ. Σόιμπλε», τόνισε.
Δίνουμε ένα σκληρό διαπραγματευτικό αγώνα
Ερωτηθείς για τους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων, ο κ. Τζανακόπουλος τονίζει ότι «η ελληνική κυβέρνηση δίνει ένα σκληρό διαπραγματευτικό αγώνα, που δεν αφορά μόνο την αποφυγή νέων μέτρων και την αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αλλά και την αναθεώρηση, προς τα κάτω, των στόχων του προγράμματος, που εξαρτάται από τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος». Επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι «η διαπραγμάτευση αυτή δεν έχει ολοκληρωθεί και τίποτα δεν έχει συμφωνηθεί μέχρι να συμφωνηθούν όλα». «Δεν έχει συμφωνηθεί τίποτα σε ό,τι αφορά τους μεσοπρόθεσμους στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων, ενώ ο δημοσιονομικός διορθωτής ισχύει μέχρι το 2018, οπότε και λήγει το πρόγραμμα», τονίζει, προσθέτοντας ότι «αυτό εξάλλου που θα ήμασταν διατεθειμένοι να συζητήσουμε, είναι η επέκταση του δημοσιονομικού διορθωτή για ένα ακόμα έτος, ώστε να καμφθούν οι ούτως ή άλλως υπερβολικές και ακατανόητες απαιτήσεις του ΔΝΤ». Διευκρινίζει ότι ούτε τεχνικά, ούτε ουσιαστικά πρόκειται εδώ για 4ο Μνημόνιο.
Σταϊκούρας: Ο απολογισμός του 2024 και οι προτεραιότητες για το 2025 σε υποδομές και μεταφορές
Ο κ. Τζανακόπουλος τονίζει ότι «η κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ είναι απολύτως συμπαγής και ενιαία και στηρίζει ανεπιφύλακτα τις προσπάθειες της διαπραγματευτικής ομάδας, αλλά και του συνόλου της κυβέρνησης, για μια κοινωνικά βιώσιμη συμφωνία, χωρίς υποχωρήσεις στις παράλογες απαιτήσεις του ΔΝΤ». Απορρίπτει σενάρια για οικουμενικές κυβερνήσεις ή ακόμα και για δήθεν ψήφιση μέτρων με αυξημένη πλειοψηφία στη Βουλή, σημειώνοντας ότι «δεν έχουν καμία πραγματική βάση» και υπογραμμίζει πως «το μοναδικό σενάριο πάνω στο οποίο εργάζεται η κυβέρνηση είναι η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης».
Για το εάν η δραχμή είναι απ’ τα σενάρια που επεξεργάζεται η κυβέρνηση, υπογραμμίζει ότι «δεν υπάρχει κανένας τέτοιος σχεδιασμός από τη μεριά της ελληνικής κυβέρνησης» και τόνισε ότι αυτή η συζήτηση ευνοεί μόνο τον κ. Σόιμπλε που «και θεωρητικά τάσσεται υπέρ της δημιουργίας, ακόμη και τεχνητών κρίσεων, διότι αυτό κατά τη γνώμη του μπορεί να προωθήσει το σχέδιό του για μια Ευρώπη πολλαπλών ταχυτήτων». Σημείωσε πως «η στάση του αυτή είναι τόσο επικίνδυνη, όσο και η στάση του ΔΝΤ» και ότι γι’ αυτόν τον λόγο ο Αλέξης Τσίπρας κάλεσε τη Γερμανίδα καγκελάριο να τον επαναφέρει στην τάξη.
Ερωτηθείς αν η κυβέρνηση θα επιδιώξει συγκλίσεις με τη Δημοκρατική Συμπαράταξη, επισημαίνει ότι σε ολόκληρη την Ευρώπη παρατηρείται μετατόπιση των δυνάμεων της Σοσιαλδημοκρατίας από τις δυνάμεις και πολιτικές του ΕΛΚ και πως στη χώρα μας «δυστυχώς, το ΠΑΣΟΚ δεν φαίνεται να συμμερίζεται αυτούς τους προβληματισμούς, αλλά ούτε και να ακολουθεί αυτή την τάση». «Δεν έχει τολμήσει στιγμή να κάνει αυτοκριτική για τα λάθη του και την επιλογή της άνευ όρων προσχώρησης στον νεοφιλελευθερισμό», αναφέρει, μεταξύ άλλων, προσθέτοντας ότι «ήταν και παραμένει ένα βαθιά συστημικό κόμμα, με άμεση πρόσδεση σε δίκτυα παραθεσμικής οικονομικής και πολιτικής εξουσίας στην Ελλάδα». Αναφέρει ότι αν το ΠΑΣΟΚ άλλαζε στάση, πορεία και αναθεωρούσε στρατηγικές του επιλογές, «κάτι τέτοιο θα ήταν θετικό. Όμως με δεδομένο τον πρωταγωνιστικό ρόλο που παίζουν ακόμη, πρόσωπα όπως ο κ. Βενιζέλος και ο κ. Λοβέρδος, δεν βλέπω πιθανή μια τέτοια εξέλιξη στο κοντινό μέλλον».
Δεν θα κάνουμε εκπτώσεις στα κυριαρχικά μας δικαιώματα
Για τις σχέσεις με την Τουρκία αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι «η βούληση μας για συνεργασία δεν σημαίνει ότι θα κάνουμε εκπτώσεις σε ό,τι αφορά τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και τον σεβασμό των διεθνών συνθηκών» και πως «η Ελλάδα είναι σταθερά αποφασισμένη να υπερασπιστεί με ψυχραιμία τα κυριαρχικά της δικαιώματα στο πλαίσιο του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου, το οποίο παραβιάζεται από την άλλη πλευρά».
Για τη διαχείριση του προσφυγικού τονίζει ότι η κυβέρνηση «κάνει μια τεράστια προσπάθεια να διαχειριστεί την προσφυγική κρίση με όρους ανθρωπισμού, σεβασμού των δικαιωμάτων και των διεθνών συνθηκών», ότι «παρά τα προβλήματα της Συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας εξακολουθεί όμως να αποτελεί την μοναδική λύση σήμερα». «Σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο και ο αρμόδιος υπουργός, αλλά και το σύνολο της κυβέρνησης, προσπαθούμε να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να διασφαλίσουμε ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης, αλλά και να ελαφρύνουμε το βάρος που σηκώνουν τα νησιά», αναφέρει.
Ο κ. Τζανακόπουλος αναφέρθηκε εκτενώς και στις κινήσεις κατά της διαπλοκής, απαντώντας και στις κατηγορίες της αντιπολίτευσης για τις αναλήψεις δημόσιων έργων από τον κ. Καλογρίτσα. Σημείωσε ότι η κυβέρνηση έχει αποδείξει έμπρακτα τη βούλησή της να βάλει τάξη (ανέδειξε το τρίγωνο της διαπλοκής, πόρισμα της Εξεταστικής, έρευνες για ΚΕΕΛΠΝΟ, διοικητικοί έλεγχοι παράλληλα με την έρευνα από την δικαιοσύνη για το σκάνδαλο της Novartis, καταπολέμηση της οργανωμένης φοροδιαφυγής με τον έλεγχο των διαφόρων λιστών, αλλά και για τον περιορισμό του λαθρεμπορίου). Σε ό,τι αφορά τις καταγγελίες της ΝΔ, σημείωσε ότι «θα ήταν φρόνιμο να προσέχει περισσότερο όταν μιλά για διαπλοκή, διότι αποκαλύπτει τον δικό της τρόπο λειτουργίας όταν ήταν κυβέρνηση» και, μεταξύ άλλων, τόνισε πως «καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας της παρούσας κυβέρνησης, σε κάθε ανάθεση έργου έχουν τηρηθεί οι προβλεπόμενες διαδικασίες και έχουν αναλάβει τα έργα όποιοι έχουν μειοδοτήσει».