Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης συντελούνται σημαντικές φυσιολογικές αλλαγές στον θυρεοειδή, προκειμένου να ανταποκριθεί στις αυξημένες ανάγκες της γυναίκας και του εμβρύου. Το έμβρυο εξαρτάται από τη μητρική παροχή θυρεοειδικών ορμονών κατά το πρώτο μισό της κύησης και συνεχίζει να εξαρτάται εν μέρει μέχρι τον τοκετό.
Η δυσλειτουργία του αδένα της μητέρας της προκαλεί προβλήματα υπογονιμότητας και επηρεάζει διάφορες πτυχές της ανάπτυξης του εμβρύου, όπως τη σωματική ανάπτυξη, τη διαφοροποίηση των ιστών, του εγκεφάλου και τη νευρογνωστική ανάπτυξη. Επίσης, ορισμένες νόσοι του θυρεοειδούς μπορούν να προκαλέσουν πρόωρο τοκετό, αποβολή ή περιγεννητικό θάνατο του νεογνού.
Προτιμότερο να έχει γίνει θεραπεία του θυρεοειδούς πριν την κύηση
Γι’ αυτό είναι σημαντικός ο έλεγχος από τον ενδοκρινολόγο και η σωστή αντιμετώπιση των νόσων του θυρεοειδούς πριν από την εγκυμοσύνη. Τα προβλήματα που προκύπτουν κατά τη διάρκειά της, ακόμα κι αυτά που είναι επείγοντα και χρήζουν χειρουργικής επέμβασης, πρέπει να αντιμετωπίζονται κατά περίπτωση και πάντα με γνώμονα την ασφάλεια της μέλλουσας μητέρας και του παιδιού.
Ποιες γυναίκες ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου για επιπλοκές
Είναι απολύτως απαραίτητο, λοιπόν, να ελέγχουν τον θυρεοειδή τους πριν από την εγκυμοσύνη όσες γυναίκες ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου. Δηλαδή,
- όσες έχουν προσωπικό ή οικογενειακό ιστορικό δυσλειτουργίας του,
- συμπτώματα δυσλειτουργίας του,
- βρογχοκήλη ή γνωστή αύξηση των αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων,
- προσωπικό ή οικογενειακό ιστορικό αυτοάνοσων παθήσεων (π.χ. διαβήτη τύπου 1 και ηλικία μεγαλύτερη των 30 ετών).
- Επίσης, όσες έχουν επαναλαμβανόμενες αποβολές ή περισσότερες από 2 εγκυμοσύνες,
- νοσογόνο παχυσαρκία,
- οι γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε ακτινοβολία κεφαλής/τραχήλου
- ή έχουν κάνει χειρουργική επέμβαση θυρεοειδούς.
Ακόμα και οι γυναίκες με φυσιολογική λειτουργία του αδένα, με αυξημένα, όμως, αντισώματα, ιδίως της θυρεοειδικής υπεροξειδάσης (anti-TPO), μπορεί να έχουν άμεσες επιπτώσεις στη γονιμότητα και την αναπαραγωγή. Αυτά σχετίζονται με αύξηση του ποσοστού αποβολών και υπογονιμότητας, με το τεκμηριωμένο ποσοστό από διάφορες μελέτες να κυμαίνεται μεταξύ 1,8 έως 4 φορές.
Ο κίνδυνος των επιπλοκών κατά την κύηση
Οι κατευθυντήριες γραμμές της Αμερικανικής Θυρεοειδικής Εταιρείας συνιστούν στις εγκύους να ελέγχουν τον αδένα κάθε 4 εβδομάδες από τη σύλληψη έως τα μέσα της κύησης.
Γαστρεντερολογία και τεχνητή νοημοσύνη – ARTIFICIAL INTELLIGENCE (AI)
Πιο προσεκτικές θα πρέπει να είναι οι γυναίκες με κλινικά εμφανή υποθυρεοειδισμό (συμπτωματικός), αφού συνδέεται με πολλαπλές επιπλοκές. Οι πιο συχνές περιλαμβάνουν:
- αυξημένο κίνδυνο αποβολής,
- περιγεννητικό θάνατο και
- πρόωρο τοκετό
Στοιχεία δείχνουν επίσης ότι η υπέρταση της μητέρας, η αποκόλληση του πλακούντα και η αιμορραγία μετά τον τοκετό μπορεί να είναι αποτέλεσμα αυτής της διαταραχής.
Ο κίνδυνος της υπέρτασης στη διάρκεια της εγκυμοσύνης
Σημαντικές είναι και οι συνέπειες του υποκλινικού υποθυρεοειδισμού (ασυμπτωματικός). Όταν επιμένει κατά τη διάρκεια του πρώτου και του δεύτερου τριμήνου ευθύνεται για την εμφάνιση υπέρτασης.
Γι’ αυτό είναι απαραίτητο μόλις εντοπιστεί ο υποθυρεοειδισμός (κλινικός ή υποκλινικός) να αντιμετωπίζεται αμέσως με την κατάλληλη φαρμακευτική θεραπεία.
Βλάβες του θυρεοειδούς που βάζουν σε κίνδυνο μητέρα και έμβρυο
Υπερθυρεοειδισμός: Μπορεί να ανιχνευθεί πριν ή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ή μετά τον τοκετό. Οι γυναίκες που γνωρίζουν την ύπαρξή του πριν από τη σύλληψη ακολουθούν φαρμακοθεραπεία, ή υποβάλλονται σε θυρεοειδεκτομή. Σε θυρεοειδεκτομή προχωρούν όσες χρησιμοποιούν εξαιρετικά υψηλές δόσεις αντιθυρεοειδικών φαρμάκων ή όσες δεν μπορεί να ανεχθούν τα φάρμακα.
Τοξική οζώδης βρογχοκήλη: είναι ένας διευρυμένος θυρεοειδής αδένας που περιέχει μια μικρή ή περισσότερες στρογγυλές μάζες που ονομάζονται οζίδια, τα οποία παράγουν υπερβολική ποσότητα θυρεοειδικής ορμόνης. Προκαλεί, μεταξύ άλλων, νευρικότητα, κόπωση, μυϊκές κράμπες, αυξημένη εφίδρωση, δυσανεξία στη ζέστη, συχνές κενώσεις. Στις επιπλοκές της περιλαμβάνεται η ταχυκαρδία, η κολπική μαρμαρυγή, η οστεοπόρωση κ.ά. Τα αντιθυρεοειδικά φάρμακα σπάνια είναι επιτυχή μακροπρόθεσμα, ενώ η θυρεοειδεκτομή μπορεί να προσφέρει οριστική θεραπεία.
Μη θεραπευμένη θυρεοτοξίκωση: προκαλείται από τα αυξημένα ποσά θυρεοειδικών ορμονών, μπορεί να οδηγήσει σε αποβολή, πρόωρο τοκετό, ενδομήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξης, αποκόλληση πλακούντα και καρδιακή ανεπάρκεια της μητέρας. Το έμβρυο επηρεάζεται από τον υπερθυρεοειδισμό της μητέρας και μπορεί να εμφανίσει υπερθυρεοειδισμό, ο οποίος μπορεί να εκδηλωθεί ως ταχυκαρδία, και βρογχοκήλη.
Όζοι θυρεοειδούς: Άλλο ένα πρόβλημα που απαιτεί προσεκτική εξέταση είναι η ύπαρξη όζων στον θυρεοειδή αδένα. Ένα ποσοστό έως και 65% των γυναικών έχει όζους, εκ των οποίων περίπου το 10% εξελίσσεται σε κακοήθεια. Ο έλεγχος της επικινδυνότητάς τους γίνεται υπερηχογραφικά, ακόμη και κατά την εγκυμοσύνη, και όχι με χρήση απεικονιστικών τεχνικών πυρηνικής ιατρικής, λόγω της χορήγησης ραδιοφαρμάκου ενδοφλεβίως.
Εάν αποφασιστεί, ωστόσο, από την επιστημονική ομάδα των θεραπόντων ιατρών η διενέργειά τους και αποδειχθεί η κακοήθειά τους, τότε μπορεί να γίνει χειρουργική επέμβαση στο δεύτερο τρίμηνο.
Από το ένθετο Υγείας που κυκλοφορεί με τον Ελεύθερο Τύπο