Ειδικότερα, το μεσημέρι της 22ας Φεβρουάριο του 1998 ο 14χρονος μεταφέρθηκε από την μητέρα του στα εξωτερικά ιατρεία νοσοκομείου με υψηλό πυρετό(40ο C), πονοκέφαλο, βήχα, ναυτία, ζάλη και τάση προς έμετο. Εκεί τον εξέτασε ο εφημερεύων ειδικευόμενος και παρήγγειλε νέα θερμομέτρηση, όπως και την διενέργεια ακτινογραφίας προσώπου, αιματολογικών και βιοχημικών εξετάσεων και του τοποθέτησε ορό. Στην συνέχεια του έγινε ενδομυϊκή ένεση και του χορηγήθηκε αντιπυρετικό φάρμακο, με αποτέλεσμα, μετά την πάροδο μισής ώρας, ο πυρετός να υποχωρήσει στους 38,5ο C και αργότερα στους 37,5ο C.
Μετά τις εξετάσεις ο γιατρός, απέκλεισε την περίπτωση μηνιγγίτιδας και διέγνωσε ιογενή λοίμωξη με πιθανότητα επιπλοκής από τα ιγμόρια, ενώ έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαία η εισαγωγή του στο νοσοκομείο, του συνταγογράφησε φαρμακευτική αγωγή (αντιβιοτικό και αντιπυρετικό φάρμακο) και αποχώρησε από το νοσοκομείο.
Στην απόφαση του ΣτΕ αναφέρεται ότι επί 4 ώρες που παρέμεινε στο νοσοκομείο ο άτυχος ανήλικος δεν εξετάσθηκε από ειδικευμένο ιατρό, γιατί, ο ειδικευμένος ιατρός (παθολόγος, επιμελητής Β΄), φέρεται να ήταν συνεχώς απασχολημένος στο Παθολογικό Τμήμα.
Όμως, στις 3 μετά τα μεσάνυκτα ο 14χρόνος μεταφέρθηκε σε κατάσταση σοκ από τους γονείς του και πάλι εσπευσμένα, στο νοσοκομείο. Όταν έφτασε για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες ώρες στο νοσοκομείο παρουσίαζε «γενικευμένο πορφυρικό εξάνθημα, είχε μεν δική του αναπνοή, αλλά ευρίσκετο σε κατάσταση σοκ». Παρά τις, επί δίωρο περίπου, «προσπάθειες του ιατρικού προσωπικού για καρδιοαναπνευστική ανάνηψη, ο μαθητής απεβίωσε περί ώρα 5:45΄».
Ως αιτία θανάτου η ιατροδικαστική έκθεση ανέγραφε: «Αμφοτερόπλευρος αιμορραγία των επινεφριδίων, οφειλομένη σε προσβολή του οργανισμού από τοξικό μικρόβιο, ως επί μηνιγγιτιδοκοκκικής λοιμώξεως, άνευ συμμετοχής των μηνίγγων». Στην ίδια έκθεση αναφέρεται ως συμπέρασμα, ότι «ο θάνατος οφειλόταν σε παθολογικά αίτια και επήλθε συνεπεία αμφοτερόπλευρης αιμορραγίας των επινεφριδίων, λοιμώδους αιτιολογίας (σύνδρομο Waterhouse-Friderichsen)».
Από τον πρόεδρο του νοσοκομείου διατάχθηκε Ένορκη Διοικητική Εξέταση, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «δεν προέκυψαν ευθύνες και παράλειψη ιατρικών πράξεων από το προσωπικό του νοσοκομείου και έθεσε την υπόθεση στο αρχείο».
Παρ΄ όλα αυτά με βούλευμα του συμβουλίου Πλημμελειοδικών παραπέμφθηκαν σε δίκη οι υπεύθυνοι γιατροί του νοσοκομείου που εφημέρευαν την επίμαχη ημέρα και ο πρόεδρος του νοσοκομείου, αλλά τελικά μόνο ο εφημερεύων ειδικευόμενος γιατρός κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία από αμέλεια και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 30 μηνών.
Κρίθηκε ένοχος, γιατί «δεν εκτίμησε ορθά τα κλινικά συμπτώματα και διέγνωσε εσφαλμένα ότι επρόκειτο περί ιογενούς λοίμωξης, ενώ με βάση τα κλινικά συμπτώματα όφειλε να εισαγάγει αμέσως τον ασθενή στην παθολογική κλινική χορηγώντας ισχυρή αντιβίωση τελών άμα εν αναμονή της καλλιέργειας του εγκεφαλονωτιαίου υγρού, ως μόνης ασφαλούς εξέτασης για την διάγνωση της μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου που ήταν ραγδαία».
Το ΣτΕ επικύρωσε την Εφετειακή απόφαση που επιδίκασε στους δύο γονείς του άτυχου ανήλικου, την αδελφή, τον παππού και τις δύο γιαγιάδες του το ποσό των 260.000 ευρώ, ενώ εκείνοι ζήτησαν από το Δημόσιο συνολική αποζημίωση ύψους 607.123 ευρώ για την ψυχική οδύνη και 160.000 ευρώ για την στέρηση των μελλοντικών υπηρεσιών του.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ