Οι γυναίκες με υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2, ακόμη και χρόνια μετά τον τοκετό, σύμφωνα με νέα μελέτη. Μάλιστα, το εύρημα αυτό ισχύει ανεξάρτητα από το αν η έγκυος αναπτύξει διαβήτη κύησης, σημειώνουν οι ερευνητές. Σε αντίστοιχο κίνδυνο, όμως, βρίσκονται και τα μωρά. Τα ευρήματα έδειξαν ότι τα παιδιά που γεννήθηκαν από μητέρες με υψηλό σάκχαρο στο αίμα ήταν πιο επιρρεπή στην παχυσαρκία.
«Για τις μητέρες, το υψηλό σάκχαρο στο αίμα είναι ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου για τη μετέπειτα ανάπτυξη ανώμαλων επιπέδων σακχάρου στο αίμα, συμπεριλαμβανομένου του διαβήτη τύπου 2», επισημαίμει ο Δρ. Boyd Metzger, επίτιμος καθηγητής στην Ιατρική Σχολή Feinberg του Πανεπιστημίου Northwestern στο Σικάγο. «Αυτό είναι πέρα και πάνω από τον κίνδυνο διαβήτη που συνδέεται με τα περιττά κιλά και την παχυσαρκία» είπε.
Επιπλοκές στην υγεία του μωρού ακόμη και με «ήπιο» διαβήτη κύησης
Για τις ανάγκες της μελέτης, ο Metzger και οι συνεργάτες του χρησιμοποίησαν στοιχεία από μια εθνική μελέτη που παρακολούθησε τις μητέρες και τα παιδιά τους για 10 έως 14 χρόνια μετά τη γέννηση.
Τα αποτελέσματα από τη πρώτη φάση της μελέτης έδειξαν ότι η μέτρια αύξηση του σακχάρου στο αίμα αυξάνει το βαθμό επιπλοκών για το μωρό πριν και μετά τη γέννηση.
Συνέπειες με δεκαετή διάρκεια!
Η τελευταία φάση της μελέτης συνέκρινε τις μακροπρόθεσμες επιδράσεις των επιπέδων σακχάρου στο αίμα σε μητέρες που είχαν διαβήτη κύησης με εκείνες που δεν είχαν.
Ο Metzger και οι συνεργάτες του διαπίστωσαν ότι οι βλάβες ακόμη και από τη μέτρια αύξηση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα, επηρέαζαν τόσο τη μητέρα, όσο και το παιδί για πάνω από μια δεκαετία.
Μεταξύ των γυναικών με αυξημένο σάκχαρο στο αίμα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, σχεδόν το 11% είχε διαβήτη τύπου 2, 10 έως 14 χρόνια μετά τον τοκετό, ενώ περίπου 42% είχαν προδιαβήτη.
Αντίθετα, μεταξύ των γυναικών που δεν είχαν αυξημένα επίπεδα σακχάρου στο αίμα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, περίπου το 2% είχαν διαβήτη τύπου 2 και μόλις πάνω από 18% βρίσκονταν στο στάδιο του προδιαβήτη.
Συνολικά, περίπου 4.700 μητέρες ελέγχθηκαν για διαβήτη τύπου 2, προδιαβήτη ή άλλα προβλήματα που σχετίζονται με το σάκχαρο του αίματος.
Ο διαβήτης κύησης «φορτώνει» με κιλά τα μωρά που έρχονται στη ζωή
Επιπλέον, οι ερευνητές μελέτησαν περισσότερα από 4.800 παιδιά για περιττά κιλά και παχυσαρκία. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το 19% των παιδιών που γεννήθηκαν από μητέρες με αυξημένα επίπεδα σακχάρου στο αίμα ήταν παχύσαρκα, συγκριτικά με το 10% των παιδιών μητέρων που είχαν φυσιολογικά επίπεδα σακχάρου στο αίμα.
Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι ένας υγιεινός τρόπος ζωής, που περιλαμβάνει έλεγχο του βάρους και τακτική σωματική άσκηση, μπορεί να μειώσει σημαντικά την ανάπτυξη διαβήτη σε γυναίκες που είχαν αναπτύξει διαβήτη κύησης, δήλωσε ο Metzger.
Υγιεινός τρόπος ζωής, εφ’ όρου ζωής!
«Είναι σημαντικό όλες οι γυναίκες στην εγκυμοσύνη να υποβάλλονται σε εξετάσεις για να γίνεται διάγνωση τόσο του διαβήτη κύησης όσο και των άλλων καταστάσεων που πρέπει να αντιμετωπίζονται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Τόσο οι μητέρες όσο και τα παιδιά πρέπει να ακολουθούν έναν υγιεινό τρόπο ζωής καθ ‘όλη τη διάρκεια της ζωής τους» πρόσθεσε.
Οι ειδικοί υπογραμμίζουν ότι οι έγκυοι που διαγιγνώσκονται με διαβήτη κύησης πρέπει να συνεχίζουν να διαχειρίζονται τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα τους και να κάνουν αλλαγές στον τρόπο ζωής τους προκειμένου να μειώνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2.
Προβληματική ανάπτυξη οργάνων στα έμβρυα, ως συνέπεια διαβήτη κύησης
Τα βρέφη που εκτίθενται σε υψηλά επίπεδα σακχάρου στη μήτρα, μπορεί να υποστούν αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσονται τα όργανά τους, οι οποίες αλλάζουν μόνιμα τον τρόπο με τον οποίο χειρίζονται τις τροφές αυξάνοντας την προδιάθεση παχυσαρκίας στην παιδική ηλικία.
Τέλος, οι γυναίκες που είναι παχύσαρκες έχουν περισσότερες πιθανότητες να αποκτήσουν παχύσαρκο παιδί, το οποίο θα γίνει και παχύσαρκος ενήλικας.
Γι’ αυτό υπογραμμίζουν ότι η πρόληψη του διαβήτη κύησης, πρέπει να ξεκινάει πριν από την εγκυμοσύνη.