«Προσωπικά και ο Κυριάκος Μητσοτάκης το είχε πει πάρα πολλές φορές και παλιότερα ότι οι νομοθετικές αλλαγές ήταν προγραμματισμένες και αναμενόμενες», σημείωσε ο κ. Γκιουλέκας. Σχολιάζοντας την κριτική από την αξιωματική αντιπολίτευση σε ό,τι αφορά τις τροπολογίες του υπουργείου Εργασίας για τη θέσπιση ανώτατου ποσού σύνταξης και για την κατάργηση διατάξεων της εργασιακής νομοθεσίας παρατήρησε: «Αυτές οι τροπολογίες θα έρχονταν νωρίτερα αν δε χρειαζόταν η έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου σε ό,τι αφορά στην τροπολογία για τις συντάξεις. Έπρεπε να μπει ένα πλαφόν στις συντάξεις, γιατί είναι πραγματικά σκανδαλώδες να υπάρχουν συντάξιμες αποδοχές, οι οποίες μπορεί να φτάνουν και στις 24.000 ευρώ […] Στο θέμα με τις προσλήψεις […] υπήρχε μία ρύθμιση η οποία είχε περάσει πριν από λίγους μήνες από την προηγούμενη κυβέρνηση, η οποία πρώτον έβαζε φρένο στις προσλήψεις, δεύτερον καθήλωνε μισθολογικά όσους είχαν προσληφθεί σε πολύ χαμηλά επίπεδα μισθών και το τρίτον, αυτό που επίσης μας ενδιέφερε, είναι ότι βοηθούσε ακόμη περισσότερο στις ελαστικές μορφές εργασίας, διαιώνιζε δηλαδή κάτι που όλοι το κατηγορούσαν. Αυτό λοιπόν ήλθε να το διορθώσει η παρούσα κυβέρνηση […] μία διάταξη που πραγματικά δεν βοηθούσε εργασιακά έπρεπε να αλλάξει και αυτό άλλαξε με την τροπολογία […] Το εξήγησε και ο κ. Βρούτσης, δεν μπορούσε -επειδή υπάρχουν συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις- μια τροπολογία να μη συνοδεύεται από έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Γι’ αυτόν τον λόγο, μέχρι να εξασφαλιστεί αυτή η έκθεση, υπήρξε αυτή η καθυστέρηση».
Κληθείς, εξάλλου, να σχολιάσει δηλώσεις από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ ότι η ΝΔ διατήρησε το πρωθυπουργικό γραφείο στη Θεσσαλονίκη, παρότι στελέχη του κυβερνώντος κόμματος κατά καιρούς είχαν εκφραστεί αρνητικά γι’ αυτό, ο κ. Γκιουλέκας ανέφερε: «Στη Νέα Δημοκρατία ευτυχώς διατηρούμε το δικαίωμα της γνώμης μας και την αυτονομία της γνώμης μας, άρα μπορούμε να έχουμε τις απόψεις μας και αυτό γίνεται σε ένα δημοκρατικό κόμμα […] Σε ό,τι αφορά τα ταχύτερα βήματα που απαιτούνται, το αν θα γίνουν με τα γραφεία του πρωθυπουργού ή αν θα γίνουν με κάποια άλλα όργανα, το σίγουρο είναι ότι η Θεσσαλονίκη και η Βόρεια Ελλάδα νομοτελειακά θα πρέπει να προχωρήσουν πάρα πολύ γρήγορα -και αναπτυξιακά και πολιτικά- γιατί η πιο ευαίσθητη περιοχή της χώρας μας είναι η Μακεδονία και η Βόρεια Ελλάδα. Στη Βόρεια Ελλάδα η χώρα μας γειτονεύει ηπειρωτικά με τέσσερα κράτη. Από πολλά από αυτά πολλές φορές εκπέμπονται μηνύματα όχι μόνο καθόλου φιλικά, αλλά μηνύματα που περιέχουν έντονες προκλήσεις […] Θα διεκδικήσουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα να γίνουν ουσιαστικές αλλαγές που έχουν σχέση με τη Βόρειο Ελλάδα και τη Θεσσαλονίκη».
Ερωτηθείς εξάλλου για το σχέδιο της κυβέρνησης σχετικά με τις αστικές συγκοινωνίες της Θεσσαλονίκης ο βουλευτής απάντησε: «Στον ΟΑΣΘ αυτή η τριτοκοσμική κατάσταση δεν μπορεί να συνεχίζεται. Με αυτό το πείραμα Τσίπρα-Σπίρτζη ζήσαμε την κρατικοποίηση και ζήσαμε τα αποτελέσματά της. Από 450 λεωφορεία που καθημερινά έκαναν δρομολόγια για να εξυπηρετούν το επιβατικό κοινό της Θεσσαλονίκης πέσαμε στα 200-220, δεν έβγαιναν ούτε τα μισά, τα λεωφορεία αυτά ήταν εντελώς ακατάλληλα για τη μεταφορά του κόσμου […] Οπωσδήποτε θα αλλάξει αυτή η κατάσταση, ήδη ξεκινήσαμε, αλλάζοντας και το μοντέλο που η προηγούμενη κυβέρνηση ονειρεύτηκε και έφερε και είδαμε τα αποτελέσματα, αλλά από εκεί και πέρα το σημαντικό είναι ότι η Θεσσαλονίκη μαζί με τη βελτίωση και την αναβάθμιση των αστικών συγκοινωνιών, του ΟΑΣΘ δηλαδή, μαζί με την επιτάχυνση των εργασιών του μετρό που πρέπει να προχωρήσει άμεσα, χρειάζεται όλα τα μέσα, γιατί είμαστε σε μία πόλη όπου το μόνο μέσο μαζικής μεταφοράς που έχει αυτή τη στιγμή είναι τα λεωφορεία του ΟΑΣΘ».