Στο νομοσχέδιο κατατέθηκε νωρίτερα σήμερα τροπολογία που αυστηροποιεί τις ποινές για τον βιασμό και τον παιδικό βιασμό και την παράνομη διακίνηση μεταναστών. Απουσιάζει όμως η επαναφορά στον Ποινικό Κώδικα του αδικήματος της κακόβουλης βλασφημίας στα θεία, την οποία είχε εξαγγείλει ο υπουργός Δικαιοσύνης, κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή.
Χρήση αποδεικτικών μέσων
Με την τροπολογία εισάγεται διάταξη που δίνει τη δυνατότητα χρήσης παρανόμως κτηθέντος αποδεικτικού υλικού στις περιπτώσεις πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Διαφθοράς. Με την προτεινόμενη διάταξη εισάγεται ρύθμιση που απηχεί τις προβλέψεις του καταργηθέντος άρθρου 65 του ν. 4356/2015 (σ.σ. η κατάργησή της είχε γίνει από την προηγούμενη κυβέρνηση). «Η ρύθμιση κρίθηκε αναγκαία, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα αξιοποίησης αποδεικτικών μέσων σε υποθέσεις πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα, υπαγομένων στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς», αναφέρει η αιτιολογική έκθεση της εν λόγω διάταξης. Σημειωτέον ότι το άρθρο 65 του ν.4356/2015 είχε καταργηθεί με το άρθρο 586 περ. η΄ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προκαλώντας αντιδράσεις και από τα κόμματα της αντιπολίτευσης και από μεγάλο μέρος του νομικού κόσμου.
Απιστία τραπεζικών στελεχών
Χρυσοχοΐδης: «65 νέοι αστυνομικοί σε μόνιμη βάση για την ασφάλεια του Μετρό Θεσσαλονίκης»
Το ζήτημα της κατ΄ έγκληση δίωξης τραπεζικών στελεχών για κακουργηματική απιστία, σε υποθέσεις δανείων, ήταν ζήτημα αντιπαράθεσης της κυβέρνησης με κόμματα της αντιπολίτευσης που έκαναν λόγο για απιστία. Με την τροπολογία που κατατέθηκε σήμερα, από το άρθρο 399 του ΠΚ, «για να μην υπάρχει ανάποδη ανάγνωση του Ποινικού Κώδικα», είπε ο κ. Τσιάρας, «πλέον μετατίθεται στο άρθρο 405 και περιγράφεται με τη γενικότερη φράση ότι η απιστία κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος πλέον απαιτεί την έγκληση και δεν λειτουργεί με τη λογική του αυτεπάγγελτου».
Κ. Τσιάρας: Αντιμετωπίζουμε ζητήματα που προκάλεσαν προβληματισμό και ανησυχία
«Μετά από μια μεγάλη προσπάθεια ερχόμαστε στην Ολομέλεια, προκειμένου να νομοθετήσουμε τις αλλαγές του Ποινικού Κώδικα. Η προηγούμενη κυβέρνηση εσπευσμένα, μια ημέρα προτού κλείσει η Βουλή, νομοθέτησε για τον Ποινικό Κώδικα δημιουργώντας πολλές ασάφειες, πολλές ανησυχίες και δίνοντας δυνατότητα παραγωγής αποτελεσμάτων που σε μεγάλο βαθμό έγιναν αντικείμενο συζήτησης από μεγάλο μέρος της κοινωνίας», είπε ο υπουργός Δικαιοσύνης. Πρόσθεσε ότι η ΝΔ ήταν πάντα παρούσα στη διάρκεια της συζήτησης των επικείμενων αλλαγών και μάλιστα συμφωνούσε στο γενικότερο πνεύμα ότι ένας σύγχρονος Ποινικός Κώδικας πρέπει να εναρμονίζεται με τα ευρωπαϊκά δεδομένα και ότι προφανώς πρέπει να κατευθύνεται σε μια λογική ελάφρυνσης των ποινών και σωφρονισμού, αλλά ταυτόχρονα είχε εκφράσει ενστάσεις για ζητήματα που έτυχαν νομοθέτησης από την προηγούμενη κυβέρνηση. Ο Κώστας Τσιάρας επισήμανε εξάλλου ότι από την ψήφιση του νέου Ποινικού Κώδικα υπήρξαν αποφάσεις που δημιούργησαν πολλά ερωτηματικά και μεγάλη ανησυχία στην ελληνική κοινωνία. «Σήμερα ερχόμαστε με αυτή τη νομοθετική παρέμβαση να αντιμετωπίσουμε σχεδόν όλα τα ζητήματα που δημιούργησαν ερωτηματικά και απαντούν σε μεγάλο βαθμό στο περί κοινού δικαίου αίσθημα».
Διατάραξη κοινής ησυχίας
Ο υπουργός Δικαιοσύνης αναφέρθηκε και στην επαναφορά ως πλημμέλημα της διατάραξης κοινής ησυχίας. «Θέλω να διαβεβαιώσω ότι πρόθεση της κυβέρνησης είναι να διαφυλάξει ουσιαστικά και να προστατεύσει το συμφέρον του απλού πολίτη. Βλέπουμε με ενδιαφέρον τα ζητήματα που αφορούν τη λειτουργία των καταστημάτων. Πρόθεση μας είναι, σε συνεργασία με το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, να δούμε εκ νέου τη διάταξη που προσδιορίζει τις δυνατότητες λειτουργίας όλων των καταστημάτων», είπε ο υπουργός και επισήμανε ότι η κυβέρνηση θέλει να στηρίξει την οικονομική ανάπτυξη και όχι να δημιουργεί εμπόδια στην επιχειρηματικότητα, με πολύ σφιχτά ωράρια που ίσχυσαν στο παρελθόν. Αντιθέτως, η κυβέρνηση θα φροντίσει να μην υπάρξουν τέτοιου είδους προβλήματα αλλά δεν μπορεί και να αφήσει απροστάτευτο το δικαίωμα του πολίτη.