Το πόσο καλά πάει μια οικονομία φαίνεται ξεκάθαρα από την πορεία των επενδύσεων. Τον περασμένο Νοέμβριο, στις φθινοπωρινές οικονομικές προβλέψεις, η Επιτροπή ανέμενε μια αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων στην Ελλάδα το 2018 της τάξης του 2,1%. Τελικά όχι μόνο δεν είχαμε αύξηση των επενδύσεων αλλά σημειώθηκε σημαντικότατη πτώση, που έφτασε το 12,2% σε σχέση με το 2017, αρνητικό πανευρωπαϊκό ρεκόρ για μια χώρα που διψάει για ξένες επενδύσεις.
Στην έκθεση, η Κομισιόν εμφανίζεται αιχμηρή προς την κυβέρνηση σε σχέση με την πορεία των επενδύσεων, οι οποίες -όπως τονίζει- κατέγραψαν μεγάλη οπισθοδρόμηση.
Στο γιατί μειώθηκαν οι επενδύσεις πέρυσι, η απάντηση είναι εύκολη: πώς θα μπορούσαν να αυξηθούν με αυτήν τη φορολογία τόσο επί των εταιρικών κερδών όσο και του εργατικού κόστους; Και με ποια κρατική βοήθεια όταν η κυβέρνηση συρρικνώνει σκόπιμα το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων για να εμφανίσει μεγαλύτερο πλεόνασμα και να μοιράσει ένα μέρος αυτού σε παροχές μήπως και μειώσει την απόσταση που τη χωρίζει από τη Ν.Δ;
Ναρκοθετεί, δηλαδή, την οικονομία, αφαιρώντας από αυτήν τις εξαιρετικά αναγκαίες για την αύξηση της απασχόλησης δημόσιες επενδύσεις, απλώς με την ελπίδα ότι θα δώσει κάτι και θα εξαγοράσει ψήφους. Υποτιμάει, δηλαδή, τη νοημοσύνη των πολιτών.
Ανάπτυξη
Οι επενδύσεις δεν είναι ο μόνος αρνητικός δείκτης, υπάρχουν και άλλοι που δεν εξελίσσονται όπως θα έπρεπε, όπως αυτοί του ΑΕΠ, του χρέους και της ανεργίας. Και στην Ελλάδα, από την κυβερνητική αλλαγή του Ιανουαρίου 2015 μέχρι και το τέλος του 2018 είτε είχαμε οπισθοδρόμηση είτε η πρόοδος ήταν ανεπαρκέστατη.
Αναφορικά με την ανάπτυξη, στην ευρωζώνη, το ΑΕΠ «έτρεξε» με 2,0% το 2016, 2,4% το 2017 και 1,9% το 2018.
Στις άλλες μνημονιακές χώρες τα πράγματα ήταν ακόμη καλύτερα. Στην Ισπανία, οι ετήσιες αυξήσεις την περασμένη τριετία κινήθηκαν από 2,6% μέχρι 3,2%, στην Κύπρο από 3,9% μέχρι 4,8%, στην Πορτογαλία από 1,9% μέχρι 2,8% και στην Ιρλανδία από 5,0% μέχρι 7,2%.
Στην Ελλάδα, η οποία έχασε το 25% του εθνικού ΑΕΠ στην περίοδο της κρίσης, κάτι που δεν έχει συμβεί ποτέ σε ευρωπαϊκή χώρα εν καιρώ ειρήνης, η οικονομία θα έπρεπε να πετάει και να καταρρίπτει το ένα θετικό ρεκόρ μετά το άλλο την τελευταία τριετία, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν είδαμε. Το ΑΕΠ μειώθηκε 0,2% το 2016, ενώ αυξήθηκε 1,6% το 2017 και 1,9% το 2018. Η αύξηση ήταν ανεπαρκέστατη και αυτή επιτεύχθηκε από παράγοντες που δεν έχουν σχέση με την κυβερνητική πολιτική, δηλαδή τη μεγάλη αύξηση του τουρισμού και τις εξαγωγές. Το succes story που επικαλείται η κυβέρνηση μοιάζει περισσότερο με ανέκδοτο…
ΑΣΕΠ: 2.213 μόνιμες θέσεις σε φορείς του Δημοσίου – Οι αιτήσεις, οι θέσεις και τα προσόντα
Χρέος
Στην εξέλιξη του χρέους τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα, πώς θα μπορούσε να μειωθεί άλλωστε με αρνητική ή πολύ χαμηλή ανάπτυξη…
Από τις πρώην μνημονιακές χώρες, που είναι και το καλύτερο μέτρο σύγκρισης, γιατί κι αυτές -όπως η Ελλάδα- πέρασαν τα πάνδεινα, στην Ιρλανδία το δημόσιο χρέος από 76,8% του ΑΕΠ το 2015 μειώθηκε στο 64,8% στο τέλος του 2018, δηλαδή 12 ποσοστιαίες μονάδες. Στην Κύπρο, από 108% του ΑΕΠ υποχώρησε στο 102,5% ωστόσο στην πραγματικότητα θα είχε μειωθεί στο 95%, δηλαδή κατά 13 μονάδες, εάν η Λευκωσία δεν προχωρούσε σε εκκαθάριση και πώληση της προβληματικής Συνεργατικής Τράπεζας. Στην Πορτογαλία, το χρέος μειώθηκε από 128,8% του ΑΕΠ στο 121,5% στο τέλος του 2018. Στην Ισπανία, από 99,3% σε 97,1%.
Στην Ελλάδα, το δημόσιο χρέος όχι μόνο αυξήθηκε απλά, αλλά είχε τη μεγαλύτερη αύξηση στην Ευρώπη, από το 175,9% του ΑΕΠ το 2015 στο 181,1% το 2018.
Ανεργία
Οσον αφορά την ανεργία, όπου η κυβέρνηση θριαμβολογεί για τις μειώσεις που πέτυχε, οι συγκρίσεις με τις άλλες χώρες της ευρωζώνης αποδεικνύουν ότι σε σχέση με το ποσοστό των ανέργων που έχει η Ελλάδα, η βελτίωση ήταν ανεπαρκής.
Το 2015, η ανεργία στην Κύπρο ήταν 15% του ενεργού πληθυσμού και στο τέλος του 2018 8,4%. Την ίδια περίοδο, στην Ισπανία υποχώρησε από το 22,1% στο 15,3%, στην Πορτογαλία από 12,6% σε 7% και στην Ιρλανδία από 10,0% σε 5,8%. Στην Ελλάδα, από 24,9% το 2015 υποχώρησε στο 19,3%. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ενώ στην Ελλάδα ο συνολικός αριθμός των ανέργων μειώθηκε κατά περίπου 20%, στις άλλες μνημονιακές οι μειώσεις ήταν πολύ μεγαλύτερες, ξεπερνώντας το 50%.
Επιπλέον, αν κοιτάξει κανείς τις επιμέρους κατηγορίες, η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη. Η μακροχρόνια ανεργία (άνεργοι άνω των 12 μηνών), που θεωρείται προπομπός της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, ήταν το 2018 στην Ελλάδα 28 μονάδες ψηλότερη από το μέσο όρο της Ε.Ε. Το ίδιο ισχύει με την ανεργία των νέων, όπου η Ελλάδα έχει επίσης πανευρωπαϊκό αρνητικό ρεκόρ, ενώ ήταν 23 μονάδες ψηλότερη από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Αυτή είναι η άλλη όψη, η αρνητική της οικονομίας, την οποία η κυβέρνηση είτε προσπαθεί να κρύψει, είτε σκόπιμα διαστρεβλώνει.
Από την έντυπη έκδοση