Σύμφωνα με τις προβολές πρόσφατης έρευνας της διαΝΕΟσις, μέχρι το 2050 θα είμαστε λιγότεροι (8,8 εκατομμύρια, σύμφωνα με το μεσαίο σενάριο) και γηραιότεροι (το 1/3 του πληθυσμού θα είναι άνω των 65 ετών, από 1/5 σήμερα).
Οι σημαντικές προκλήσεις που προκύπτουν από αυτό το φαινόμενο είναι πολυάριθμες και η διαΝΕΟσις έχει ήδη αρχίσει να τις επισημαίνει στον δημόσιο διάλογο. Στο πλαίσιο αυτής της δραστηριότητας, αποφασίσαμε να επικεντρώσουμε σε έναν από τους παράγοντες που επηρεάζουν το δημογραφικό πρόβλημα: Τη γονιμότητα.
Tα βασικά στοιχεία του θέματος της χαμηλής γονιμότητας στην Ελλάδα και αλλού, την εικόνα της σημερινής κατάστασης καθώς και τρόπους αντιμετώπισής τουQ
1. Σήμερα οι οικογένειες γίνονται μικρότερες. Οι μονομελείς και οι μονογονεϊκές οικογένειες αυξάνονται. Λίγα ζευγάρια συμβιώνουν και περισσότερες γυναίκες αποφασίζουν να μην κάνουν καθόλου παιδιά, από ό,τι στο παρελθόν. Η μέση ηλικία των γυναικών όταν αποκτούν το πρώτο τους παιδί αυξάνεται, ενώ αυξάνεται και η μέση ηλικία του πρώτου γάμου, μειώνονται οι γάμοι και αυξάνονται τα διαζύγια.
Μέσα στην κρίση, η αύξηση της ανεργίας και η οικονομική αβεβαιότητα οδήγησαν τα ζευγάρια στο να καθυστερούν την απόκτηση του πρώτου παιδιού και στο να αναβάλλουν την απόκτηση δεύτερου ή τρίτου παιδιού. Η αναζήτηση και η αξιοποίηση των ευκαιριών απασχόλησης και για τα δύο φύλα δεν συνοδεύτηκε από την ανάπτυξη επαρκών παροχών, καθώς και δομών και υπηρεσιών του κοινωνικού κράτους για τη στήριξη της οικογένειας.
Το αποτέλεσμα; Οι Ελληνίδες κάνουν πολύ λίγα παιδιά.
Το φαινόμενο της πολύ χαμηλής γονιμότητας φυσικά δεν είναι καινούριο, ούτε μόνο ελληνικό. Από τη δεκαετία του ’90 κιόλας σε ολόκληρη την Ευρώπη υπήρξε μια σημαντική πτώση στα ποσοστά γονιμότητας. Σχεδόν παντού οι γυναίκες άρχισαν να αναβάλλουν για αργότερα τις γεννήσεις των παιδιών τους, με αποτέλεσμα η γονιμότητα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης την περίοδο 1998-1999 να πέσει στα 1,44 παιδιά ανά γυναίκα -και σε κάποιες χώρες ακόμα και κάτω από το επονομαζόμενο “όριο ακραία χαμηλής γονιμότητας”, που είναι τα 1,3 παιδιά ανά γυναίκα. Στα τέλη του προηγούμενου αιώνα για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία καμία χώρα της Ε.Ε. δεν είχε γονιμότητα πάνω από 2 παιδιά ανά γυναίκα. Αυτό ίσχυε ακόμα και σε χώρες όπως η Ιρλανδία, όπου μόλις την προηγούμενη δεκαετία η γονιμότητα ξεπερνούσε τα 2,5 παιδιά ανά γυναίκα.
Πλέον στις οικονομικά πιο ευκατάστατες χώρες της Ευρώπης λιγότερο από το 25% των γυναικών ηλικίας 26 ετών είναι παντρεμένες -το 1990 το ποσοστό ήταν 50%. Παρ’ όλα αυτά αυτό το φαινόμενο επηρέασε ελάχιστα τη γονιμότητα. Σε κάποιες χώρες όπως η Γαλλία, μάλιστα, η μείωση των γάμων δεν την επηρέασε καθόλου -απλά αυξήθηκαν οι εκτός γάμου γεννήσεις. Στην Ελλάδα μπορεί να έχουμε το μικρότερο ποσοστό γεννήσεων εκτός γάμου (9,4%) από οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη, αλλά σε 11 άλλες χώρες οι γεννήσεις εκτός γάμου είναι περισσότερες από τις γεννήσεις εντός (στην Ισλανδία 7 στις 10 γεννήσεις είναι εκτός γάμου).
Κακοκαιρία: Υποχρεωτικές και στην Αττική οι αντιολισθητικές αλυσίδες - Το πρόστιμο για τους παραβάτες
To 1999 o δείκτης γονιμότητας στη χώρα μας έφτασε στο ναδίρ του 1,23, κάτω δηλαδή από το όριο της “ακραία χαμηλής γονιμότητας”. Έκτοτε υπήρξε μια μικρή αύξηση (το επονομαζόμενο “rebound” ή “catching-up effect” που συνήθως ακολουθεί μεγάλες πτώσεις της γονιμότητας) αλλά ο δείκτης παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Το 2016 ήταν στο 1,38.
Πλέον οι Ελληνίδες αποκτούν το πρώτο τους παιδί κατά μέσο όρο στην ηλικία των 30,3 ετών (το 2016 -από 28,8 το 2008). Ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι τα 29 έτη. Σχεδόν μία στις τρεις γεννήσεις στη χώρα μας πραγματοποιείται από γυναίκες ηλικίας 30-34 ετών και μία στις τέσσερις από γυναίκες ηλικίας 35-39 ετών. Στην Ελλάδα, δε, εμφανίζεται και ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά πρώτων γεννήσεων από μητέρες ηλικίας άνω των 40 στην Ευρώπη (5,3%). Αυτή η αναβολή της τεκνοποίησης και της απόκτησης του πρώτου παιδιού πολύ φυσιολογικά μειώνει τις πιθανότητες απόκτησης και δεύτερου ή τρίτου παιδιού.
Μόνο ένα 8,3% των Ελληνίδων που γεννήθηκαν το 1955 δεν έκαναν κανένα παιδί στην αναπαραγωγική τους ηλικία. Στις Ελληνίδες που γεννήθηκαν το 1965, όμως, το ποσοστό ήταν 16,3%. Είπαμε, όμως, ότι το θέμα της γονιμότητας δεν είναι τόσο απλό.
Στην Αγγλία και την Αυστρία, για παράδειγμα, το ποσοστό των γυναικών που δεν κάνουν κανένα παιδί είναι υψηλότερο από της Ελλάδας: περίπου 20% και στις δύο χώρες. Ο δείκτης γονιμότητας στις δύο χώρες όμως είναι πολύ διαφορετικός: 1,8 στην Αγγλία, και 1,53 στην Αυστρία. Ο λόγος είναι το μέγεθος των οικογενειών -στην Αγγλία είναι πολύ περισσότερες οι οικογένειες που έχουν τρία παιδιά, ενώ στην Αυστρία είναι πιο κοινές οι οικογένειες που έχουν ένα. Και οι δύο χώρες, πάντως, είναι σε καλύτερα επίπεδα από την Ελλάδα.
2.Όπως αναλύεται διεξοδικά στην έρευνα, οι πολιτικές για τη γονιμότητα και τη στήριξη της οικογένειας κατά κανόνα ταξινομούνται σε τρεις άξονες:
1) Κοινωνική και οικονομική ενεργητική προστασία των οικογενειών
2) Εναρμόνιση οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής.
3) Υποστήριξη της μητρότητας και θετικό περιβάλλον για την οικογενειακή ζωή.
Σε χώρες της Νότιας Ευρώπης, όπως η δική μας, δε, το μίγμα πολιτικών είναι κατά κανόνα και πενιχρό σε δημόσιες δαπάνες και επιδόματα, και ταυτόχρονα προσφέρει και περιορισμένη στήριξη στα εργαζόμενα μέλη της οικογένειας -και ειδικά στις μητέρες.
Διεθνώς, οι πολιτικές για τη στήριξη οικογένειας συνήθως έχουν έξι στόχους:
Μείωση της φτώχειας και εισοδηματική υποστήριξη
Άμεση αποζημίωση για το οικονομικό κόστος των παιδιών
Προώθηση της απασχόλησης, ειδικά για γυναίκες
Μεγαλύτερη ισότητα των φύλων
Υποστήριξη ανάπτυξης για την πρώιμη παιδική ηλικία
Αύξηση της γεννητικότητας
Στη δική μας χώρα, συγκεκριμένα, η έρευνα υπογραμμίζει ότι θα πρέπει να καταπολεμηθεί η έλλειψη προσιτών και προσβάσιμων υπηρεσιών φροντίδας και εκπαίδευσης παιδιών, να αναπροσαρμοστούν τα χαμηλά επίπεδα οικονομικών παροχών και επιδομάτων και οι μικρές γονικές άδειες με χαμηλά επιδόματα και να καταργηθούν πολιτικές που κάνουν διακρίσεις ανάμεσα στα δύο φύλα, οδηγώντας τις Ελληνίδες στο συμπέρασμα ότι είναι δύσκολο να συνδυάσουν την απασχόληση με τη μητρότητα.
Αλλά ποια οικογενειακή πολιτική έχουμε σήμερα στην Ελλάδα;
Στον ιδιωτικό τομέα οι άδειες που προσφέρονται στις μητέρες (αποκλειστικά) φτάνουν μέχρι τους 8 μήνες και μία εβδομάδα, με τη δυνατότητα μιας επιπλέον 4μηνης άδειας και για τους δύο γονείς άνευ αποδοχών, η οποία μπορεί να δοθεί τμηματικά μέχρι το παιδί να γίνει 6 ετών. Ένας από τους δύο γονείς δικαιούται μειωμένο ωράριο εργασίας για τους 30 μήνες που ακολουθούν τη γέννηση.
Στο Δημόσιο τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά. Μια μητέρα που κάνει το πρώτο της παιδί δικαιούται 12 μήνες άδεια. Οι 3 μήνες είναι αποκλειστικά για τη μητέρα και με πλήρεις αποδοχές, ενώ οι υπόλοιποι μπορούν να μοιραστούν στους δύο γονείς.
Σήμερα τα επιδόματα που δίνονται φτάνουν μέχρι τα 210 ευρώ τον μήνα για μια οικογένεια με τρία παιδιά και πολύ χαμηλό εισόδημα. Τρίτεκνες οικογένειες με ετήσιο εισόδημα πάνω από 34.000 ευρώ δεν δικαιούνται κανένα επίδομα. Άλλες παροχές περιλαμβάνουν την απαλλαγή από το τέλος ταξινόμησης επιβατικών αυτοκινήτων (ή την απαλλαγή από το μισό τέλος για αυτοκίνητα άνω των 2.000 κυβικών εκατοστών, μολονότι τα περισσότερα επταθέσια οχήματα ανήκουν σε αυτή την κατηγορία -και πληρώνουν και φόρο πολυτελείας), μειωμένο εισιτήριο στα ΜΜΜ, το κοινωνικό οικιακό τιμολόγιο της ΔΕΗ (με εισοδηματικά κριτήρια) και μοριοδότηση για διορισμό στο Δημόσιο.
Οι προτάσεις
Λαμβάνοντας όλα τα παραπάνω υπ’ όψιν, οι ερευνητές καταλήγουν σε μια δέσμη προτάσεων η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την ενίσχυση των επιδομάτων παιδιών από το πρώτο παιδί, την καθιέρωση ενός πριμ απόκτησης τέκνου για μητέρες κάτω των 30 ετών (2000 ευρώ ανά παιδί) και την ενίσχυση επιδομάτων τοκετού. Ενθαρρύνονται τόσο η ένταξη της μητέρας στην αγορά εργασίας και η παραμονή της σε αυτήν, όσο και η ενεργός συμμετοχή του πατέρα στην ανατροφή του παιδιού ή των παιδιών.
Προτείνεται ακόμα η διεύρυνση των κριτηρίων ένταξης παιδιών σε βρεφονηπιακούς σταθμούς, η υποστήριξη των Δήμων για τη δημιουργία επιπλέον υποδομών παιδικών σταθμών αλλά και βρεφοκομικών σταθμών (που φιλοξενούν παιδιά ηλικίας μέχρι 2,5 ετών), αλλά και η εισαγωγή νέων δομών, όπως ο θεσμός των βοηθών μητέρων (εκπαιδευμένες γυναίκες που φυλάσσουν στο σπίτι τους 4-5 παιδιά).
Προτείνεται, εξάλλου, η δημιουργία Γραφείου Δημογραφικής Πολιτικής στη Βουλή (στα πρότυπα του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους), το οποίο θα υπάγεται στον Πρόεδρο της Βουλής και θα παρακολουθεί τη δημογραφική κατάσταση της χώρας καθώς και την υλοποίηση των μέτρων δημογραφικής πολιτικής.
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]