Η ουρική αρθρίτιδα είναι μια χρόνια φλεγμονώδης αρθροπάθεια και, ενδεχομένως, η συχνότερη φλεγμονώδης πάθηση των αρθρώσεων. Παλιά ήταν γνωστή και ως «ποδάγρα» λόγω της συχνής εντόπισής της στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού. Ο όρος, όμως δεν χρησιμοποιείται πλέον καθώς η άρθρωση αυτή δεν είναι η μόνη που προσβάλλεται από τη νόσο.
Πού οφείλεται
Οφείλεται στην αδυναμία του οργανισμού μας να ρυθμίσει τα επίπεδα της παραγωγής ή της αποβολής του ουρικού οξέος. Το ουρικό οξύ είναι μια ουσία που παράγει ο οργανισμός μας ως τελικό προϊόν του μεταβολισμού των πουρινών, κάποιων πρωτεϊνών που περιέχονται σε διάφορες τροφές.
Ποια άτομα προσβάλλει η νόσος
Η ουρική αρθρίτιδα εμφανίζεται συνήθως μετά τα 50 και προσβάλλει τους άντρες συχνότερα από τις γυναίκες. Τα στοιχεία λένε ότι τα ποσοστά της διπλασιάστηκαν το διάστημα από το 1990 έως το 2010 και πιστεύεται ότι η αύξηση αυτή της νόσου έχει να κάνει με το αυξανόμενο προσδόκιμο ζωής, με τις αλλαγές στη διατροφή και την αύξηση των ασθενών με νόσους που σχετίζονται με την ουρική αρθρίτιδα, όπως είναι το μεταβολικό σύνδρομο και η υψηλή αρτηριακή πίεση.
Ποιες αρθρώσεις προσβάλλει
Στα κάτω άκρα, εκτός από την πρώτη μεταταρσιοφαλαγγική άρθρωση (το μεγάλο δάκτυλο του ποδιού) στην οποία οφείλεται και η παλιότερη ονομασία της νόσου, προσβάλλονται οι ταρσοί, οι ποδοκνημικές αρθρώσεις και τα γόνατα, ενώ στα άνω άκρα οι καρποί, οι αγκώνες και τα δάκτυλα των χεριών.
Συμπτώματα
Ως φλεγμονώδης νόσος, η ουρική αρθρίτιδα εμφανίζει όλα τα συμπτώματά της οξείας φλεγμονής:
ΕΟΔΥ - κορονοϊός: 531 νέες εισαγωγές, 7 διασωληνώσεις και 27 θάνατοι την τελευταία εβδομάδα
- πόνο, που μπορεί να είναι από μέτριας έντασης έως πολύ ισχυρός, οξύς και έντονος ώστε να εμποδίζει το βάδισμα ή να αφυπνίζει τον πάσχοντα κατά τη διάρκεια της νύχτας. Υπάρχουν ασθενείς που λόγω του πόνου δεν αντέχουν ούτε το βάρος του σκεπάσματος πάνω στην πάσχουσα άρθρωση.
- πρήξιμο της/των προσβεβλημένων αρθρώσεων.
- Θερμότητα και ερυθρότητα.
- περιορισμό της κινητικότητας της/των πασχουσών αρθρώσεων.
Τα συμπτώματα αυτά διαρκούν έως και 2 εβδομάδες και στη συνέχεια υποχωρούν ακόμα και χωρίς κάποια θεραπευτική αγωγή. Όμως, μετά από κάποιες εβδομάδες, μήνες ή και χρόνια, η φλεγμονή επανεμφανίζεται στην ίδια αρθρώσεις αλλά και σε άλλες. Στη συνέχεια, υποχωρεί ξανά, επανεμφανίζεται με τον ίδιο τρόπο κ.ο.κ., με τη διάρκεια των επεισοδίων να μεγαλώνει, τη χρονική απόσταση μεταξύ τους να μικραίνει και τη φαρμακευτική αγωγή να γίνεται αναγκαία για την αντιμετώπισή της.
Εάν αυτό το μοτίβο εξάρσεων υφέσεων δεν αντιμετωπιστεί με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, μετά την πάροδο ενός χρονικού διαστήματος περίπου 10 ετών, η οξεία ουρική αρθρίτιδα από υποτροπιάζουσα μεταπίπτει σε χρόνια.
Κατά τη χρόνια ουρική αρθρίτιδα, αρκετές αρθρώσεις είναι μόνιμα επώδυνες, πρησμένες και με περιορισμένη κινητικότητα. Οι βλάβες αυτές είναι πλέον μη αναστρέψιμες, ενώ το αυξημένο ουρικό οξύ «αποθηκεύεται» με τη μορφή κρυστάλλων ουρικού μονονατρίου στις αρθρώσεις και σε άλλα σημεία του σώματος δημιουργώντας διογκώσεις που ονομάζονται «τόφοι».
Διάγνωση
Η διάγνωση τίθεται με τη λήψη ιστορικού, την κλινική εξέταση του ασθενούς και την εξέταση αρθρικού υγρού ή δείγματος από υπάρχοντα ουρικό τόφο. Εάν κατά την εξέταση του υγρού ή του δείγματος εντοπιστούν οι χαρακτηριστικοί κρύσταλλοι του ουρικού μονονατρίου, τότε πρόκειται για ουρική αρθρίτιδα.
Επιπλοκές
Η ουρική αρθρίτιδα, χωρίς την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή οδηγεί σε μόνιμη παραμόρφωση και καταστροφή των πασχουσών αρθρώσεων. Εκτός, όμως, από αυτές τις μόνιμες βλάβες στις αρθρώσεις, τα αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέος μπορεί να οδηγήσουν σε νεφρικά προβλήματα, όπως λιθίαση και νεφρική ανεπάρκεια, σε καρδιαγγειακά προβλήματα, όπως αρτηριακή υπέρταση και όλα αυτά να συνδυάζονται με υπερλιπιδαιμία (αυξημένη χοληστερόλη και τριγλυκερίδια). Συνήθως τα άτομα με ουρική αρθρίτιδα είναι παχύσαρκα και πάσχουν από το λεγόμενο μεταβολικό σύνδρομο.
Θεραπεία
Η ουρική νόσος απαιτεί μακροχρόνια φαρμακευτική αγωγή σε ότι αφορά τα αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέος, όπως και μη φαρμακευτική αντιμετώπιση με στενή παρακολούθηση. Η επιλογή φαρμακευτικής αγωγής γίνεται από τον ρευματολόγο και προσαρμόζεται στις συνυπάρχουσες παθήσεις και τις ιδιαιτερότητές του κάθε ασθενούς, με στόχο τις κρίσεις και την πρόληψή τους. Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται είναι: η κολχικίνη, τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, τα γλυκοκορτικοστεροειδή (κορτιζόνη) και, σε ανθεκτικές περιπτώσεις, οι αναστολείς ιντερλευκίνης 1. Για την αντιμετώπιση της υπερουριχαιμίας χορηγούνται κυρίως φάρμακα που μειώνουν την παραγωγή του ουρικού οξέος είτε φάρμακα που αυξάνουν την αποβολή του από τον οργανισμό.
Διατροφή
Πρέπει να αποφεύγονται:
- τροφές που είναι πλούσιες σε πουρίνες, όπως: εντόσθια, ζωμός κρέατος, «μικρά κρέατα» όπως αρνί και κατσίκι, κυνήγι, οστρακοειδή όπως μύδια, στρείδια κ.ά., μικρά ψάρια όπως σαρδέλα, σκουμπρί, γάβρος ρέγγα.
- το αλκοόλ και κυρίως η μπύρα, καθώς και τα αναψυκτικά με γλυκαντικά.
Επιτρέπονται: γαλακτοκομικά χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά, αυγά, ζυμαρικά, ρύζι, πατάτες (όχι τηγανητές) φρούτα, χυμοί φρούτων, λαχανικά (εκτός από αρακάς, φασόλια, σπανάκι, φακές, σπαράγγια, μανιτάρια, ντομάτα, κουνουπίδι), ελαιόλαδο και ελιές, μέλι, δημητριακά και λευκό ή καλαμποκίσιο ψωμί, και ροφήματα όπως καφές τσάι και κακάο.