Ειδικότερα, ο ΣΕΒ αναφέρει ότι «για δεκαετίες η Ελλάδα υιοθέτησε πελατειακές πολιτικές γιγάντωσης του κράτους που οδήγησαν σε μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα και αποδυνάμωση της παραγωγικής βάσης, με αποτέλεσμα ένα επικίνδυνα υψηλό δημόσιο χρέος και ένα μεγάλο έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο. Η κρίση μας έμαθε λοιπόν ότι το κράτος-εργοδότης απέτυχε καθώς δεν μπορεί να υπηρετήσει τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της χώρας.
Αυτό δεν σημαίνει, ότι το κράτος δεν έχει ρόλο να παίξει στον μετασχηματισμό προς μια οικονομία της παραγωγής, των εξαγωγών και της καινοτομίας. Ένας τέτοιος ρόλος αφορά πρωτίστως στην άρση των διάσπαρτων αντικινήτρων που δρουν σωρευτικά και ενάντια στην ανάπτυξη της βιομηχανίας. Επιπλέον μπορεί να συμβάλλει με τομεακές πολιτικές ενδυνάμωσης βιομηχανικών κλάδων με συγκριτικό πλεονέκτημα στις διεθνείς αγορές.
Οι αδύναμοι θεσμοί, δηλαδή η ασυνέχεια του κράτους στη χάραξη πολιτικών και η αδυναμία διυπουργικού συντονισμού σε σύνθετα ζητήματα, όπως είναι η βιομηχανική πολιτική, αποτελούν εμπόδιο σε αυτή την προσπάθεια.
Οι αδυναμίες συντονισμού σε θεσμούς που ρυθμίζουν την παραγωγή των αναγκαίων δεξιοτήτων από το εκπαιδευτικό σύστημα, τη διασύνδεση ερευνητικών ιδρυμάτων και πανεπιστημίων με τη βιομηχανία, τη χρηματοδότηση των επενδύσεων, το πλαίσιο αδειοδότησης, χωροθέτησης και εγκατάστασης-λειτουργίας μιας παραγωγικής επένδυσης, το κόστος ενέργειας, την αγορά εργασίας και φυσικά τη φορολογία παραγωγικών δραστηριοτήτων, ορθώνουν αθροιστικά εμπόδια στην ανάπτυξη σύνθετων βιομηχανικών δραστηριοτήτων.
Όσο δεν επιλύεται αυτή η υστέρηση στη χάραξη βιομηχανικής πολιτικής, η επιχειρηματικότητα θα μένει εγκλωβισμένη σε μικρά ανοργάνωτα σχήματα που επιβιώνουν άχαρα στην ημιπαρανομία ασκώντας αθέμιτο ανταγωνισμό.
Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι τα οριζόντια αντικίνητρα στο επιχειρείν στην Ελλάδα πλήττουν αθροιστικά και δυσανάλογα την «Ελλάδα που παράγει». Η «Ελλάδα που παράγει» δεν υστερεί επειδή οι Έλληνες δεν έχουν την ικανότητα να παράγουν. «Αν διορθώσουμε αυτά τα αντικίνητρα, η Ελλάδα θα μπορέσει να αποκτήσει ένα ισορροπημένο μίγμα μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων, μεταποιητικών και υπηρεσιών. Αυτή είναι και η αναγκαία συνθήκη για να ευημερήσει.
Ειδικότερα για τη βιομηχανία τίθενται 4 προτεραιότητες:
1) Εξορθολογισμός της φορολογίας στην παραγωγή.
2) Ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας.
3) Βελτίωση του κόστους δανεισμού.
4) Επιτάχυνση των αδειοδοτικών διαδικασιών σε όλο το φάσμα χωροθέτησης, εγκατάστασης και λειτουργίας.
Στην προώθηση των προτεραιοτήτων αυτών μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά και η σύσταση Υπουργείου Βιομηχανίας, που αποτελεί πάγια θέση του ΣΕΒ και ετέθη υπόψη του Πρωθυπουργού από τις πρώτες ημέρες της θητείας του το 2015.
Σχετικά με τις οικονομικές εξελίξεις, ο Σύνδεσμος αναφέρει ότι η παραγωγή στη μεταποίηση παρέμεινε σε θετικό έδαφος πλην πετρελαιοειδών τον Μάιο του 2018 (+1,8% και +2,2% το διάστημα Ιαν – Μάιος 2018, επιπλέον αύξησης +3,6% το αντίστοιχο διάστημα το 2017), ενώ μέχρι και τον Ιούνιο του 2018 οι προσδοκίες στη μεταποίηση αναφορικά με την παραγωγή, τις νέες παραγγελίες -ιδίως από το εξωτερικό- και την απασχόληση, εξακολουθούν να είναι θετικές. Παράλληλα, η ανοδική πορεία των εξαγωγών αγαθών εξαιρουμένων των καυσίμων και των πλοίων φαίνεται να παγιώνεται, καθώς τον Μάιο του 2018 αυξήθηκαν για 13ο συνεχόμενο μήνα (+8,6% σε αξία και +7,6% σε όγκο), ενώ κατά το διάστημα Ιαν – Μάιος 2018 ανήλθαν σε €8,9 δισ. παρουσιάζοντας αύξηση +12,6% σε αξία και +11,6% σε όγκο.
Ωστόσο, η υποχώρηση του κλίματος στη βιομηχανία που σημειώνεται από την αρχή του έτους σε ευρωπαϊκό και σε διεθνές επίπεδο, σε συνδυασμό με τις αναταράξεις στο παγκόσμιο εμπόριο λόγω των τάσεων προστατευτισμού που αναπτύσσονται, ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά την παραγωγή και τις εξαγωγές το επόμενο διάστημα.
Παράλληλα, η αγορά εργασίας συνεχίζει τον Ιούνιο του 2018 τη θετική πορεία, με την αποδυνάμωση των καθαρών προσλήψεων σε σύγκριση με τον Ιούνιο του 2017 να προκύπτει κυρίως λόγω της ισχυρής αύξησης των προσλήψεων σε κλάδους του τουρισμού κατά τους προηγούμενους μήνες. Ταυτόχρονα, ο πληθωρισμός ενισχύθηκε τον Ιούνιο του 2018 (+1% έναντι +0,6% τον προηγούμενο μήνα και +0,2% κατά το διάστημα Ιαν – Ιουν 2018), κυρίως λόγω της ανόδου των τιμών πετρελαίου.